Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ποίημα Ρωμανού ταπεινού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιϛ’. »Πάει η ζωή μου, τέλειωσε, τα πλούτη εξατμιστήκαν· Σαν τ’ άχυρα που η λαίλαπα ταχιά τα εξαφανίζει, σαν τον καπνό που ο άνεμος γρήγορα τον σκορπίζει και ίχνος του στον ουρανό δεν μένει ούτε για δείγμα,
»έτσι και η ψυχή μου· στα ξαφνικά κι αδιόρατα διαχύθηκε απ’ το κορμί και
»βγήκε έξω απ’ αυτό σαν ένα φύσημα απαλό.
»Για όλους, βλέπεις, τους θνητούς, ο βίος είναι απατηλός ‒ σαν μια σκιά η ζωή μας. Ανάπαυση κι απαντοχή
»δεν έχει η θανή μου, γιατί πολλά ήταν και βαριά τα αμαρτήματά μου.
»Των δίκαιων μόνο οι ψυχές είναι στα χέρια του Θεού. Στα ουράνια καταλύματα που αυτές πια κατοικούνε, δεν πλησιάζει το κακό ώστε να τις πληγώσει· στέκουν μακριά απ’ τις συμφορές και τις κακοτυχίες.
»Γι’ αυτό, το μόνο που μ’ απόμεινε τώρα είν’ να φωνάξω, να παραγγείλω στον Αβραάμ να εξευμενίσει τον Θεό για την περίπτωσή μου,
»ώστε να δώσει άδεια στον Λάζαρο για να έρθει κοντά μου, να με επισκεφθεί, καθώς είναι γνωστός μου· τον ήξερα από παλιά, τον έβλεπα στον κόσμο που φώναζε συνέχεια κι έλεγε
»“Κύριε ελέησον”».
ιζ’. Μ’ αυτά που συλλογίστηκε ο πλούσιος που κρινόταν για όσα φαύλα έπραξε, πήρε λιγάκι θάρρος
και τον Αβραάμ ικέτευε με δάκρυα και του φώναζε:
«Πατέρα Αβραάμ λυπήσου με
»κι ελέησέ με αν μπορείς· στείλε μου εδώ τον Λάζαρο να ’ρθει το γρηγορότερο κάπως να με δροσίσει!
»Γιατί υποφέρω αφάνταστα έτσι που τηγανίζομαι απάνω στη φωτιά.
»Γι’ αυτό και σε παρακαλώ να μην με αγνοήσεις· σκύψε να δεις με προσοχή πόσο υποφέρω τώρα, έτσι που τιμωρούμαι.
»Ας γίνει να ’ρθει τώρα εδώ, κοντά σ’ εμένα, εκείνος που εμίσησα εγώ κάποτε· τον προσπερνούσα κι έκανα δήθεν πως δεν τον βλέπω,
»αν και τον έβλεπα στη γη τον άπορο να λιώνει από την πείνα την πολλή, από την ασιτία.
»Τώρα είναι αυτός ο πλούσιος – κι εγώ είμαι φτωχός που τιμωρείται στη φωτιά απάνω, και πληρώνει.
»Γι’ αυτό, ας είναι αυτός που θε να ’ρθει τώρα για να δροσίσει τα χείλη που δεν έστερξαν ποτέ τους να φωνάξουν το
»“Κύριε ελέησον”».
ιη’. «Και να, λοιπόν, που τώρα εσύ “πατέρα” με αποκαλείς, μα δεν κατάλαβες ποτέ φιλοξενία τι θα πει ‒ λέω γι’ αυτήν την αρετή που με χαρακτηρίζει.
»Αν είχες την παραμικρή ιδέα το τι είναι, δεν θα έβλεπες τον Λάζαρο να ’ναι σε τέτοια φτώχεια περνώντας πάντα δίπλα του, ωσάν να μην υπήρχε.
»Αυτός, όμως, που εσύ καλείς,
»βρήκε σπουδαία παρηγοριά κι είναι ευτυχισμένος· εσύ, από την άλλη, τώρα υποφέρεις στη φωτιά κι είσαι εξαθλιωμένος.
»Τη γη σαν παροικούσες, ποτέ σου δεν συμπόνεσες και δεν ελέησες ποτέ
»τον Λάζαρο τον δίκαιο που ήταν σε μαύρη φτώχεια.
»Τα πράγματα, όμως, του Θεού δεν τα θυμόσουν διόλου ωσάν θνητός που ήσουνα·
»μόνο σ’ αυτό επέμενες: ματαίως να θησαυρίζεις όσο χρυσάφι μπόραγες.
»Πλούσιος ήσουν μα φθαρτός, και τον αναγκεμένο πως δεν τον βλέπεις έκανες.
»Στα πλούτη απάνω πάσχιζες να βάλεις κι άλλα πλούτη, μόνο γι’ αυτό νοιαζόσουν, και μια φορά δεν φώναξες να πεις το
»“Κύριε ελέησον”».
