«Το ’γραψα στο κουτί τα τσιγάρα αγαναχτισμένος…». Δεν είναι λογοτεχνικό εύρημα. Είναι κραυγή. Ένα σημείωμα του Φώτη Κόντογλου πάνω σε άδειο πακέτο τσιγάρων, γραμμένο στις 12 Αυγούστου 1941, για να μείνει η αδικία χαραγμένη σε κάτι που δεν το παίρνει εύκολα ο αέρας.
Ο Κόντογλου δεν έψαχνε θεατρικότητα. Έψαχνε δικαιοσύνη.
Εξήντα χρόνια μετά το θάνατό του (13 Ιουλίου 1965), η μνήμη του δεν ζητά μόνο τιμές και αφιερώματα. Ζητά να ακουστεί ξανά εκείνο που πονά: πώς ένας από τους πιο καθοριστικούς Έλληνες δημιουργούς του 20ού αιώνα βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν κρατικό μηχανισμό που ήξερε να παραγγέλνει έργα, να τα απολαμβάνει… και να ξεχνά να πληρώνει. Και πώς, ακόμη και στο τέλος, το ίδιο κράτος στάθηκε μπροστά στο σώμα του σαν ψυχρός λογιστής.

Ο Κόντογλου ήταν από εκείνους που δεν χωρούσαν εύκολα σε κουτάκια. Είχε μέσα του και το πέλαγος και τη μονή, και το γέλιο και την απότομη αλήθεια. Γεννημένος στις Κυδωνιές (Αϊβαλί), παιδί μιας οικογένειας που μύριζε Αιγαίο, μεγάλωσε με την αίσθηση ότι η ζωή είναι κάτι μεγάλο, άγριο, χωρίς διακοσμητικές κορδέλες.
Έχασε τον πατέρα του στη θάλασσα, κράτησε το επώνυμο της μάνας του, ένιωσε από νωρίς ότι δεν του ταιριάζει το «ξένο απάνω του». Και ύστερα ήρθε η προσφυγιά, η Ελλάδα ως καταφύγιο και πληγή μαζί.
Πριν τον γνωρίσουμε ως τον αγιογράφο που άλλαξε το βλέμμα μας, τον γνώρισε η γενιά του ως λογοτέχνη. Ο Πέδρο Καζάς του άνοιξε δρόμους. Ο Καζαντζάκης είχε δει σ’ αυτόν «μια μεγάλη πνοή ανοιχτής θάλασσας» σε μια μικρόπνοη, κλεισμένη λογοτεχνία. Ο Ελύτης αργότερα θα ομολογήσει πόσο τον σημάδεψε. Ήταν ένας άνθρωπος που έφερνε μαζί του μια άλλη αίσθηση Ελλάδας: όχι καρτ ποστάλ, αλλά ρίζα, αλάτι, μνήμη, αγωνία.

Και όμως, αυτός ο άνθρωπος –που έσπειρε σε τόσους άλλους την ιδέα της επιστροφής στην παράδοση ως ελευθερία, όχι ως καθυστέρηση–, γνώρισε από νωρίς το πιο ταπεινωτικό πρόσωπο της «επίσημης πολιτείας»: το πρόσωπο του οφειλέτη που παριστάνει τον ανήξερο.
Το 1937 ο δήμαρχος Κοτζιάς του προτείνει να διακοσμήσει το εσωτερικό του Δημαρχείου της Αθήνας, στην οδό Αθηνάς. Ο Κόντογλου δεν είναι «χάρη». Είναι επαγγελματίας, οικογενειάρχης, άνθρωπος που ζει από τη δουλειά του. Ζητά –λογικά– τα έξοδα των υλικών και τις αμοιβές των συνεργατών του προκαταβολικά. «Τα υπόλοιπα όταν τελειώσει το έργο», συμφωνούν.
Και ρίχνεται στη δουλειά με πάθος. Δεν κάνει «διακοσμησούλες». Θέλει να ιστορήσει, όπως λέει, «το ενιαίο της φυλής». Στήνει μια πομπή μορφών, από τον Θησέα ως τον Κολοκοτρώνη. Εξήντα πέντε μορφές, μια Ελλάδα σε τοίχους: μύθος, ιστορία, πρόσωπα-σύμβολα. Έργο που απαιτεί χρόνο, κόπο, πειθαρχία και νεύρο.


