Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ποίημα Ρωμανού ταπεινού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ια’. Δίνοντας, βέβαια, ο Κριτής ως δίκαιος που είναι, τα δίκαια στον καθένα τους, αυτά που του αξίζαν,
στέλνει αγγέλους αυστηρούς ‒κείνους που εξολοθρεύουν‒
για να συλλάβουνε γοργά, χωρίς να δείξουν οίκτο,
αυτόν που δεν το θέλησε να συμπονέσει τον φτωχό και να τον δει ως συνάνθρωπο, ως αδερφό πάνω στη γη που δίπλα του υποφέρει.
Κι έτσι, του εμφανίστηκαν οι διαταγμένοι άγγελοι, όλοι μαζί μπροστά του
‒ απόσπασμα προφυλακής μέσα στην άγρια νύχτα. Όταν τους είδε πάγωσε, κι απόμεινε να τους κοιτά σαν αποσβολωμένος.
Άγγελος εξολοθρευτής ζήτησε την ψυχή του, και το κορμί του τόξευσε· το βέλος τον διαπέρασε
και την ψυχή παράδωσε με αγωνιώδεις βρυχηθμούς, του θανατά τους ρόγχους.
Άλλωστε μας το γράφει ξεκάθαρα ο Ψαλμωδός: «Του Δυνατού τα βέλη
»σαν πυρωμένα κάρβουνα έρχονται κι αφανίζουν κείνους που δεν φωνάζουνε το
»“Κύριε ελέησον”».
ιβ’. Γιατί είν’ αλήθεια πως μ’ αυτά, τα βέλη του Κυρίου, έρχεται η οργή Του και πέφτει πάνω
στους κακούς, στους γιους της αδικίας. Έτσι, του ήρθε κι αυτουνού
ο πόνος και τον βρήκε, όπως οι ωδίνες έρχονται σ’ αυτήν που θα γεννήσει.
Κι έτσι ‒θέλει δεν θέλει‒ αφήνει πια όλα του τα υπάρχοντα να τα χαρούνε άλλοι.
Κι οι φίλοι και οι συγγενείς τον βλέπανε να κείτεται νεκρός εκεί μπροστά τους
και συζητούσανε γι’ αυτόν και τον κατηγορούσανε που ήταν τόσο άπληστος σαν ζούσε ο μακαρίτης· και τέτοια λόγια λέγανε ο ένας με τον άλλον:
«Αυτός δεν είναι που έλεγε Θεό πως δεν φοβάται
»και δεν ελέησε ποτέ άνθρωπο στη ζωή του;»
Στα γρήγορα τον θάψανε στη γη για να τελειώνουν κι ύστερα μοιραστήκανε την περιουσία που άφησε,
της αδικίας τους καρπούς, όλους τους θησαυρούς του, αφού όταν ήταν ζωντανός δεν φώναξε ούτε μια φορά το:
«Κύριε ελέησον».
ιγ’. Για ένα σωρό αμαρτήματα ο πλούσιος κρινόταν
κι εύλογα συλλογίστηκε: «Είχα αμαρτήματα πολλά·
»άραγε πιο να ήτανε απ’ αυτά το μεγαλύτερο που έγινε η αιτία
»να ’μαι στις φλόγες μέσα και έτσι ανελέητα τώρα να τσουρουφλίζομαι απάνω στο τηγάνι;».
Τ’ άκουσε αυτά ο Κύριος που όλα τα γνωρίζει
κι ευθύς στον φταίχτη έδειξε ποια ήταν η αιτία που έτσι καταδικάστηκε.
Κι όπως αυτός βρισκότανε στα τάρταρα του Άδη, σήκωσε το κεφάλι του και τι να δει εκεί πάνω;
Τον Λάζαρο είδε που ήτανε μες στην αγκάλη του Αβραάμ.
Κι όπως τον αναγνώρισε, εκείνον που ήταν πριν φτωχός, τα έχασε τελείως και τον παρατηρούσε
εκείνον που μες στη ζωή δεν είχε μάτια να τον δει και τον περιφρονούσε· τότε στον κόσμο ήτανε και την καλοπερνούσε και δεν του ερχόταν στο μυαλό να πει και να φωνάξει το
«Κύριε ελέησον».
ιδ’. Με έκπληξη και θαυμασμό τον έβλεπε ο άρπαγας κι έτσι μονολογούσε στον εαυτό του λέγοντας:
«Αυτός είναι, ο ίδιος; Αυτός που ήταν κατάκοιτος εκεί δίπλα στην πόρτα μου,
»που ούτε απ’ του τραπεζιού μου τα ψίχουλα που πέφτανε ποτέ δεν καταδέχτηκα κάτι, έστω, να του δώσω;
»Μα πώς φεγγοβολάει εδώ και πόση δόξα έχει; Στη γη έτσι δεν ήτανε, δεν είδα τέτοιο πράγμα.
»Και τώρα τι μπορώ να πω, πώς να τον προσεγγίσω; Να του φωνάξω! Όμως τι; Μήπως να του ζητήσω
»λιγάκι, μία σταλιά, νερό; Τη γλώσσα μου που στέγνωσε μήπως και τη δροσίσω.
»Αλλά, νομίζω, ντρέπομαι να του ζητήσω του φτωχού τώρα ένα τέτοιο πράγμα.
»Αυτόν παλιά τον έβλεπα που δεν είχε ούτε ψίχουλο!
»Ας το ζητήσω απ’ τον Αβραάμ, φωνάζοντας: “Πατέρα, τον γιο σου τώρα ελέησε
»”και στείλε μου, αν θέλεις, στα γρήγορα τον Λάζαρο· ξέρεις, αυτόν που φώναζε παλιά συνέχεια
»”‘Κύριε ελέησον’”.
ιε’. »Άδικα πριν είχα φερθεί και ήμουν πράγματι εχθρικός απέναντι στο Λάζαρο, ωσάν φτωχός που ήταν.
»Γεμάτος αμαρτίες μες στη ζωή προχώρησα κάνοντας αδικίες
»καμαρωτός καμαρωτός για τα πολλά μου πλούτη.
»Ήμουνα αλαζόνας και έτσι παραστράτησα απ’ της αλήθειας την οδό.
»Το φως δεν έλαμψε σ’ εμέ, ώστε να με φωτίσει, γιατί ποτέ δεν φρόντισα να μάθω
»εγώ ποιοι δρόμοι στην αγιότητα οδηγούν· τον βίο μου τον ξόδεψα άσκοπα ολωσδιόλου.
»Πόσο εύκολα διαλύθηκαν τα πλούτη μου, αλήθεια; Σαν της αράχνης τους ιστούς να πω ή μήπως σαν τους ίσκιους;
»Ή μήπως σαν τα χόρτα που πάνε και φυτρώνουνε πάνω στη στέγη του σπιτιού και ώσπου κίμινο να πεις ξεραίνονται και χάνονται και δεν τα ξαναβλέπεις.
»Βούλιαξε, πάει ο πλούτος μου, σαν να ’τανε καράβι που ξαφνικά ναυάγησε και πήγε κάτω στον βυθό· πλοία περνάνε απ’ εκεί και ίχνος του δεν βλέπουν.
»Μα τώρα πια είναι αργά· δεν ωφελεί σε τίποτα εδώ που είμαι πλέον το να κραυγάζω και να λέω το
»Κύριε ελέησον».
















