Δύο μαρμάρινα αγάλματα ελληνιστικών χρόνων, που ήρθαν στο φως πριν από μία δεκαετία στην Αγορά της Πέλλας, στέκονται πλέον στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου, μεταφέροντας στο παρόν εικόνες λατρευτικών πρακτικών και καλλιτεχνικής δημιουργίας της ελληνιστικής εποχής. Τα γλυπτά, αποκατεστημένα μετά από πολυετή εργασία συντήρησης, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο κοινό, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη.
Το ένα απεικονίζει όρθια ανδρική μορφή, πιθανότατα Σειληνό, από τον κόσμο του Διονύσου, ενώ το δεύτερο είναι επίσης λατρευτικού χαρακτήρα και αποδίδεται ως ανάθημα σε θεότητα.
Τα γλυπτά εντοπίστηκαν το 2015, κατά την πανεπιστημιακή ανασκαφή στη βόρεια στοά της Αγοράς της Πέλλας, και εκτίθενται πλέον στο μουσείο, εμπλουτίζοντας τη συλλογή του με ευρήματα εξαιρετικής σημασίας από την ελληνιστική περίοδο.
Για τα αγάλματα ενημέρωσε την υπουργό Πολιτισμού η αρχαιολόγος και καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, συνεχίζοντας ένα πολυετές ανασκαφικό έργο στην Αγορά της Πέλλας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σύζυγό της, τον καθηγητή Ιωάννη Μ. Ακαμάτη, διευθυντή της πανεπιστημιακής ανασκαφής, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Μάρτιο. Όπως εξήγησε, το άγαλμα του Σειληνού βρέθηκε στη βόρεια πτέρυγα της Αγοράς, σε χώρο διοικητικού αλλά και λατρευτικού χαρακτήρα, με κρηναία κατασκευή και υδραυλικές παροχές.
«Στην είσοδο του οικοδομήματος λειτουργούσε ως παραστάδα, με σηκωμένα τα χέρια, κρατώντας το υπέρθυρο της στέγης. Είναι σπάνιο, ιδιαίτερα σημαντικό και διατηρεί ίχνη χρωμάτων», σημείωσε η Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, προσθέτοντας ότι και το δεύτερο γλυπτό, επίσης λατρευτικό, βρέθηκε στο ίδιο κτήριο και σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση.
«Μοναδικά» χαρακτήρισε τα δύο αγάλματα η Λίνα Μενδώνη, υπογραμμίζοντας ότι «μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν πόλο έλξης επισκεπτών», ενώ στάθηκε κυρίως στη συμβολή των αρχαιολόγων στο συνολικό πολιτιστικό απόθεμα της χώρας. «Όλον αυτόν τον ανεκτίμητο πλούτο τον οφείλουμε στους αρχαιολόγους. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμβολή του Γιάννη Ακαμάτη και της Μαρίας Ακαμάτη ήταν και παραμένει εξαιρετικά σημαντική», ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού, σημειώνοντας ότι η αρχαιολογική έρευνα, όταν γίνεται με αφοσίωση και πίστη στην επιστήμη, αποτελεί κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό έργο.
















