Μέσα από το ταξίδι της στο χρόνο η ποντιακή διάλεκτος, κατάφερε να διατηρήσει την αρχαιοπρέπειά της ως τις μέρες μας.
Για τη δημιουργία του άρθρου ελήφθησαν πληροφορίες από kotsari.com – el.wikipedia.org – neolaia.poe.org.gr
Το ταξίδι της ποντιακής διαλέκτου στο χρόνο
Οι Έλληνες του Πόντου, απόγονοι των αρχαίων Ιώνων αποίκων που την λαλούσαν για χιλιετηρίδες, μετά την ανταλλαγή του 1922 διασπάρθηκαν σε όλη την επικράτεια της Ελλάδος.
Η διάλεκτος δεν απώλεσε την αρχαιοπρέπεια της ως τις μέρες μας, κρατώντας γραμματικούς τύπους απο τη μεσαιωνική και βυζαντινή γλώσσα. Υπό την γεωγραφική της έννοια, η Ποντική διάλεκτος δεν υφίσταται πια.
Εκεί όπου ακραιφνώς δημιούργησαν ομοιογενείς οικισμούς μπόρεσαν να κρατήσουν και τη αρχαιοπρεπή τους λαλιά, τούτο συνέβη κυρίως στη Μακεδονία.
Αλλού όπου οι Έλληνες του Πόντου δημιούργησαν οικισμούς μαζί με άλλους ανταλλάξιμους Έλληνες άλλων περιοχών όπως της Ανατολικής Ρωμυλίας και Θράκης, βαθμηδόν απώλεσαν την γλωσσική τους καταβολή.
Εξαίρεση αποτελούν τα ιδιώματα του Όφεως και της Τόνγιας, περιφερειών της επαρχίας Τραπεζούντος, διότι οι ελληνόφωνοι κάτοικοι τους, που ήσαν απόγονοι εξισλαμισθέντων Ελλήνων, δεν υπήχθησαν στην ανταλλαγή επειδή ήσαν μουσουλμάνοι στη θρησκεία.
Η Ποντιακή διάλεκτος μιλιόταν στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου και στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Παραλιακά αρχίζοντας απο την Ινέπολη (Ιωνόπολη) ως την Ριζούντα και την Κολχίδα. Από τη Ινέπολη ως την Οινόη η ζώνη των ποντιακών διακοπτόταν απο τουρκόφωνους πληθυσμούς.
Η μεγαλύτερη ενδοχώρα όπου ακούγονταν τα ποντιακά ήταν νότια της Τραπεζούντας, Γεμουρά, Ματσούκα, Σάντα, Κρώμνη, Χαλδία, Αργυρούπολη, Χερροίανα.
Ποντιακά επίσης μιλούσαν σε διάφορες παροικίες ματεντζήδων όπως το Γκιουμούς μαντέν (νότια της Σινώπης), Ακ Ντάγ Μαντέν (βόρεια του Άλυ), Μπουλγάρ Μαντέν (στο Ικόνιο κοντά στον Ταύρο), Άργανα (στο Ντιαρμπεκίρ) και αλλού.
Ποντιακά μιλούσαν συμπαγείς παλιότεροι πληθυσμοί αλλά και νεότεροι έποικοι μετά το 1914 στα νότια και νοτιοανατολικά της Ρωσίας, ήτοι στις περιοχές του Καυκάσου και του Κάρς, του Βατούμ, της Μαριούπολης και αλλού.
Η Ποντιακή διάλεκτος μαζί με την Καππαδοκική αποτελούν τα λεγόμενα μικρασιατικά ιδιώματα, έχοντας ομοιότητες με τα Κυπριακά, Δωδεκανησιακά, Χιώτικα, Ικαριώτικα, κ.ά
Από τα μικρασιατικά ιδιώματα λείπουν οι λέξεις ιταλικής-σλάβικης-αρβανίτικης καταγωγής, ενώ άφθονους οι παλιότερες λατινικές λέξεις.
Διατήρησαν στοιχεία της παλιάς ελληνιστικής κοινής, καθώς και της μεσαιωνικής γλώσσας και είναι έτσι απο τα αρχαϊκότερα νεοελληνικά ιδιώματα.
Η Ποντιακή διάλεκτος λόγω του εκτεταμένου γεωγραφικού χώρου και της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των ομιλητών της κατατμήθηκε σε διάφορα ιδιώματα κατά περιοχή.
