Στα βάθη της Καππαδοκίας, γύρω στο 912, γεννήθηκε ένα παιδί που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο τρομερούς πολεμιστές του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος Φωκάς, μέλος της ένδοξης οικογένειας των Φωκάδων, μεγάλωσε μέσα στη στρατιωτική παράδοση και από νεαρή ηλικία βρέθηκε να υπηρετεί στο πεδίο της μάχης.
Η φήμη του γρήγορα πέρασε τα σύνορα της αυτοκρατορίας, ακόμα κι όταν οι πρώτες αποτυχίες του έκαναν πολλούς να τον αμφισβητήσουν.
Όμως ο χρόνος ήταν σύμμαχός του. Σταδιακά, με επιμονή και ατσάλινη θέληση, διέλυσε τις αραβικές δυνάμεις σε σειρά συγκρούσεων. Δεν άργησε να κερδίσει το προσωνύμιο «Ο ωχρός θάνατος των Σαρακηνών», ένα όνομα που περνούσε από στόμα σε στόμα στις ερήμους της Ανατολής. Η μεγαλύτερη στιγμή του ήρθε το 961, όταν, μετά από εννιά μήνες πολιορκίας, κατέλαβε την Κρήτη, χαρίζοντας στο Βυζάντιο μια από τις λαμπρότερες νίκες του.
Την ίδια εποχή, η αυτοκρατορία κλυδωνιζόταν. Ο νεαρός Ρωμανός Β΄ πέθανε ξαφνικά στα 26 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του μια 20χρονη χήρα, τη Θεοφανώ, και δύο μικρά παιδιά – τον μελλοντικό Βασίλειο Βουλγαροκτόνο και τον Κωνσταντίνο Η’. Το θρόνο απείλησαν φιλόδοξοι αυλικοί, αλλά ο λαός και ο στρατός είχαν ήδη αποφασίσει! Ο μόνος άνδρας ικανός να κρατήσει όρθια την αυτοκρατορία ήταν ο Νικηφόρος. Έτσι, στις 2 Ιουλίου του 963, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.

Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε πως θα παντρευόταν τη Θεοφανώ. Η αντίσταση του πατριάρχη ήταν προσωρινή. Ο γάμος τελέστηκε και η ένωση αυτή έφερε κοντά όχι μόνο δύο ανθρώπους, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους: εκείνον, τραχύ, ασκητικό, βαθιά θρησκευόμενο και εκείνη, νέα, όμορφη, διψασμένη για ζωή.
Ως αυτοκράτορας, ο Νικηφόρος έριξε και πάλι όλη του τη δύναμη στον πόλεμο κατά των Αράβων. Στις σκέψεις του, ένιωθε πως είχε θεϊκή εντολή να εκκαθαρίσει το χώρο της πίστης από τους «απίστους».
Οι κατακτήσεις του ήταν εντυπωσιακές: Κιλικία, Συρία, Μεσοποταμία και Κύπρος επέστρεψαν στη βυζαντινή κυριαρχία. Όμως, όσο ο στρατός θριάμβευε, τα ταμεία άδειαζαν. Ο λαός δυσανασχετούσε με τις βαριές φορολογίες και τα προνόμια που έκοψε.
Η δημοτικότητά του έπεφτε, ενώ η θρησκευτική του αυστηρότητα τον απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από το πλήθος.
Εκεί, στο κενό ανάμεσα στη δόξα και την απομόνωση, γεννήθηκε η προδοσία. Η Θεοφανώ, κουρασμένη από την ασκητική ζωή του άντρα της, βρήκε παρηγοριά στα χέρια του Ιωάννη Τσιμισκή, ανιψιού του Νικηφόρου. Ήταν όμορφος, φιλόδοξος, δυναμικός – όλα όσα ο αυτοκράτορας δεν ήταν πια. Οι δυο τους ένωσαν τις επιθυμίες τους σε μια σκοτεινή συνωμοσία.

Ξημερώματα 11 Δεκεμβρίου 969, έξι μεταμφιεσμένοι άντρες εισέβαλαν στο παλάτι. Δεν βρήκαν τον αυτοκράτορα στο κρεβάτι. Όπως πάντα, κοιμόταν στο πάτωμα, πάνω σε μια προβιά. Με το που κατάλαβε τον θόρυβο, σηκώθηκε, αλλά ήταν αργά. Ένα ξίφος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αιμόφυρτος, γύρεψε εξηγήσεις από τον Τσιμισκή, όμως εκείνος τον έβρισε και του τράβηξε τα γένια με μανία. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένα δεύτερο χτύπημα του πήρε τη ζωή. Το σώμα του πετάχτηκε έξω από το παράθυρο, ενώ το κεφάλι του κρατήθηκε ως τρόπαιο.
Την επόμενη μέρα, ο Νικηφόρος Φωκάς τάφηκε με τιμές στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Στον τάφο του χαράχθηκε ένα επίγραμμα που έμεινε στην ιστορία: «Κατέκτησες τα πάντα, εκτός από μία γυναίκα».
