Όταν ολοκληρώνεται, η Ελλάδα έχει ήδη μπει σε εποχές σκοτεινές. Ο πόλεμος πλησιάζει, οι άνθρωποι μετράνε τρόφιμα, όχι «ονείρατα». Ο Κόντογλου δεν σκέφτεται πια να φτιάξει ατελιέ – πολυτέλεια. Θέλει να εξασφαλίσει το ψωμί του σπιτιού του. Και τότε έρχεται το χτύπημα: ο δήμος δεν πληρώνει. Ούτε «δεκάρα τσακιστή».
Χρόνια δουλειάς, ιδρώτας, σχέδια που σκίστηκαν και ξαναγράφτηκαν, τοίχοι που γέμισαν Ελλάδα, και όμως ο δημιουργός τους μένει με άδεια χέρια.
Δεν είναι απλώς οικονομική απώλεια. Είναι ηθική συντριβή. Είναι σαν να σου λέει το κράτος: «Η τέχνη σου μας κάνει, εσύ δεν μας κάνεις».
Τα ήδη πιεσμένα οικονομικά του βουλιάζουν. Και τότε συμβαίνει κάτι που μοιάζει σχεδόν αδιανόητο: αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για να επιβιώσει – «για ένα σακί αλεύρι». Και η οικογένεια καταλήγει να μένει σε γκαράζ. Από το Δημαρχείο της πρωτεύουσας… στο γκαράζ. Αυτή είναι μια εικόνα που θα έπρεπε να μας ντροπιάζει συλλογικά.

Και επειδή οι πληγές θέλουν μάρτυρα, εκείνος γράφει πάνω σε πακέτα τσιγάρων. Σαν να μην του έφτανε η ζωγραφική, έπρεπε να σώσει και την αλήθεια με μικρές, σκληρές φράσεις. «Αν θες ν’ ανέβεις σε ουράνιες σφαίρες, γίνε καλλιτέχνης. Μα αν θες να πιεις φαρμάκια, γίνε καλλιτέχνης». Δεν είναι παράπονο ενός κακομαθημένου. Είναι το παράπονο ενός ανθρώπου που πλήρωσε ακριβά το δικαίωμα να δημιουργεί σε μια χώρα που αγαπά το αποτέλεσμα, αλλά συχνά περιφρονεί τον άνθρωπο πίσω από αυτό.
Το πιο πικρό; Μετά τον πόλεμο, το χρέος του Δήμου Αθηναίων δεν τακτοποιείται. Παραγράφεται. Δηλαδή, δεν είναι μόνο ότι δεν πληρώθηκε. Είναι ότι το σύστημα φρόντισε να «σβήσει» την υποχρέωση. Να κλείσει την υπόθεση διοικητικά, σαν να μην έγινε ποτέ. Και το έργο; Έμεινε. Οι τοίχοι μιλούν. Ο λογαριασμός όμως έμεινε απλήρωτος – στο σώμα του καλλιτέχνη και στην αξιοπρέπειά του.

Και όμως, ο Κόντογλου συνέχισε. Από την προσφυγική φτώχεια της Νέας Ιωνίας, από τις παρέες των πνευματικών ανθρώπων, από τις διαδρομές στο Άγιον Όρος, ξεδίπλωσε την πορεία που άλλαξε την ελληνική αισθητική. Ανακάλυψε –όχι θεωρητικά, αλλά με το δέρμα του– τη βυζαντινή τέχνη ως «θαυμαστή ανάμεσα στις τέχνες ολόκληρου κόσμου».
Έγραψε, ζωγράφισε, δίδαξε, ενέπνευσε. Έκανε μαθητές τον Τσαρούχη και τον Εγγονόπουλο, δημιούργησε σχολή, έφερε τη σκληρή ομορφιά της παράδοσης στο παρόν. Υπέγραψε «Διά χειρός Φωτίου Κόντογλου» και η υπογραφή του έγινε σχεδόν σφραγίδα μιας ολόκληρης εποχής.
Κάποια στιγμή, ήρθαν και οι τιμές. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1960), παράσημα, αναγνώριση. Αλλά οι τιμές, όταν έρχονται αργά, δεν θεραπεύουν πάντα το παλιό τραύμα. Και έπειτα, ήρθε το τέλος του – και εκεί ξαναφάνηκε το ίδιο κράτος, όχι πια ως μπαταχτσής, αλλά ως άκαμπτος γραφειοκράτης.