Κυριότερα είναι :
Το ιδίωμα Τραπεζούντας, Ματσούκας, Χαλδίας και Σαντάς
Το ιδίωμα Όφη και Σουρμαίνων
Το ιδίωμα Κερασούντας και Τρίπολης
Το ιδίωμα Οινόης
Το ιδίωμα Αμισού
Το ιδίωμα Ινέπολης
Το ιδίωμα Κοτυώρων
Το ιδίωμα Σινώπης
Το ιδίωμα Νικοπόλεως
Το ιδίωμα Σεμενίου
[Βασίλης Πολατίδης]
Η σχετική γεωγραφική και γλωσσική απομόνωση του Πόντου, οδήγησε στη διατήρηση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων, όπως:
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως ε. Π.χ. πεγάδιν = πηγάδι, κεπία = κήποι, νύφε = νύφη, εμέτερον = ημέτερον.
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ω ως ο, όπου η Κοινή ελληνική έχει ου. Π.χ. ζωμίν = ζουμί, καρβώνι = κάρβουνο, ρωθώνι = ρουθούνι.
Η χρήση ψιλών συμφώνων (κ,π,τ) αντί δασέων (χ,φ,θ), ένδειξη της Ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου. Π.χ. ασπαλίζω=ασφαλίζω, σπίγγω=σφίγγω.
Η χρήση του Ιωνικής προέλευσης ‘κι
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο τυπικό της γλώσσας, με χαρακτηριστικότερα:
Τη διατήρηση της κατάληξης της ονομαστικής των ουδετέρων ονομάτων σε -ιον. Π.χ. παιδίον = παιδί, χωρίον = χωριό.
Τη διατήρηση της κατάληξης των θηλυκών επιθέτων σε -ος. Π.χ. η άλαλος, η άνοστος, η έμορφος.
Τη μετάπτωση της κατάληξης της γενικής πτώσης του ενικού αριθμού των αρσενικών ονομάτων από -ον σε -ος. Π.χ. ο νέον > τη νέονος, ο πάππον > τη πάππονος, ο λύκον > τη λύκονος, ο Τούρκον > τη Τούρκονος.
Την κατάληξη της προστακτικής των ρημάτων σε -ον. Π.χ. γράψον = γράψε, άψον (του ρ. άφτω
Τον σχηματισμό της μέσης φωνής των ρημάτων σε -ούμαι. Π.χ. ανακατούμαι, σκοτούμαι, στεφανούμαι.
Τον σχηματισμό του αορίστου της παθητικής φωνής σε -θα. Π.χ. εγαπέθα = αγαπήθηκα, εκοιμέθες = κοιμήθηκες, εστάθεν = στάθηκε, σταμάτησε.
Τον σχηματισμό της προστακτικής του αορίστου σε -θετε. Π.χ. εγαπέθετε, εκοιμέθετε, εστάθετε.
Τη σποραδική χρήση του απαρεμφάτου. Π.χ. εποθανείναι, μαθείναι, κόψ’ναι, ράψ’ναι, χαρίσ’ναι, αγαπέθην, κοιμεθήν).
Τον αρχαιότροπο τονισμό των ονομάτων στην κλητική πτώση. Π.χ. άδελφε, Νίκολα, Μάρια.
Τη σποραδική χρήση του ας αντί του να. Π.χ. δος με ας φάγω.
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο λεξιλόγιο. Π.χ. σεύτελον
Η διατήρηση του γένους ονομάτων. Π.χ. η τραγωδία = το τραγούδι.
Η απομόνωση αυτή επέδρασε και στη μη περαιτέρω εξέλιξη διάφορων γλωσσικών τύπων, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν στα νεοελληνικά, και σε άλλες αλλαγές, όπως:
Η διατήρηση ασυνίζητων τύπων. Π.χ. καρδία = καρδιά, λαλία = λαλιά, παιδία = παιδιά, ψωμία = ψωμιά, χωρίον = χωριό.
Αναπτύχθηκαν ακόμη φθόγγοι οι οποίοι δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά, ενώ άλλαξε και η προφορά ορισμένων γραμμάτων, όπως:
Η συνίζηση των φωνηεντικών συμπλεγμάτων ια και εα, εξελίχθηκε στον φθόγγο ä, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και του α. Π.χ. όλä = όλα, οσπίτä = σπίτια, λεοντάρä = λιοντάρια, τραγωδ΄äνος = τραγουδιστής, κιφάλä = κεφάλια, θέλετ’ äτο < θέλετε ατό = θέλετε αυτό, το θέλετε, ομ΄äζω < ομοιάζω = μοιάζω.
