«Γεννήθηκα στην Καλλιθέα, τη φοβερή και σημαδιακή ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1949, την τελευταία μέρα μιας ταραγμένης δεκαετίας, από πατέρα που είχε έρθει από την πρώην Σοβιετική Ένωση και μητέρα από την Καβάλα». Σε περσινή του συνέντευξη, ο Θέμης Ανδρεάδης είχε πει μεταξύ άλλων και για την γέννησή του.
«Παιδί» της ελεύθερης έκφρασης που κυριαρχούσε τη δεκαετία του ’60, έστω και παίζοντας κρυφτούλι με τη χουντική λογοκρισία, που υπήρχε μουσικά χώρος για πολλά είδη τραγουδιού. Αν οι δημιουργοί τους είχαν κάτι σπουδαίο να πουν. Και ο Ανδρεάδης είχε.
Και τη δεκαετία του ’70 έγινε πρώτο όνομα, με ένα είδος σχετικά άγνωστο στην χώρα και τον χώρο: Το σατιρικό τραγούδι. Μόνο που όταν εκείνος ένιωσε ότι βαλτώνει, παράτησε τη σιγουριά του σουξέ και ψάχτηκε σε άλλα μονοπάτια. Με το όποιο τίμημα.
Στο δρόμο για τις μπουάτ
Καλλιθέα, δεκαετία 1950. Φτώχεια μεν, αλλά και καλή καρδιά όπως έλεγε και το τραγούδι. Ο μικρός Θέμης δεν ξέχασε ποτέ το σκηνικό που τον παρακίνησε να γίνει τραγουδιστής. Δεν ήταν ούτε 6 ετών, όταν ανήμερα του Αγίου Αλεξάνδρου, στις 30 Αυγούστου δηλαδή, όλη η γειτονιά είχε στήσει ένα αυτοσχέδιο γλέντι με όργανα και τραγούδια για να γιορτάσουν την ημέρα. Και μπορεί τα παιδάκια να είχανε πάει πιο πέρα από τη γιορτή, όμως στον μικρό Θέμη όλο αυτό το σκηνικό του φάνηκε παραμυθένιο. Συν ότι εκείνο το βράδυ είχε και πανσέληνο. Όπως είχε πει σε συνέντευξή του, «Αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής, δηλαδή να γίνω αυτός που θα διηύθυνε τη διάθεση των ανθρώπων».

Λίγα χρόνια αργότερα, και με πολλά παρακάλια, πείθει τη μητέρα του να του αγοράσει μια μικρή κιθάρα. Χρήματα για μεγαλύτερη και καλύτερη δεν υπήρχαν, αλλά ο μικρός αρχίζει να την γρατσουνάει ασταμάτητα. Και φυσικά ούτε λόγος για μαθήματα. Τότε η μεγαλύτερή του αδελφή τον πηγαίνει στον Νότη Μαυρουδή που ήταν συμμαθητής της. Αρχίζει να μαθαίνει κιθάρα, ενώ παράλληλα τραγουδάει κυρίως ποιήματα που διάβαζε στα περιοδικά της εποχής.
Τότε παρεμβαίνει πάλι η αδελφή του και τον πηγαίνει στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη. Εκεί, με τον Μίμη Πλέσσα στο πιάνο, τραγουδάει για πρώτη φορά σε ακροατήριο και σε ραδιοφωνική μετάδοση.
Από αυτή την εκπομπή αυτή τον άκουσε και ένας επιχειρηματίας. «Μια μέρα με φωνάζουν στο τηλέφωνο απ’ το μοναδικό μαγαζί της γειτονιάς που είχε τηλέφωνο – στο σπίτι δεν είχαμε. Ήταν ο Νότης Μαυρουδής που μου είπε “αύριο θα πάρεις την κιθάρα σου και θα πας στην μπουάτ ‘Ταβάνια’” –τότε είχε ανοίξει–, στη Μνησικλέους. Σε άκουσε ο Νίκος Καζής και θέλει να σε προσλάβει”», διηγείται ο Θέμης Ανδρεάδης.
Και συνεχίζει: «Θυμάμαι ήταν ο Γιώργος Μαρίνος το πρώτο όνομα, μαζί με τη Δέσποινα Γλέζου και τη Σοφία Σπυράτου. Ο Νίκος Καζής, ηθοποιός, ζεν πρεμιέ τότε του θεάτρου και του κινηματογράφου, μου λέει: “Θέλω να έρθεις να παίζεις στο μαγαζί μου, σου δίνω 150 δραχμές”. “Πο πο, το βράδυ;” λέω εγώ. “Όχι, τον μήνα”. Αυτό ήταν το πρώτο μου μεροκάματο». Τότε ο Ανδρεάδης ήταν 15 χρόνων.

«Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν»
Ο Ανδρεάδης συνεχίζει να εμφανίζεται σε μπουάτ, μέχρι την στρατιωτική του θητεία. Αμέσως μετά προκύπτει συνάντηση με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, που αναβλήθηκε ουκ ολίγες φορές. Όταν τελικά έγινε, ο νεαρός Ανδρεάδης τραγούδησε ένα δικό του τραγούδι, που είχε μελοποιήσει ποίημα του Καβάφη. Ο Μαρκόπουλος το ενέκρινε, και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία τους στη μυθική μπουάτ «Λήδρα» αλλά και η είσοδος του Ανδρεάδη στην δισκογραφία.
Το πρώτο τραγούδι ήταν το «Πού πάτε λοιπόν», που δεν ακούστηκε ιδιαίτερα, αλλά και το «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε». Που όχι μόνο ακούστηκε, αλλά ακούγεται μέχρι σήμερα. Και δίκαια.
Και μετά ακολούθησε ο «Ταρζάν». Και έγινε πανικός.
Πρώτο όνομα
Το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» άνοιξε το δρόμο σε αυτό που ονομάστηκε «σατιρικό τραγούδι». Και ο νεαρός δημιουργός ήταν ο κύριος εκφραστής του. Και εδώ έχουμε τον βασικό νόμο που λέει πως όταν το κοινό σε μάθει σε κάτι, που έχει σαρωτική επιτυχία, δύσκολα σε αποδέχεται σε κάποιο άλλο.
«Το σατιρικό τραγούδι άρεσε, αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο, πιο πολύ για τον ιδιαίτερο τρόπο που τραγουδούσα εγώ. Νόμιζα τότε ότι έκανα κάτι σαν σόου, ενώ δεν έκανα σόου. Άνοιξε ο δρόμος έτσι, βρέθηκαν πάρα πολλοί που μιμήθηκαν, θα έλεγα, και ορισμένοι που αντέγραψαν το είδος, κι έτσι έγινε θεσμός» είχε πει σε συνέντευξή του ο Ανδρεάδης.

Αλλάζει δισκογραφική εταιρεία, συνεργάζεται με τον Γιάννη Λογοθέτη, κάνουν τρία άλμπουμ με τεράστια επιτυχία, και από τις μπουάτ βρίσκεται στα μεγάλα μπουζούκια.
Ο ίδιος αισθάνεται να βαλτώνει, θέλει να πει τις μπαλάντες του. Όμως άλλαι αι βουλαί του δημιουργού και άλλαι του διευθυντή της δισκογραφικής. Όταν έληξε το συμβόλαιό του με τη δισκογραφική εταιρεία και ενώ τους είχε πει ότι δεν ήθελε να συνεχίσει την παραγωγή σατιρικών τραγουδιών, δεν του ανανέωσαν το συμβόλαιο. «Δεν ρίσκαραν για ένα άλλο –πιο εσωτερικό– προφίλ μου, δεν με ήθελαν έτσι. Με ήθελαν μόνο “σατιρικό” μπορεί και σάτυρο, ξέρω ‘γω, χαχα… μέχρι να μου βγεί η ψυχή», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Η σιωπή και η βοήθεια της οικογένειας
«Κι έτσι βρέθηκα σχετικά ξεκρέμαστος, καθότι ήμουν αποφασισμένος να υπάρξω στον καλλιτεχνικό χώρο, με ένα διαφορετικό ήχο, και οι εταιρείες και οι παραγωγοί τους δεν με ήθελαν έτσι, όπως είπα, αλλά με αυτό που με ήξερε το κοινό και που ήταν εμπορικό» είχε δηλώσει.
Παρ’ όλα αυτά, για μια δεκαετία κυκλοφορεί δύο δίσκους που κάνει ο ίδιος την παραγωγή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει την καλλιτεχνική επιτυχία, αλλά η εμπορική ήταν ανύπαρκτη αφού τα δίκτυα διανομής και διαφήμισης ήταν στα χέρια των εταιρειών. Μάλιστα κάποια στιγμή φτάνει στο παρά πέντε να συνεργαστεί με εταιρεία. Μόνο που όπως είπε ο ίδιος: «Λίγες μέρες πριν μπούμε στο στούντιο με πήρε τηλέφωνο ο παραγωγός και μου είπε αυτολεξεί “Θέμη, δεν μπορούμε να κάνουμε τον δίσκο γιατί είσαι φίλος μου και σ’ αγαπάω, θα σου πω πως είσαι μπλακ λιστ απο τις εταιρείες».

