Η Ροζίτα Σώκου γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1923 στην Πλάκα της Αθήνας, σε μια οικογένεια που ήδη είχε ρίζες στη δημοσιογραφία και τις τέχνες. Ο πατέρας της, Γεώργιος Σώκος, ήταν δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και εκδότης, ενώ η μητέρα της, Τιτίκα Μιχαηλίδου, καταγόταν από τη Σμύρνη. Από παιδί η Ροζίτα συνόδευε τον παππού της, Φώτη Μιχαηλίδη, μανιώδη θεατρόφιλο και κινηματογραφόφιλο, στις θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις της Αθήνας.
Εκεί, ανάμεσα στις κουρτίνες και τις σκηνές, γεννήθηκε η αγάπη της για την τέχνη και η πρώτη επαφή της με τον κόσμο της κριτικής.
Η νεαρή Ροζίτα κρατούσε ήδη από το Γυμνάσιο ιδιόχειρες σημειώσεις και κριτικές για όσα παρακολουθούσε, δίνοντας σχήμα σε μια μελλοντική πορεία που θα την χαρακτήριζε ως μια από τις πιο ανυπότακτες και αυθεντικές φωνές του ελληνικού πολιτισμού. Το 1937, με το θάνατο του πατέρα της από μακρόχρονη ασθένεια, η Ροζίτα αναγκάστηκε να ωριμάσει νωρίς. Ξεκίνησε να εργάζεται ως μεταφράστρια και καθηγήτρια ξένων γλωσσών, ενώ από το 1946 άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική.

Οι πρώτες θεατρικές εμπειρίες
Η εκπαίδευσή της ήταν αυστηρή αλλά ποικιλόμορφη. Τελείωσε το Αρσάκειο Γυμνάσιο Θηλέων και τις τάξεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών με δάσκαλο τον Ροζέ Μιλλιέξ, ενώ απέκτησε και το Cambridge Diploma of English Studies από το Βρετανικό Συμβούλιο. Αν και δοκίμασε τη Σχολή Καλών Τεχνών, την εγκατέλειψε όταν γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη και ίδρυσαν μαζί έναν ερασιτεχνικό θεατρικό όμιλο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρακολουθούσε μαθήματα στη θεατρική σχολή του Βασίλη Ρώτα, ενώ καθηγητές της υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο γλύπτης Απάρτης και η θεατρολόγος Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Εκείνη η περίοδος της έδωσε τη δυνατότητα να συναντήσει και άλλους μελλοντικούς δημιουργούς, όπως τους αδελφούς Ξενάκη, τον Νίκο Γεωργιάδη και τον Μάνο Ζαχαρία.
Μετά την απελευθέρωση, η Σώκου πήγε στην Αγγλία και παρακολούθησε θερινό κύκλο μαθημάτων στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα στο κολλέγιο Lady Margaret Hall της Οξφόρδης, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις και το πνεύμα της με νέες καλλιτεχνικές επιρροές.
Τα πρώτα βήματα
Η Ροζίτα Σώκου υπήρξε μία από τις πρώτες Ελληνίδες γυναίκες δημοσιογράφους. Το 1946 άρχισε να εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό Χόλλυγουντ, και στη συνέχεια συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως Οι Καιροί (1948-1950), Ανεξαρτησία (1949) και Βραδυνή (1949-1955), ενώ παράλληλα έγραφε για την Athens News από το 1952 έως το 1980.
Το 1950, μαζί με την Ελένη Βλάχου, την Ειρήνη Καλκάνη, τον Μάριο Πλωρίτη και άλλους, συνέβαλε στην ίδρυση της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών (ΕΚΚΑ). Τρία χρόνια αργότερα, η Ελένη Βλάχου τής εμπιστεύτηκε τη στήλη κινηματογραφικής κριτικής στην εφ. Καθημερινή, στήλη που η Ροζίτα Σώκου διατήρησε για χρόνια, επιδεικνύοντας ανεξάρτητο πνεύμα και αμεσότητα στη γραφή της.

Η ζωή στην Ιταλία και η οικογένεια
Το 1957 παντρεύτηκε τον Ιταλό δημοσιογράφο Μάνλιο Μαραντέι και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Ιταλία. Εκεί γεννήθηκε η κόρη της Ιρένε το 1958, ενώ η ίδια διατήρησε τη συνεργασία της με ελληνικά περιοδικά. Στην Ιταλία γνώρισε τον γελοιογράφο ΚΥΡ, τον οποίο σύστησε στην Ελένη Βλάχου. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε να εργάζεται στον χώρο της δημοσιογραφίας και της κριτικής.
Μετά το πραξικόπημα του 1967, η Ροζίτα Σώκου ξεχώρισε για τη στάση της απέναντι στην εξουσία.
Όταν η Ελένη Βλάχου αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό και να κλείσει την Καθημερινή, η Ροζίτα αρνήθηκε να υπογράψει συλλογική μήνυση κατά της Βλάχου, παραμένοντας πιστή στις αρχές της. Η άρνησή της αυτή την οδήγησε σε πειθαρχικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, αλλά εκείνη παρέμεινε σταθερή, επιλέγοντας την ανεξαρτησία της. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με περιοδικά όπως τα Επίκαιρα και Πρώτο, πραγματοποιώντας ακόμα και αποστολές στο Χόλιγουντ και τη Σοβιετική Ένωση.
Η συνεργασία της με εφημερίδες όπως η Ακρόπολη (1969-2005) και η Απογευματινή (1970-2005) της επέτρεψε να γράφει όχι μόνο για κινηματογράφο, θέατρο και μπαλέτο, αλλά και να προβάλλει νέους δημιουργούς που θεωρούσε αδικημένους από το κατεστημένο. Στις ανταποκρίσεις της δεν δίσταζε να αγγίζει τολμηρά θέματα για την εποχή, όπως η ομοφυλοφιλία ή οι διαμάχες γύρω από τις επιχορηγήσεις πολιτιστικών φορέων.
Η τηλεόραση και οι διεθνείς επαφές
Η Ροζίτα έγινε ευρύτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό μέσω της τηλεόρασης, συμμετέχοντας ως μέλος της κριτικής επιτροπής στην εκπομπή ταλέντων Νά η ευκαιρία (1977-1983). Εκεί ξεχώριζε για την ειλικρίνεια, την καλλιέργεια και την αμεσότητά της. Αργότερα, είχε εκπομπή στο New Channel με τίτλο «Οι επισκέπτες της νύχτας», όπου υποδεχόταν προσωπικότητες και ανώνυμους καλεσμένους για αυθόρμητες κουβέντες.