Η συνίζηση του φωνηεντικού συμπλέγματος ιο, εξελίχθηκε στον φθόγγο ö, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και ο. Π.χ. τελ΄öνω = τελειώνω, ĥ΄öνιν = χιόνι.
Το γράμμα σ όταν ακολουθείται από κε ή κι προφέρεται ως š, δηλαδή ως παχύ σ. Π.χ. šκεπάζω, šκίζω, šκύλος.
Το γράμμα χ όταν ακολουθείται από ε ή ι προφέρεται ως ĥ, δηλαδή ως παχύ χ. Π.χ. ĥέρι, ĥαιρετώ, ĥίλä = χίλια.
Διαφορετική προφορά παρατηρείται και στα γράμματα:
ζ που προφέρεται ως ž, δηλαδή ως παχύ ζ. Π.χ. χαλάžä = χαλάζια, žαγκώνω = σκουριάζω.
ξ που προφέρεται ως κ+š (παχύ σ). Π.χ. κšύνω < εκĥύνω = χύνω.
ψ που προφέρεται ως π+š (παχύ σ). Π.χ. πšη = ψυχή.
Αρχαϊσμοί στο λεξιλόγιο
Εκεί όμως που οι αρχαϊσμοί είναι πλουσιότεροι και πιο εντυπωσιακοί είναι οι λεξιλογικοί:
αγκαλώ < εγκαλώ = κατηγορώ κάποιον
άναλος = ανάλατος
αναστορώ < ανιστορώ = θυμούμαι
γναφίν, γναφία < γνάθος = σαγόνι και συνεκδοχικά το πρόσωπο
δάκω < δάκνω = δαγκώνω
το ένοικον = η κατοικία
έξαψεν < εξάπτω = άναψε, πύρωσε
εποίκα < συμφυρμό του παρακειμένου πεποίηκα και του αόριστου εποίησα = έκανα
θώπεκας < θώς = το τσακάλι
κείμαι = πλαγιάζω
κορούμαι = τυφλώνομαι
λείχω, το ίδιο το ΑΕ λείχω = γλείφω
οκνία = τεμπελιά
όμνυσμαν = ο όρκος
υλάζω = γαυγίζω
ψαλαφώ < ψηλαφώ = ζητώ, ψάχνω
ωβόν = το αυγό
Οι ξένες λέξεις
Στην ποντιακή διάλεκτο μπορούμε να εντοπίσουμε τις εξής κατηγορίες ξένων λέξεων:
– λατινικές, οι οποίες κληρονομήθηκαν, όπως είδαμε, από την εποχή της ρωμαιοκρατίας στην περιοχή,
– τουρκικές, πολλές ασφαλώς και για αυτονόητους λόγους,
– αραβικές και περσικές· οι αραβοπερσικές μπορεί είτε να είναι δάνεια μέσω της τουρκικής, είτε απ’ ευθείας δάνεια από τις σχέσεις των Ποντίων με αυτούς τους λαούς, είτε και κληρονομιά από την μεσαιωνική ελληνική γλώσσα του Bυζαντίου,
– ρομανικές ή νεολατινικές λέξεις· είναι κι αυτές είτε κληρονομιά της μεσαιωνικής ελληνικής είτε προϊόν των σχέσεων των Ποντίων με τους Γενουάτες και Bενετούς, με τους οποίους ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις,
– λέξεις άγνωστης προέλευσης· οι λέξεις αυτές, που είναι αρκετές, πρέπει να αναζητηθούν από τον ιστορικοσυγκριτικό γλωσσολόγο στις σχέσεις που ανέπτυξαν οι Πόντιοι μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις με τους λαούς της ενδοχώρας της νότιας ακτής του Eυξείνου Πόντου είτε σε μεταγενέστερες επαφές των Ποντίων με λαούς της ευρύτερης περιοχής όπως Aρμένιους, Λαζούς, Γεωργιανούς και άλλους.
[Κώστας Δ. Ντίνας, Αν. καθηγητής Γλωσσολογίας-Ελληνικής Γλώσσας και Διδακτικής της. Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας]
Τμήμα σύνταξης
Pontos-News.Gr