«Το πάλεψα για έξι χρόνια ακόμα αρνούμενος να τραγουδήσω τον παλιό εαυτό μου, αλλά ακόμα και σήμερα δεν κατάλαβα γιατί αρνιόμουν», είχε πει.
Για 20 χρόνια, από το 1992 μέχρι το 2012 είχε σταματήσει εντελώς από οτιδήποτε είχε σχέση με το τραγούδι.
Με τα λεφτά που του απέμειναν αγόρασε ένα μικρό μαγαζί και δημιούργησε μια γκαλερί. Η σύζυγός του, η Άννα, είναι γλύπτρια και εκείνη την εποχή άρχισε να φτιάχνει δικά της γλυπτά. Η καινούργια απασχόληση είχε μεγάλη επιτυχία και ορθοπόδησαν οικονομικά.
Και το 2012 αποφασίζει να βγει ξανά στο τραγούδι. Ο ίδιος πίστευε ότι τον είχαν ξεχάσει και δεν είχε λόγο να το κάνει. Όμως ο γιος του Δημήτρης και η σύζυγός του τον παρακίνησαν να βγει μπροστά. Και εδώ όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
«Είμαι ένας λυπημένος κλόουν!»
Ο ίδιος περιγράφει σε συνέντευξή του τι συνέβη όταν αποφάσισε να κυκλοφορήσει το δίσκο της επιστροφής του, με τίτλο Το σώμα ξέρει: «Όταν έφτασα στο τελικό στάδιο της κυκλοφορίας του δίσκου και ενώ ετοιμαζόμασταν να πάμε στο σπίτι μας στην Ύδρα, με έπιασε ένας φοβερός κολικός του νεφρού, πήγαμε στο νοσοκομείο και διαγνώστηκα με καρκίνο – χειρουργήθηκα και γλίτωσα. Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια και είμαι καλά. Όμως, ενός κακού μύρια έπονται• ξεκίνησα να τραγουδάω ξανά, έπαθα ένα ατύχημα, χτύπησα στο κεφάλι, έκανα αιμάτωμα και χειρουργήθηκα. Πέρασα κι άλλες περιπέτειες με την υγεία μου στη συνέχεια, κι όλα αυτά λειτούργησαν αρνητικά, μέχρι που ήρθε η κατάθλιψη, η οποία ήταν η χειρότερη όλων. Ακόμα με ταλαιπωρεί, έχω μια δυσκολία στο να μιλάω. Πέρασα οκτώ χρόνια σε κατάθλιψη μέχρι που ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκα, είδα τον ουρανό και είπα “πάω να τραγουδήσω”».
Στην επιστροφή του, βρέθηκαν και άνθρωποι από την νέα γενιά μουσικών, που τότε που μεγαλουργούσε ίσα που περπατούσαν, όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς ή η Μάρθα Φριτζήλα. Και το παλιό έγινε καινούργιο και η δημιουργία του μπήκε σε άλλα κανάλια και χώρους.
Συμφιλιώθηκε με το παρελθόν του, κάνει επιλεγμένες εμφανίσεις σε μικρούς χώρους που οι θαμώνες ακούνε και κοιτάνε τον δημιουργό και όχι το κινητό τους.
Κάνοντας την αυτοκριτική του, θα πει: «Είμαι ένας λυπημένος κλόουν! Αυτό πολύ πριν το συνειδητοποιήσω εγώ, το “είδε” ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Μου έδωσε δισκογραφικά, αλλά και ζωντανά στη “Λήδρα” να τραγουδώ –με τον θεατρικό μου τρόπο– εκ διαμέτρου αντίληψης και φόρμας τραγούδια. Να σκεφτείς στο μικρό 45άρι δισκάκι μας, στη μία όψη είχε το χιουμοριστικό “Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν” κι από την άλλη όψη, το θεϊκό “Οχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε”. Είχε δει ο μέγιστος ότι είμαι αυτός ο μελαγχολικός κλόουν».
Και για το μέλλον δηλώνει μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Τρέχω με χίλια –όπως βλέπεις– για να προλάβω να τα κάνω, πριν με προλάβει ο Ύψιστος».

Σπύρος Δευτεραίος
