Κατά την επαφή της με διεθνείς προσωπικότητες, ξεχώρισε η γνωριμία της με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, τον διάσημο χορευτή και χορογράφο. Η σχέση τους δεν ήταν απλώς μια επαγγελματική γνωριμία. Αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη ζωή και την προσωπικότητά της.
Ο Νουρέγιεφ, εντυπωσιασμένος από τη ζωντάνια και την ανεξαρτησία της, της πρότεινε ακόμη και γάμο.
Εκείνη, όμως, κράτησε την αυτονομία της. Όπως έλεγε συχνά, «η ζωή μου δεν θα έμπαινε ποτέ σε καλούπια, ούτε καν για χάρη του έρωτα». Αυτή η στάση την καθόρισε ως προσωπικότητά της και την ανέδειξε σε πρότυπο ανεξάρτητης γυναίκας στον ελληνικό πολιτιστικό χώρο.

Θεατρικές και συγγραφικές ανησυχίες
Η Ροζίτα δεν περιορίστηκε στη δημοσιογραφία. Από το 1974 ξεκίνησε να ασχολείται με το θέατρο, γράφοντας και διασκευάζοντας έργα όπως Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Ουάιλντ και Λεντς του Γκέοργκ Μπύχνερ. Μετέφρασε έργα διεθνών συγγραφέων, όπως τα Σοκ του Σαμ Σέπαρντ και Με θέα τη θάλασσα του Έντουαρντ Άλμπι. Μαζί με την κόρη της, Ιρένε, μετέφρασε και το έργο Συγκομιδή της Μάντζουλα Παντμανάμπαν, το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Θεάτρου του Ιδρύματος Ωνάση το 1998.
Η αγάπη της για τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία συνδυάστηκε με την κριτική σκέψη της, οδηγώντας την σε μονογραφίες για καλλιτέχνες όπως ο Νουρέγιεφ (Νουρέγιεφ – Όπως τον γνώρισα, 2003) και ο Αναστάσιος Βιτώρος (Αναστάσιος, 1985). Το 2005 εξέδωσε το βιβλίο Ο Μάριος κι εγώ, ενώ η αυτοβιογραφία της, Ο αιώνας της Ροζίτας, ολοκληρώθηκε το 2017 σε συνεργασία με την κόρη της.
Η Ροζίτα ήταν πολύγλωσση και εκλεκτική μεταφράστρια, γνωρίζοντας αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Μετέφρασε έργα κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων, από τον Άλντους Χάξλεϊ και τον Στάνισλαβ Λεμ μέχρι τη σειρά Κόρτο Μαλτέζε του Ούγκο Πρατ. Επιπλέον, επιμελήθηκε και συμπλήρωσε το δίτομο έργο Κινηματογράφος του εκδοτικού οίκου Πάπυρος-Λαρούς, ενώ η αγάπη της για την επιστημονική φαντασία την οδήγησε να επιμεληθεί ανθολογίες διηγημάτων και να εκδώσει έργα που συνδύαζαν φαντασία και φιλοσοφία.
Η συμβολή της στον ελληνικό πολιτισμό και τη δημοσιογραφία αναγνωρίστηκε μέσα από πολλαπλές διακρίσεις.
Το 1986 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών για τις υπηρεσίες της στον κινηματογράφο. Το 1988 το Ίδρυμα Μπότση τής απένειμε βραβείο για την προσφορά της στη δημοσιογραφία, ενώ το 2009 η ΕΣΗΕΑ την τίμησε για την καταξιωμένη πορεία της και το επαγγελματικό της ήθος. Το ίδιο έτος βραβεύτηκε και στο πλαίσιο του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το τέλος και η κληρονομιά που άφησε
Η Ροζίτα Σώκου παρέμεινε ενεργή μέχρι τα βαθιά της γεράματα, διδάσκοντας Ιστορία Θεάτρου σε δραματικές σχολές και συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές και διαδικτυακές εκπομπές. Παρά τη νοσηλεία της με κορωνοϊό στις 8 Δεκεμβρίου 2021, παρέμεινε πνευματικά ενεργή μέχρι την τελευταία στιγμή. Απεβίωσε στις 14 Δεκεμβρίου 2021, σε ηλικία 98 ετών, αφήνοντας πίσω της μια πλούσια κληρονομιά στο χώρο των τεχνών και της δημοσιογραφίας.

Η ζωή της υπήρξε μια συνεχής πάλη για την ελευθερία, την αλήθεια και την τέχνη. Με αφοσίωση και θάρρος, κατάφερε να συνδυάσει δημοσιογραφία, θέατρο, μεταφράσεις και τηλεοπτική παρουσία με μια ακλόνητη προσωπική ανεξαρτησία, καθιστώντας την μια από τις πιο αξιοσημείωτες και ανυπότακτες φωνές της ελληνικής κουλτούρας.
Κάλλια Λαμπροπούλου
















