Η αίτηση προεδρικής χάριτος του Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει προκαλέσει πολιτικό σεισμό στο Ισραήλ, καθώς εκλαμβάνεται ευρέως ως κίνηση τακτικής ενόψει των εκλογών του 2026 και προσπάθεια αποκατάστασης της βαθιά φθαρμένης εικόνας του.
Είναι ο πρώτος εν ενεργεία Ισραηλινός ηγέτης που διώκεται δικαστικά, προσέρχεται εβδομαδιαία στο δικαστήριο για τρεις υποθέσεις διαφθοράς και ζητά χάρη χωρίς να έχει καταδικαστεί ή αναλάβει ευθύνη για όσα περιλαμβάνονται στα κατηγορητήρια.
Η αίτηση επισημοποιήθηκε με επιστολή προς τον πρόεδρο Ισαάκ Χέρτσογκ, αιφνιδιάζοντας πολιτικό σύστημα και κοινή γνώμη. Η κίνηση ήρθε μετά από δημόσια έκκληση του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Χέρτσογκ, τόσο από το βήμα της Κνεσέτ όσο και αργότερα μέσω επιστολής.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι 40% των Ισραηλινών αντιτίθενται σε οποιαδήποτε πράξη επιείκειας, ενώ αναλυτές χαρακτηρίζουν το βήμα του Νετανιάχου «καθαρά πολιτικό». Ο έμπειρος αρθρογράφος Ναούμ Μπαρνέα το περιγράφει ως την «πρώτη πράξη» μιας προσπάθειας τερματισμού της δίκης, ένα «στοίχημα win-win»: αν πετύχει, θα ισχυροποιήσει την εικόνα του, και αν αποτύχει, θα παρουσιαστεί ως «θύμα» ενόψει κάλπης.
Παρά τα 76 του χρόνια και περισσότερα από 18 συνολικά ως πρωθυπουργός, ο Νετανιάχου δηλώνει σταθερά αθώος, υποστηρίζοντας ότι διώκεται πολιτικά από τους αντιπάλους του, και προαναγγέλλει εκ νέου υποψηφιότητα.
Πρόωρες κάλπες, διχασμός και δημοσκοπήσεις
Η κοινοβουλευτική περίοδος λήγει τον Νοέμβριο και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών παραμένει ανοιχτό. Ορισμένες δημοσκοπήσεις καταγράφουν ότι δύο στους τρεις Ισραηλινούς επιθυμούν από τον Νετανιάχου να αναλάβει ευθύνη για τις αποτυχίες που επέτρεψαν τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Την ίδια ώρα, άλλες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε περίπτωση εκλογών, ο ίδιος και το κόμμα του, το Λικούντ, θα μπορούσαν να αναδειχθούν νικητές, επιτρέποντάς του να σχηματίσει ξανά κυβέρνηση.
Η αίτηση χάριτος ερμηνεύεται ως πολιτικό «εργαλείο» που στόχο έχει να σβήσει ή να αμβλύνει τις συνέπειες των αποτυχιών αυτών, σύμφωνα με τη Ντορίτ Κόσκας, πρώην αντιπρύτανη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.
Ο πολιτικός συντάκτης Αρι Σάβιτ εκτιμά ότι ο Νετανιάχου προτείνει ουσιαστικά μια «ανταλλαγή»: χορήγηση χάριτος με αντάλλαγμα την ακύρωση της δικαστικής μεταρρύθμισης του 2023, που είχε διχάσει τη χώρα και είχε πυροδοτήσει τις μεγαλύτερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην ιστορία του Ισραήλ.
Η μεταρρύθμιση είχε παρουσιαστεί από την κυβέρνηση ως αναγκαία «εξισορρόπηση» των εξουσιών, ενώ οι επικριτές της την θεωρούσαν απειλή για τη δημοκρατία.
Στην επιστολή του ζητώντας χάρη, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός κάνει έκκληση «να τεθεί τέλος στις διαιρέσεις», όμως η αντιπολίτευση αντιδρά, απορρίπτοντας κάθε ιδέα επιείκειας χωρίς αποχώρησή του από την πολιτική. Ο πρόεδρος Χέρτσογκ έχει δεσμευτεί να λάβει την απόφασή του με μοναδικό κριτήριο «το καλό του κράτους».
Το αναλογικό εκλογικό σύστημα καθιστά αναγκαίες ευρύτατες συμμαχίες. Σύμφωνα με την πολιτική αναλύτρια Μίριαμ Σέρμερ, η αίτηση χάριτος μπορεί να περιορίσει τις διαιρέσεις μόνο αν οδηγήσει σε έναν μεγάλο κεντρώο συνασπισμό. Για να συμβεί αυτό, η αντιπολίτευση πρέπει να πάψει να θεωρεί τον Νετανιάχου «τοξικό», ενώ ο ίδιος θα πρέπει να δεχθεί να κυβερνήσει πέρα από τη σημερινή ακροδεξιά και θρησκευτική του βάση.
Παράλληλα, η Σέρμερ σημειώνει ότι ο Νετανιάχου αντιτίθεται στη σύσταση ανεξάρτητης επιτροπής που θα εξετάσει τα κενά ασφαλείας και πολιτικής που οδήγησαν στην 7η Οκτωβρίου, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ζητά κάτι τέτοιο.
Το βλέμμα στην επόμενη μέρα – και στο γεωπολιτικό αποτύπωμα
Σύμφωνα με την ίδια αναλύτρια, ο Νετανιάχου ενδέχεται να είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει ακόμη και τη δικαστική μεταρρύθμιση, αν αυτό του εξασφαλίσει μια τελευταία, πιο σταθερή θητεία, με στόχο να επιδιώξει διπλωματικές επιτυχίες – κυρίως την πολυπόθητη εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία.
Με την πολιτική σκηνή βαθιά διχασμένη, την κοινωνία σε αναστάτωση και τον πρωθυπουργό αντιμέτωπο με δικαστικές, πολιτικές και εκλογικές προκλήσεις, η αίτηση χάριτος λειτουργεί ως πυροκροτητής νέου γύρου έντασης στο Ισραήλ – ενώ παράλληλα αποτελεί ίσως το πιο ριψοκίνδυνο πολιτικό στοίχημα της καριέρας του.
















