Στην καρδιά της παλιάς Τραπεζούντας, εκεί όπου ο αέρας του Ευξείνου Πόντου φτάνει φορτωμένος αλάτι και μνήμες, στέκει ένα οικοδόμημα που κουβαλάει μέσα του ολόκληρη την πορεία της πόλης. Το σημερινό Φατίχ Τζαμί, γνωστό στους Έλληνες ως Παναγία Χρυσοκέφαλος, δεν είναι μόνο ένα θρησκευτικό μνημείο. Είναι ένας ζωντανός χάρτης ιστορίας, μια πέτρινη αφήγηση που ενώνει το Βυζάντιο με την Οθωμανική περίοδο και, βαθύτερα, με το διαχρονικό ελληνικό αποτύπωμα της Τραπεζούντας.
Χτισμένη πιθανότατα τον 10ο ή 11ο αιώνα, η Παναγία Χρυσοκέφαλος υπήρξε η μητρόπολη της Τραπεζούντας, αλλά και κέντρο μοναστικής ζωής. Το όνομά της, «Χρυσοκέφαλος», παρέπεμπε σε μια παλιά παράδοση, πιθανόν σε χρυσοστόλιστη εικόνα – ένα σύμβολο που για τους Τραπεζούντιους ταυτιζόταν με την προστασία της Παναγίας στα δύσκολα χρόνια των επιδρομών και των αναταραχών.
Στο σημείο όπου βρίσκεται χτισμένος ο ναός, σύμφωνα με τις πηγές, υπήρχαν ήδη παλαιότεροι ναοί. Η θέση δεν επιλέχθηκε τυχαία. Η Τραπεζούντα, προπύργιο του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο, υπήρξε για αιώνες πέρασμα αλλά και προορισμός, μια πόλη που άντεχε τις θύελλες και ανανεωνόταν αδιάκοπα.
Η εκκλησία αυτή, με την επιβλητική της παρουσία στο σημερινό Ορταχισάρ, γίνεται έτσι καθρέφτης όλων των εποχών.
Στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, τότε που οι Μεγαλοκομνηνοί κρατούσαν τις τελευταίες βυζαντινές φλόγες αναμμένες, η Παναγία Χρυσοκέφαλος ήταν ο τόπος όπου αναπαύονταν αυτοκράτορες και άρχοντες. Εκεί μεταφέρθηκε, το 1297, η σορός του Ιωάννη Β’ Μεγάλου Κομνηνού. Εκεί θάφτηκε ο μητροπολίτης Νήφων το 1364. Και το 1429, λίγο πριν την πτώση της Αυτοκρατορίας, εκεί ενταφιάστηκε ο Αλέξιος Δ’ Μεγάλος Κομνηνός. Κάθε ταφή ήταν κι ένας κρίκος στην αλυσίδα της ιστορίας της Τραπεζούντας, που κράτησε ζωντανή την ελληνική παρουσία ως τα μέσα του 15ου αιώνα.
Μετά την άλωση της πόλης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή το 1461, το μνημείο άλλαξε μορφή αλλά όχι χαρακτήρα. Μετατράπηκε σε τζαμί και έλαβε το όνομα Φατίχ Τζαμί, ενώ ο ίδιος ο σουλτάνος λέγεται πως προσευχήθηκε εκεί στην πρώτη λειτουργία του ως μουσουλμανικός ναός. Δίπλα του ιδρύθηκε μια μαντράσα (σ.σ. θρησκευτικό σχολείο ή ιεροσπουδαστήριο σε μουσουλμανικές χώρες), η Φατίχ Μεντρεσές, προσδίδοντας στο συγκρότημα νέο διοικητικό και εκπαιδευτικό ρόλο. Παρά τις αλλαγές, ο αγέραστος πυρήνας του ναού παρέμεινε αναγνωρίσιμος.
Η χρονολόγηση του κτηρίου στάθηκε δύσκολη υπόθεση για τους μελετητές. Η αρχαιολόγος Selina Ballance, που το μελέτησε το 1958, σημείωσε ότι το μνημείο ήταν ένα αρχιτεκτονικό παλίμψηστο (σ.σ. αρχαίο χειρόγραφο σε πάπυρο ή περγαμηνή), ένας τόπος όπου οι εποχές μπλέκονταν τόσο φυσικά, ώστε τα όρια ανάμεσα στις φάσεις του να χάνονται. Ένα χαμένο, πλέον, μαρμάρινο επιγραφικό κομμάτι με χρονολογία 914 βρέθηκε κάτω από το δάπεδο στις επισκευές του 1877, αλλά δεν μπορούσε να συσχετιστεί με σαφή τρόπο με τη σημερινή δομή. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι μετά τον εμπρησμό της πόλης το 1341, από τους Χαμιντζηόγλου, ψάλθηκε ειδικός ύμνος αφιερωμένος στην ανακαίνισή της. Όμως ούτε η παλαιότητα ούτε η ανακαίνιση μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα σε συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Στη μορφή της εκκλησίας κυριαρχεί ο βασιλικός χαρακτήρας, αλλά με ιδιορρυθμίες που τη ξεχωρίζουν. Ένας θόλος υψώνεται στο κέντρο, τα εγκάρσια κλίτη ανοίγονται μέχρι τους εξωτερικούς τοίχους, ενώ οι καμάρες και οι στοές δημιουργούν πολύπλοκα επίπεδα. Το πιο σπάνιο στοιχείο της –όπως επισημαίνει η Ballance– είναι οι διώροφες στοές. Ένα γνώρισμα ασυνήθιστο για βυζαντινές βασιλικές, που συνήθως περιορίζονταν σε απλούστερη κάτοψη.
Εξίσου ιδιότυπο είναι το γεγονός πως υπάρχει νάρθηκας έξω από τον κύριο νάρθηκα, ένα σχεδόν αντισυμβατικό χαρακτηριστικό.
Τα οθωμανικά ίχνη –κατεβασμένα παράθυρα, κλειστές πόρτες, επιγραφές και διακοσμήσεις– αφηγούνται τη δική τους εποχή. Μία εποχή όπου η Τραπεζούντα έγινε κομβικό λιμάνι μιας αυτοκρατορίας που απλωνόταν σε τρεις ηπείρους. Στο Φατίχ Τζαμί μπορεί κανείς να δει ακόμη όμορφα δείγματα οθωμανικής καλλιγραφίας, να διακρίνει τα στρώματα της Ιστορίας που δένουν πάνω στην ίδια πέτρα τον χριστιανισμό, το Ισλάμ και τον διαχρονικό πολιτισμό του Πόντου.
Κάθε εποχή άφησε το σημάδι της, αλλά η ψυχή του ναού παραμένει η ίδια. Εκείνη της Τραπεζούντας, της πόλης που δεν ξεχνά.
Στάθηκε κάποτε μητρόπολη της βυζαντινής αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, έπειτα τέμενος του Πορθητή, και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία της ιστορικής μνήμης του Πόντου.
Στο βλέμμα του ταξιδιώτη που στέκεται μπροστά του αντανακλάται ολόκληρη η πορεία ενός τόπου. Η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στον Εύξεινο Πόντο, η δόξα και η πτώση ενός αυτοκρατορικού οίκου, η πολυθρησκευτική συνύπαρξη που χαρακτήρισε την Τραπεζούντα ανά τους αιώνες.
















