Η οικογένεια των Τσιπόγλου, που κατάγονταν από την Μικρή Τσίτη της Χαλδίας, ήταν σύμφωνα με τον Γεώργιο Κανδηλάπτη (Κάνι) οι πιο διάσημοι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου.
Γενάρχης της ήταν ο Γεώργιος ο οποίος έζησε στα τέλη του 18ου –αρχές του 19ου αιώνα. Μαθήτευσε δίπλα στον αρχιμεταλλουργό Γρηγόριο Ούστογλου-Κιουτσούκη.
Ανακάλυψε κοίτασμα χρυσού στο Ντιγιάρμπακιρ (Μεσοποταμία) και ανέλαβε την εξόρυξή του ως διευθυντής των νέων μεταλλείων. Γρήγορα απέκτησε μεγάλο πλούτο, και ως γνήσιος πατριώτης έκανε πολλές δωρεές σε ευαγή ιδρύματα και ιδιαίτερα στον Πανάγιο Τάφο!

Σε μια επιστολή του γραμμένη τον Μάρτιο του 1825, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος απευθυνόμενος προς τον γιο του Γεωργίου Τσιπόγλου, Θωμά, αναφέρει:
«Και δη εμάθομεν μετά πληροφορίας όσα καλά εποίησεν εις τον Πανάγιον Τάφον εν διαφόροις καιροίς ο μακαρίτης πατήρ της τιμιότητός της Κυρ. Γεωργάκη Ουστάμπαση του αυτού μαδενίου».
Ο Γεώργιος Τσιπόγλου δεν ευτύχησε να μακροημερεύσει. Ο φθόνος των Τούρκων που τον έβλεπαν να προοδεύει και να βοηθάει το ελληνορθόδοξο στοιχείο στάθηκε η αιτία για τη συκοφάντησή του στον Σουλτάνο, ο οποίος με συνοπτικές διαδικασίες διέταξε την καρατόμησή του κοντά στον Ευφράτη ποταμό όπου βρισκόταν. Η εκτέλεση έγινε λίγο πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.
Ο Σουλτάνος διέταξε να δημευτεί όλη η περιουσία του θανόντα, κινητή και ακίνητη. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ο Πόντιος ευπατρίδης το είχε αφιερώσει σε ναούς της Αργυρούπολης, της Τσίτης, της Μονής Γουμερά και του Παναγίου Τάφου!
Ο Γ. Τσιπόγλου παρά τον αμύθητο πλούτο του, ζούσε με μέτρο όπως άρμοζε σε έναν χριστιανό, έχοντας στη σκέψη του το αρχαιοελληνικό ρητό του Κλεόβουλου του Λίνδιου «μέτρον άριστον».
Το 1825 λίγα χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Γεωργίου Τσιπόγλου, ο γιος του Θωμάς διορίστηκε διευθυντής των μεταλλείων. Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του και προικισμένος με τις αρετές του γένους του, συνέχισε την προσφορά της οικογένειας στην ελληνική κοινότητα του Πόντου, μόνο που αυτή την φορά έχοντας κατά νου τη μικροψυχία των οθωμανικών αρχών φρόντιζε ώστε να ευεργετεί παράλληλα εξίσου εάν όχι περισσότερο και την τουρκική κοινότητα για να μην έχει το τέλος του πατέρα του.

Έτσι λοιπόν φρόντισε να φτιάξει πρώτα ένα μεγαλεπίβολο τζαμί για τις 30 τουρκικές οικογένειες της Μεγάλης Τσίτης και τις άλλες 40 της Μικρής Τσίτης (Ξοπολάντων ή Αλεξοπολάντων), για να κρατήσει τις εύθραυστες ισορροπίες. Τέτοιο τζαμί δεν είχαν ούτε τα μεγαλύτερα τουρκοχώρια!
Είχε την τύχη αλλά και την οξύνοια να βρει μεγάλο χρυσοφόρο κοίτασμα στο Καπάν το οποίο και εξόρυξε. Μάλιστα λέγεται πως κατά τη διαδικασία προκλήθηκε κατολίσθηση ενός βράχου που υποψιαζόταν πως έκρυβε κοίτασμα, και ένας ποταμός χρυσής σκόνης σαν άμμος ξεχύθηκε στην πλαγιά, γεγονός που έκανε τους εργάτες να χοροπηδάνε ενθουσιασμένοι από τη χαρά τους. Ο Θωμάς Τσιπόγλου έπεσε στα γόνατα και ευχαριστούσε τον Κύριο για τη μεγάλη ευλογία που του χάρισε. Αμέσως φιλοδώρησε πλουσιοπάροχα τους εργάτες του και τους έταξε πως σύντομα θα τους έστελνε με δικά του έξοδα για ολιγοήμερες διακοπές πίσω στα σπίτια τους για να χαρούν τις οικογένειές τους!

