Ο Δημήτριος Μακρίδης και ο Παύλος Παπαδόπουλος ζούσαν στον οικισμό Γααλάν (Καγιαλάν του Κιρίκ, kaya: βράχος, alan: πλάτωμα, ανοικτός χώρος), ο οποίος βρισκόταν 4 χλμ ανατολικά της Κερασούντας και 41 χλμ βόρεια του Σεdίν Καραχισάρ. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Κολωνείας. Ο ελληνικός πληθυσμός του ανερχόταν στους 450 κατοίκους, που προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν δύο εκκλησίες, η μεγαλύτερη αφιερωμένη στην Παναγία και μια μικρότερη, αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία, καθώς και πεντατάξιο δημοτικό σχολείο.
Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η παραγωγή ωστόσο δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού και πολλοί κάτοικοι έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς για τη γειτονική Ρωσία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1912 είχαμε τους Βαλκανικούς Πολέμους. Νίκησαν οι Έλληνες. Εμείς το χαρήκαμε εκεί· κρυφά όμως, ο ένας με τον άλλον. Δεν μπορούσαμε να εκδηλωθούμε, οι Τούρκοι μάς έβλεπαν με μισό μάτι. Μας μισούσαν. Μας είχαν κι εμάς μαζί τους στον πόλεμο τότε, μαζί τους πολεμούσαμε την Ελλάδα. Εχθροί της Ελλάδας φαινομενικά, την βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Δεν πολεμούσαμε με όρεξη.
Γι’ αυτό μετά το ’12 μας αφόπλισαν. Φοβήθηκαν μήπως τα γυρίσομε επάνω τους.
Στα 1914, στον Παγκόσμιο πόλεμο, μας έστελναν στα αμελέ ταμπουρού. Η ζωή μας στα τάγματα ήταν μαύρη. Λιγοστό ψωμί, δουλειά πολλή και σκληρή. Λίγοι γλίτωσαν απ’ αυτούς που πήγαν. Πέθαναν τότε ο Γεώργιος Χριστοφορίδης, ο Νικόλαος Αναστασιάδης, ο Γεώργιος Σαββίδης και άλλοι. Ήσαν πολλοί, αλλά δεν τους θυμούμαι.
Στα 1917 έπεσε μεγάλη πείνα. Ο Ερυθρός Σταυρός έφερε και μας μοίρασε δέματα. Πίσω τους περνούσαν οι Τούρκοι και τα μάζευαν. Μας τα έπαιρναν. Είχαμε την πείνα γιατί από τα 1914, την αρχή του Ευρωπαϊκού πολέμου, οι Τούρκοι μάζεψαν τα καλαμπόκια. Τότε, στα 1914-15, οι κάτοικοι της Κερασούντας μάς τα έφερναν ως την Κουλάκκαγια. Από ‘κεί μετά τα έπαιρναν τα χωριά της Κουλάκκαγιας και το Γααλάν μαζί και τα πήγαιναν στη Νικόπολη. Τα κουβαλούσαμε στην πλάτη μας.
Στα 1919 ήρθε ο Τοπάλ Οσμάν από την Κερασούντα πάνω στα χωριά μας. Πήγε στο Ανεάτ και σκότωσε τρία άτομα: Αναστάσιο Κατιρτζιλίδη, Αδάμ Κριτσιλίδη, Αμανάτιο Κριτσιλίδη. Τους κατηγόρησαν για «Ελεύθερο Πόντο» και τους σκότωσαν. Σκότωσαν και από το Γιατμούζ τον Σάββα Μακρίδη. Γύρισε ο Τοπάλ Οσμάν και απ’ όλα τα χωριά μας μάζεψε και πήρε όλα τα έπιπλα, όλο τον ρουχισμό μας.
Στα 1916 έκαμαν εξορία τα χωριά της Κερασούντας και την Τρίπολη με τα χωριά της. Απ’ όσους πήγαν εξορία, ζήτημα αν γύρισαν οι μισοί. Όλοι οι άλλοι πέθαναν από κακουχίες και αρρώστιες.
Στα 1920 πήγαν εξορία και από το Γααλάν κάμποσες οικογένειες. Δεν πήγε όλο το χωριό. Πήγαν: Ιωάννης Μακρίδης, Παπαχρήστος Τελλίδης, Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Χατζησάββας. Αυτόν το σκότωσαν. Μαζί μ’ αυτούς που ήσαν από το Γαγιαλάν έστειλαν και τον Χατζίκα από το Σουλού. Όλοι οι άλλοι από το ’19 ως το ’22 ζούσαμε στα βουνά και στα δάση.
Πρώτα πρώτα η Κερασούντα έμαθε πως θα γίνει ανταλλαγή. Από ‘κει ήρθε και σε μας η είδηση. Δεν το πιστεύαμε. Νομίζαμε πως ήταν κόλπο για να μας ρίξουν στη θάλασσα. Μας έδωσαν διαταγή να ετοιμαστούμε. Πουλήσαμε τα ζώα μας. Τζάμπα τα έφαγαν, όπως και όλη την περιουσία μας. Υποπτευόμασταν και ήμασταν βουβοί από τον φόβο μας. Χαρήκαμε όταν βεβαιωθήκαμε πως ήμασταν πράγματι για την Ελλάδα.
Δεκέμβριο του ’22 φύγαμε· οχτώ μέρες πριν από τα Χριστούγεννα φτάσαμε στην Ελλάδα.
Ως την Κερασούντα κατέβηκε όλο το χωριό μαζί. Από ‘κεί όμως φεύγαμε καθένας όπως μπορούσε. Ήμασταν εκατόν πενήντα οικογένειες, ήρθαμε οι εκατό· οι άλλοι χάθηκαν. Είκοσι οικογένειες βγήκαμε μαζί στο Μεσολόγγι. Μείναμε και οι είκοσι εκεί ως τα ’29. Μετά ήρθαμε στην Κατερίνη. […]
Το χωριό μας σήμερα στον Πόντο. Στο Γααλάν κάθονται σήμερα Τούρκοι από τα γύρω χωριά. Στο δικό μου το σπίτι κάθεται ο Τούρκος Τρικμένογλου Χατζημεμέτ από το τούρκικο χωριό Χαπάν. Μερικά από τα σπίτια μας καταστράφηκαν, κυρίως τα ακατοίκητα. Άλλα σώζονται. Την εκκλησία τη χάλασαν. Το σχολείο διατηρείται. Σχολείο τους το έχουν και οι Τούρκοι που κατοίκησαν στο χωριό. Οι μύλοι μας σώζονται. Δουλεύουν σήμερα για τους Τούρκους. Οι γέφυρες που είχαμε τότε στο ποτάμι σώζονται. Δεν τα μάθαμε από αλληλογραφία. Πήγαν επί τόπου δικοί μας και τα είδαν. Οι Τούρκοι τους δέχτηκαν καλά. Τους φιλοξένησαν…
