ιθ’. «Κι αφού, λοιπόν, απόλαυσα την πρόσκαιρη απάτη στον βίο μου πάνω στη γη, όπως κι εσύ το είπες,
»και τώρα είμαι στον Άδη και βασανίζομαι σκληρά,
»γι’ αυτό ακριβώς παρακαλώ, πατέρα, και ζητάω
»τον Λάζαρο, αν γίνεται, κοίταξε να μου στείλεις. Σαν τη βροχή σ’ άνυδρη γη, λίγο νερό στη γλώσσα μου ας ρίξει, να δροσιστώ ο δύσμοιρος».
Μα ο Αβραάμ του απάντησε, κι αυτά είναι που του είπε: «Απόλαυσες, ω, άνθρωπε
»πλουσιοπάροχα αγαθά στο βίο σου όταν ζούσες· κι έτσι, κανείς δεν σου χρωστά, μην περιμένεις άλλα.
»Ο Λάζαρος, αντίστοιχα, στο βίο του δοκίμασε της μοίρας όλα τα κακά.
»Πέσαν πάνω στο σώμα του σαν βέλη και του ανοίξανε ένα σωρό κακές πληγές.
»Κι έτσι δεν εξετάζεται για χρέη εδώ πέρα· αφού όλα τα ξεπλήρωσε μ’ αυτά τα βάσανά του,
»ήρθε η ώρα και γι’ αυτόν να απολαύσει τα καλά. Γιατί, έκραζε και έλεγε το
»“Κύριε ελέησον”.
κ’. »Αυτά σ’ τα είπα, άνθρωπε, όχι γιατί επιθυμώ τώρα σε σένα να φερθώ έτσι άσπλαχνα τελείως,
»αλλά γιατί ανάμεσα σ’ εμάς κι εσάς εκεί, να ξέρεις, χάος υπάρχει ατέλειωτο ‒ αδιάβατο το χάσμα.
»Έτσι έχουν τα πράγματα, ώστε να μην μπορούν να έρθουν εδώ αυτοί που ’ναι στον Άδη,
»αλλά κι εμείς από εδώ να μην μπορέσουμε ποτέ σ’ εσάς εκεί να ’ρθούμε».
Σ’ αυτά που του ’πε ο Αβραάμ τότε αυτός απάντησε κι αυτά το λόγια είπε: «Κύριε, σε παρακαλώ,
»ανάστησέ με απ’ τους νεκρούς, ώστε να πάω πίσω, τους συγγενείς μου για να δω και να τους πω για όλα αυτά, να τους ειδοποιήσω,
»ώστε αυτοί τουλάχιστον μην πάθουν σαν εμένα, μη δικαστούν όπως εγώ!».
Κι ο Αβραάμ του ανταπάντησε άμεσα και του λέει: «Έχουνε τους Προφήτες, έχουν, επίσης, τον Μωυσή·
»απλά είναι τα πράγματα: θα πρέπει να ακούσουν εκείνοι τι τους δίδαξαν. Γιατί όποιος δεν πεισθεί απ’ αυτούς,
»ακόμα κι άμα σηκωθεί μπροστά του πεθαμένος και βγει από τον τάφο του και του μιλήσει για όλα αυτά, δεν πρόκειται ν’ ακούσει, δεν πρόκειται ποτέ να πει το
»“Κύριε ελέησον”».
κα’. Υιέ Θεού, Συ σώσε μας, ως μόνος Ατελεύτητος,
γιατί πάνω σ’ αυτήν τη γη μοιάζουν του ανθρώπου οι μέρες όπως τα άνθη του αγρού.
Ανθίζει η χλόη την αυγή,
μα σαν θα ’ρθεί το σούρουπο τα άνθη όλα πέφτουν, σκληραίνουν και ξεραίνονται.
Λες κι ήταν μια ανάσα, πάει η ζωή μας πέρασε και φτάσαμε στο τέλος. Ωσάν να μην υπήρξαμε θα είμαστε και πάλι· σαν μια σκιά θα σβήσουμε.
Όταν λοιπόν θα ’ρθει η στιγμή από το σώμα μου η ψυχή πια να αναχωρήσει,
άλλος δεν είναι από Σε να ’ρθει να με λυτρώσει. Ποιος άλλος να με σώσει;
Εσύ μονάχα ως Λυτρωτής άπλωσε τ’ άγιο χέρι Σου, πιάσε να με τραβήξεις απ’ τη φωτιά που μ’ απειλεί για να με κατακάψει
και κάνε αν θέλεις να σταθώ μπροστά Σου δίχως κρίματα. Μαζί μ’ όλους τους δούλους Σου κι εμέ αν θες Σωτήρα και
Κύριε ελέησον!
















