Η ιστορία του Παύλου Σιδηρόπουλου ξεκινάει πολύ πριν από τον ίδιο. Ξεκινάει στον Πόντο, σε σπίτια μυρωμένα από καπνό και στις αγορές της Ρωσίας, όπου η οικογένεια Σιδηροπούλου ήταν ακμαία και δραστήρια. Καπνέμποροι, άνθρωποι ευφυείς και οργανωμένοι, έζησαν την ακμή και την πτώση της ρωσικής αυτοκρατορίας, για να ξεριζωθούν μετά την επανάσταση του 1917 και να ξαναστήσουν τη ζωή τους στο Κιλκίς και αργότερα στη Θεσσαλονίκη.

Αυτή η καταγωγή –σκληρή, περήφανη, γεμάτη απώλειες αλλά και πείσμα– ήταν το πρώτο κεφάλαιο στη ζωή του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ένα κεφάλαιο που θα εμφανιστεί χρόνια αργότερα στη μουσική και στη στάση ζωής του. Ένα κεφάλαιο που τον έμαθε πως ό,τι αξίζει, χτίζεται από την αρχή και κερδίζεται με αγώνα.
Στις 27 Ιουλίου 1948, στην Αθήνα, γεννιέται ο Παύλος. Από τη μεριά της μητέρας του, η ιστορία ήταν εξίσου συναρπαστική. Η οικογένεια Αλεξίου, με βαθιά πνευματική παράδοση, συνδεδεμένη με πρόσωπα όπως η ποιήτρια Έλλη Αλεξίου, η Γαλάτεια Αλεξίου –η πρώτη σύντροφος του Νίκου Καζαντζάκη– και ο λόγιος Λευτέρης Αλεξίου, κουβαλούσε μια άλλη μορφή κληρονομιάς: τη γνώση, τη συγγραφή, την τέχνη.
Κι εκεί, κάπου πιο αθόρυβα αλλά καθοριστικά, υπήρχε και η Τζένη Αλεξίου, κόρη του Γεώργιου Ζορμπά. Ναι, του ίδιου Ζορμπά που ενέπνευσε τον Καζαντζάκη.
Ο Παύλος ήταν λοιπόν γιος δύο κόσμων: του ποντιακού, σκληρού και προσφυγικού, και του κρητικού, λογοτεχνικού και ανήσυχου.
Όλα αυτά, δεμένα μαζί, θα έφτιαχναν έναν χαρακτήρα που δεν θα κατάφερνε ποτέ να χωρέσει στα συνηθισμένα.

Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα
Αμέσως μετά τη γέννησή του, η οικογένεια εγκαθίσταται ξανά στη Θεσσαλονίκη. Το μεγάλο σπίτι όπου ζούσαν τρεις γενιές μαζί, ήταν για τον μικρό Παύλο ένα σύμπαν γεμάτο ιστορίες, ήχους και μυρωδιές. Εκεί έμαθε να παρατηρεί τους ανθρώπους, να αφουγκράζεται την ατμόσφαιρα πριν καν ειπωθούν οι λέξεις.
Το 1954, η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, έχοντας μαζί και την αγαπημένη θεία Παρασκευή, που θα γίνει δεύτερη μάνα του. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, χημικός, άνθρωπος σοβαρός και πράος, συνιδρυτής της εταιρείας ΕΛΦΩΤ, βιοτεχνίας παραγωγής χαρτιού, πίστευε στην πειθαρχία των αριθμών και στην ακεραιότητα του χαρακτήρα. Η μητέρα του, καλλιεργημένη και καλλιτεχνική φύση, παρά τη βαριά αρθρίτιδα που τη βασάνιζε, είχε μια σιωπηλή δύναμη που διαμόρφωσε τον Παύλο βαθιά. Το σπίτι αυτό, γεμάτο μουσική, βιβλία και συζητήσεις, ήταν το πραγματικό του σχολείο.
Ο έφηβος που δεν χωρούσε στα τετράδια
Στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Αθήνα, ο Παύλος ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «πανέξυπνος αλλά αδιάφορος». Η σκέψη του έτρεχε πιο γρήγορα από την ύλη. Οι καθηγητές έβλεπαν έναν μαθητή ικανό, αλλά όχι πρόθυμο να πειθαρχήσει. Το 1967 περνάει στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης. Καλός στα μαθηματικά, αδιαφόρησε για τη σχολή. Την ίδια ώρα, κάτι άλλο άναβε μέσα του: Η ανάγκη να εκφραστεί, να φωνάξει, να τραγουδήσει ό,τι έβραζε στο μυαλό και στην καρδιά του.

Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζει τον Παντελή Δεληγιαννίδη. Τα δύο αυτά παιδιά, με κιθάρες και ανήσυχα βλέμματα, δημιουργούν το ντουέτο Δάμων και Φιντίας (Damon & Phidias). Γράφουν τα πρώτα τους τραγούδια, ανεβαίνουν στη σκηνή, όπως σε αυτή στο Κύτταρο στην Αθήνα και αφήνουν πίσω τους μικρές εκρήξεις. Ήταν η εποχή της χούντας – οι εποχές που σημαδεύουν όσους έχουν ευαισθησία και αντίσταση μέσα τους.
Μετά έρχονται τα Μπουρμπούλια. Μια μπάντα πραγματικά προχωρημένη για την εποχή: ροκ δεμένο με παραδοσιακές φόρμες, ηλεκτρικά ξεσπάσματα, πειραματισμοί. Πολλά τραγούδια δεν κυκλοφόρησαν λόγω λογοκρισίας – αλλά ο Παύλος είχε ήδη μπει για τα καλά στον δρόμο του.
Μεταπολίτευση και Γιάννης Μαρκόπουλος: Η περίοδος της «άλλης» ταυτότητας
Μετά το ’74, ενώ το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί, ο Παύλος Σιδηρόπουλος συνεργάζεται απρόσμενα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Συμμετέχει σε μεγάλους δίσκους (Θεσσαλικός Κύκλος, Ανεξάρτητα, Οροπέδιο) και εμφανίζεται στο Ηρώδειο.
Η εμπειρία ήταν σημαντική, αλλά όχι οικεία. Ο Παύλος ήξερε ότι η θέση του δεν ήταν εκεί. Η καρδιά του ανήκε στο ροκ – και σε αυτό θα επέστρεφε οριστικά.
«Φλου»: Το άλμπουμ που άλλαξε τα δεδομένα
Το 1979, μαζί με τα αδέλφια Σπυρόπουλου, Νίκο και Βασίλη, μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφεί το «Φλου». Ήταν ένας δίσκος αλήθειας. Ελληνικής αλήθειας. Όχι μίμηση ξένων, όχι στυλιζάρισμα. Μια άγρια, ειλικρινής φωνή που έλεγε: «Είμαι εδώ, και θα σας τα πω όπως είναι.»
Με αυτόν τον δίσκο, ο Παύλος παύει να είναι απλώς ένας ροκάς. Γίνεται σημείο αναφοράς.
Οι Απροσάρμοστοι που ήρθε λίγο αργότερα ήταν το συγκρότημα με το οποίο ταυτίστηκε για πάντα. Μαζί τους ηχογράφησε το Εν Λευκώ (1985) –ίσως το πιο προσωπικό του έργο– και το Zorba the Freak, όπου οι ρίζες του Πόντου και η παράδοση συναντούν το ροκ με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει.
Με τους Απροσάρμοστους έδωσε αμέτρητες συναυλίες. Είχε πια βρει την παρέα που δεν τον έκρινε, τον ακολουθούσε στη… λάβα και στη σιωπή. Το 1989 κυκλοφορεί το Χωρίς Μακιγιάζ, ζωντανά ηχογραφημένο. Εκεί βρίσκεται ο ατόφιος Παύλος: ιδρωμένος, αληθινός, οξύς, τρυφερός. Χωρίς ψέμα.
Η συμμετοχή του στην ταινία Ασυμβίβαστος του Ανδρέα Θωμόπουλου έγινε κομμάτι του μύθου του. Ο ρόλος ήταν φτιαγμένος από τη δική του ύλη. Δεν υποκρίθηκε, απλώς υπήρξε.
Οι γυναίκες, η απώλεια, ο εσωτερικός του κόσμος
Αν η μουσική ήταν η ανάσα του, η μητέρα του ήταν η καρδιά του. Η απώλειά της τον τσάκισε. Η μελαγχολία και οι καταχρήσεις, που ήδη είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη ζωή του, άρχισαν να τον οδηγούν στο σκοτάδι. Έζησε δυνατούς έρωτες, με πάθος και αυτοκαταστροφή, πάντα στα άκρα. Έβλεπε τη γυναίκα ως καθρέφτη – και συχνά οι καθρέφτες αυτοί έσπαγαν.
Στις συνεντεύξεις του ήταν χείμαρρος. Δεν χαριζόταν. Έλεγε πως το ροκ στην Ελλάδα ήταν ακόμα κοινωνικά γυμνό και γι’ αυτό ζωντανό. Δεν ήθελε να το βλέπει ως πολιτικό όργανο ή ως μόδα. «Το ροκ», έλεγε, «είναι η τελευταία λαϊκή μουσική που κατονομάζει την πραγματικότητα χωρίς να ωραιοποιεί τίποτα.»

Το τέλος και η αρχή του μύθου
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος έφυγε το 1990, στα 42 του χρόνια. Πολύ νωρίς, αλλά ήδη γεμάτος! Γεμάτος τραγούδια, δρόμους, ξενύχτια, σκέψεις, έρωτες, θυμούς, όνειρα που έμειναν στη μέση. Κι όμως, ίσως γι’ αυτό έγινε μύθος. Γιατί δεν πρόλαβε ποτέ να γίνει συμβατικός. Γιατί έφυγε όπως έζησε: ατίθασα, ανήσυχα, αληθινά.
Ίσως γι’ αυτό ο Παύλος Σιδηρόπουλος δεν ανήκει μόνο στους ροκάδες. Ανήκει σε όσους νιώθουν διαφορετικοί, σε όσους δεν βολεύονται, σε όσους πιστεύουν ότι η τέχνη πρέπει να λέει την αλήθεια. Το έργο του δεν είναι απλώς μουσική. Είναι η απόδειξη ότι το ελληνικό ροκ απέκτησε ψυχή, σώμα, γλώσσα και ταυτότητα. Και πίσω από όλα αυτά, σαν φόντο, υπάρχει πάντα εκείνη η πρώτη καταγωγή: το ποντιακό πείσμα, η ρίζα που δεν ξεριζώνεται, η μνήμη του δρόμου από τον Καύκασο ως την Ελλάδα. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος υπήρξε και θα παραμείνει ο Πόντιος της ροκ. Ο άνθρωπος που δεν κρύφτηκε ποτέ πίσω από την τέχνη του – γιατί η τέχνη του ήταν ο ίδιος.
Κάλλια Λαμπροπούλου
