Το καλοκαίρι του 1965, μετά από ένα τροχαίο που είχε, μπαίνει για εγχείρηση. Η επέμβαση πάει καλά, όμως μια σοβαρή μετεγχειρητική μόλυνση τον παίρνει. Πεθαίνει στον «Ευαγγελισμό» στις 13 Ιουλίου. Και τότε, σαν να μην έφτανε ο πόνος, η ταπείνωση συνεχίζεται: η άδεια ταφής δεν επικυρώνεται επειδή υπάρχει οφειλή 10.000 δραχμών στην Εφορία.
Στα χαρτιά, ο Κόντογλου είναι καταχωρισμένος ως εισοδηματίας «μπογιατζής». Και έτσι, ο άνθρωπος που σήκωσε την Ελλάδα σε τοίχους, που έγραψε για την ψυχή της, που δίδαξε γενιές, βρίσκεται να «κολλάει» ακόμη και για να ταφεί, σαν να είναι ένας αριθμός σε καρτέλα.
Είναι από εκείνες τις ιστορίες που σε παγώνουν γιατί είναι μικρές και τεράστιες μαζί. Μικρές ως διαδικασία, τεράστιες ως σύμβολο. Το κράτος δεν ζήτησε συγγνώμη. Δεν έσκυψε το κεφάλι. Χρειάστηκε η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων να τακτοποιήσει διακριτικά την οφειλή για να γίνει ο ενταφιασμός. Δηλαδή, ξανά: δεν τον φρόντισε ο μηχανισμός που όφειλε. Τον φρόντισαν άνθρωποι.
Και κάπου εδώ η συγκίνηση βαθαίνει, γιατί ο Κόντογλου δεν ήταν «θύμα» με την απλή έννοια. Ήταν άνθρωπος αξιοπρέπειας. Δούλεψε για να ζήσει, όχι για να πλουτίσει. Και, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, από τα λίγα που έβγαζε βοηθούσε άλλους: ανύπαντρες μητέρες, ορφανά, ανθρώπους που δεν είχαν πού να σταθούν. Έγραφε σε σημειωματάριο σχεδόν απολογητικά: «Ντρέπομαι που το κάνω αυτό, αλλά πρέπει να ξέρετε πού πήγαιναν τα λεφτά…». Δεν ήθελε δόξα γι’ αυτό. Ήθελε να μη γίνει κουτσομπολιό η ελεημοσύνη.

Εξήντα χρόνια μετά, λοιπόν, ο Κόντογλου δεν μας ζητά να τον αγιοποιήσουμε. Μας ζητά –χωρίς να μιλά– να θυμηθούμε κάτι απλό: ο πολιτισμός δεν είναι μόνο μνημεία, βραβεία και επετείους. Είναι και το πώς φέρεσαι στους δημιουργούς σου όταν έχουν ανάγκη. Είναι το αν τιμάς την εργασία τους στην ώρα της. Είναι το αν τους σέβεσαι ως πολίτες, όχι μόνο ως «ονόματα» σε πινακίδες.
Και αν θέλουμε μια αληθινή επέτειο, όχι τυπική, ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε από εκείνο το πακέτο τσιγάρων. Από τη φράση που γράφτηκε «αγαναχτισμένος». Γιατί όσο και αν θαυμάζουμε τα έργα του, υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να θαφτεί κάτω από τις ωραίες λέξεις: ένας μεγάλος Έλληνας δημιουργός αδικήθηκε. Όχι από έναν άνθρωπο. Από έναν μηχανισμό. Και αυτό, όσο περνάει ο καιρός, δεν μικραίνει. Αντίθετα, μεγαλώνει σαν ντροπή.
Οι εγγονοί του δώρισαν το αρχείο του στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Το έργο του έμεινε. Η Ελλάδα τον κέρδισε. Αλλά εκείνη η παλιά οφειλή –η οικονομική, η ηθική, η ανθρώπινη–, μένει σαν κόμπος: να μας θυμίζει ότι καμιά χώρα δεν γίνεται πραγματικά μεγάλη όταν αφήνει τους μεγάλους της να ζητιανεύουν το αυτονόητο.
















