Η Ναζλού Κυριακοπούλου γεννήθηκε στον οικισμό Τσαούλ, κτισμένο σε πλαγιά, στην κοιλάδα του Ντιβάν Ντερέ, 10,5 χλμ νότια της Κερασούντας. Εκκλησιαστικά άνηκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Χαλδίας και Χερροιάνων. Ο οικισμός αριθμούσε περί τους 325 Έλληνες κατοίκους, που μιλούσαν ποντιακά. Η οικονομία βασιζόταν στη γεωργία, κυρίως στην παραγωγή φουντουκιών και καλαμποκιού.
Μετά την Aνταλλαγή, οι κάτοικοι του οικισμού εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Αγρινίου και της Δράμας.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Γεννήθηκα στο Τσαούλ στα 1882. Ο πατέρας μου «απεκέσ’» ήταν. Η μάνα μου ήταν από το Τιβάν και παντρεύτηκε από το Τσαούλ. Δεν πήγα καθόλου στο σχολείο. Στην Τουρκία ξέρεις τι ήταν; Οι κυρούδες επλήρωναν και μάθαιναν τα παιδιά τους γράμματα. «Και το μεσημέρι πά έναν ξύλον και πρωί πά έναν ξύλον». Οι κυρούδες δεν είχαν πολλά να πληρώνουν: «Μαθίζανε» μόνο τα αγόρια, φτωχοί ήσαν. Πού να τα βρουν; Μένανε τα κορίτσια στο σπίτι και από μικρά άρχιζαν τη δουλειά. Εννέα-δέκα χρονώ μάζευα τα φουντούκια κι έκανα αγροτική ζωή. Τον χειμώνα έγνεθα μαλλιά και έπλεκα τσουράπια, αλλά επήγαινα και στις μοδιστράδες. Εγώ εμάθαινα καλά, αμά η μάνα μου με έβγαλε και με έριξε στα γεωργικά.
Δεκάξι-δεκαεφτά χρονώ ήμουνα και οι δικοί μου με πάντρεψαν με τον Παύλο Κυριακόπουλο από το Γενίκιοϊ του Τσαράχ. Ήτανε «δεμιρτζής». Έκανε κασμάδες, μπαλτάδες, πέταλα, και τι δεν έκανε! Μου τον πήραν οι Τούρκοι εξορία στο Σίβας, στα 1916. Ξαναγύρισε, ξανά τον πήραν. Κι αυτή τη φορά δεν ξαναγύρισε. Κατέβαινε μαζί με άλλους, αρρώστησε, τον έβαλαν στο νοσοκομείο και τον πέθαναν πριν την ώρα του. Εγώ δεν πήγα εξορία. Όταν επήραν τους άλλους χωριανούς, εγώ είχα κατέβει στην Κερασούντα. Πήραν τους άλλους. Από την Κερασούντα πήραν τους αντρούδες μας και εμάς τις γυναίκες μάς άφησαν.
Είχα δέκα παιδιά. Ξενοδούλευα για να τα ζήσω και κατάφερα από τόσα να μου μείνουν δύο. Πείνα κι εκεί, πείνα χειρότερη από ‘κείνην που είχαμε στην Κατοχή.
Τα έντερα και τα κεφάλια των ψαριών έπαιρνα από ένα τούρκικο εστιατόριο και τα έδινα στα άρρωστα παιδιά μου να φάνε.
Πούλησα και όλα τα πράματά μου για το τίποτε, για να μπορέσω να τα σώσω μα δεν τα κατάφερα. Έχασα τα οχτώ. Οι γονείς μου πήγαν εξορία και πέθαναν και οι δύο. Εκείνοι ήσαν στο χωριό και από ‘κει τους πήραν όλους.
Όσο ήμουνα στην Κερασούντα, πήγαινα στο χωρίο, κοίταζα τα κτήματα και πάλι κατέβαινα. Έτσι τα κουτσοκοαταφέρναμε ως το ’22. Ήμαστε στο Τσαούλ και μάθαμε πως σήκωσαν την Κερασούντα. Ετοιμαστήκαμε και κατεβήκαμε. Οι Τούρκοι μάς πειράζανε. «Θα πάτε στην Ελλάδα σας. Θα καθίσετε στο γεφύρι και θα λέτε σ’ όποιον περνά: Θεία, δώσε μου λίγο ψωμί να φάω».
Αν δεν ήταν ο Μουσταφάς εφέντης, θα μας εσκότωναν κι εμάς. Εκείνος είχε κτήματα στη Χούμουλη. Πηγαίναμε και τον βοηθούσαμε και γι’ αυτό απαγόρεψε στους Τσέτες να μας πειράζουνε. Όταν φεύγαμε ήρθε ως το βαπόρι και μας κατεβόδιασε. […]
Μόνοι μας, χωρίς να μας βοηθήσει κανείς, πήραμε από την Κερασούντα το καράβι και βγήκαμε στην Πόλη. Στην Πόλη είδαμε δυο επιτροπές, πρόσωπα άγνωστα σε μας. Τούρκοι ήσαν της πρώτης επιτροπής, μας πήραν, μας εγκατέστησαν σε μια εκκλησία και ήρθαν μετά οι Έλληνες της άλλης επιτροπής και μας παρέλαβαν.
Μετά από έντεκα μέρες μάς φόρτωσαν στο καράβι για την Ελλάδα. Μας έβγαλαν στην Πάτρα. Χειμώνας καιρός, Χριστουγεννιάτικα, ξημερώματα του ’22. Τι σπουδαίοι άνθρωποι και ‘κείνοι. Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Πεινασμένοι, κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι από τον δρόμο, ακούσαμε να μας καλωσορίζουν: «Τι θέλετε στον τόπο μας, Τουρκόσποροι! Να πάτε στον Βενιζέλο σας!». Μας έβαλαν και κοιμηθήκαμε σε ανοιχτά υπόστεγα. Άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Έβλεπαν τα μωρά μας πάνω στο τσιμέντο και δεν έλεγαν «πάρε ένα τσουβάλι, να βάλεις πάνω το μωρό σου».
Από ΄κει μας έκαμαν διανομή στα χωριά. Μας έβαλαν στα καρβουνωμένα τα βαγόνια και μας πήγαν στα χωριά. Δεν επερίμεναν ούτε τα πράγματά μας να μας δώσουν. Εμείς και άλλοι σαν εμάς που δεν είχαμε άνδρες να τρέξουν, τα χάσαμε. Τα πήγαν στην Κέρκυρα και από ‘κει ποιος τα είδε! Μας πήγαν στο σταθμό Λεχαινά κι από ‘κει στο Σιλιμάναγα ή Μερσίνη. Εκεί καθίσαμε οκτώ μήνες. Δουλεύαμε και ζούσαμε. Ένα μεροκάματο στα χωράφια, ένα ψωμί, λίγα φασόλια ή τίποτε άλλο.
Εδώ πάλι ήρθε μια επιτροπή. Πού τους ξέραμε: Μας έγραψαν να πάμε στη Μακεδονία. Μας έφεραν πάλι στον Πειραιά. Το έμαθε κι ήρθε ένας ανιψιός μου. Ενέργησε και μας κράτησε στην Αθήνα. Οι άλλοι χωριανοί μας μοιράστηκαν. Άλλοι πήγαν στο Αγρίνιο. Άλλοι στη Βροντού της Δράμας, τέσσερις πέντε οικογένειες εδώ και άλλες τέσσερις οικογένειες στην Πλατειά ή Ακρίτα.
