Ο Θωμάς Τσιπόγλου διατήρησε τις στενές σχέσεις της οικογένειας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο Κανδηλάπτης μας πληροφορεί πως ο ίδιος διάβασε στο μοναστήρι της Παναγίας Γουμερά, ευχαριστήρια επιστολή από το Πατριαρχείο η οποία μεταξύ των άλλων ανέφερε τη δωρεά 150 μαχμουτιέδων (τουρκικές χρυσές λίρες που ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν του Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄) από το τέκνο της Τσίτης. Ήταν εξαιρετικά γαλαντόμος. Κάλεσε τον περιβόητο για την τέχνη του Αργυρουπολίτη υφαντουργό ιερών αμφίων Γεώργιο Κόσιο, για να πάρει μέτρα και να ετοιμάσει στον μητροπολίτη Σιλβέστρο Β΄ μια πολυτελέστατη αρχιερατική στολή.
Αφού κόσμησε την ελληνική κοινότητα με εκκλησίες, έχτισε στην Άργινη τη δική του κατοικία, ένα μεγαλοπρεπέστατο μέγαρο που το διακόσμησε με καλαίσθητα ψηφιδωτά. Παρασύρθηκε όμως και παρήγγειλε στους χτίστες να τοποθετήσουν στο κέντρο της οροφής νομίσματα. Αυτή η εξόφθαλμη επίδειξη πλούτου έφτασε στα αυτιά κακόβουλων Τούρκων που δεν «ανέχονταν» τέτοιον πλουτισμό από έναν «άπιστο». Με το πρόσχημα πως τα μεγαλεία αρμόζουν μόνο στον Σουλτάνο, κατήγγειλαν τον Θωμά Τσιπόγλου στην Υψηλή Πύλη. Έτσι παύθηκε από το αξίωμα του αρχιμεταλλουργού, και αντικαταστάθηκε από τον συγγενή του Δημήτριο Σίρπιλα.
Ο Θωμάς Τσιπόγλου πήρε τον δρόμο της εξορίας για το Αφιόν Καραχισάρ. Στην εξορία έμεινε για έξι μήνες. Εκεί παρατήρησε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών που αναγκάζονταν να τελέσουν τα χριστιανικά τους καθήκοντα σε υπόγεια, σε πρόχειρες υποδομές που έμοιαζαν με κατακόμβες. Αξιοποιώντας τους φιλικούς δεσμούς του με Τούρκους και Έλληνες δυνατούς, πέτυχε την έκδοση φιρμανίου που επέτρεπε την κατασκευή ναού με δικά του έξοδα. Αυτό βέβαια εξόργισε τους φανατικούς Τούρκους, αλλά όπως είπαμε ο Θωμάς Τσιπόγλου ήταν δυνατός άντρας και είχε τις κατάλληλες γνωριμίες.

Ένας από τους δυνατούς Τούρκους φίλους του ήταν ο Αλί Μπέη από τον οίκο των μπέηδων Ουτζουντζόγλου. Σε αυτή την στενή φιλία των δύο αντρών οφείλεται η σωτηρία των Ελλήνων της Αργυρούπολης το 1828 όπως μας αποκαλύπτει ο Κάνις.
Λέγεται πως η χανούμισσα του μπέη, όταν είδε τον Θωμά από το καφασωτό του γυναικωνίτη είπε: «εάν η Ανατολή γέννησε άνδρα γενναίο και τέλειο σε όλα, αυτός είναι ο Θωμάς Τσιπόγλου! Αλλά και αυτός γεννήθηκε άπιστος»!
Μετά την παρέλευση των 6 μηνών εξορίας που του επιβλήθηκαν, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και επισκέφτηκε τον Σουλτάνο, κομίζοντάς του βέβαια πλούσια δώρα. Ο Σουλτάνος τον δέχτηκε με τιμές και εναπόθεσε το χέρι του πάνω στον ώμο του αρχιμεταλλουργού, κίνηση υψίστης σημασίας και συμβολισμού. Αφού εξασφάλισε την εύνοια του Σουλτάνου, επέστρεψε στη γενέτειρά του Τσίτη και εγκαινίασε τον καινούργιο ιερό ναό αφιερωμένο στον Απόστολο Θωμά, ο οποίος κτίστηκε εξολοκλήρου με δαπάνες του ιδίου.
Ο Θωμάς Τσιπόγλου γύρισε στην οικία του στην Άργινη και έχοντας το φιρμάνι που του εξασφάλιζε την εύνοια του Σουλτάνου, τιμώρησε τον Εμίνη (Τούρκος επιθεωρητής) που συκοφάντησε και προκάλεσε την δολοφονία του αείμνηστου πατέρα του.
Ανέκδοτο του Κανδηλάπτη για τους αγαπημένους του Τσιτενούς
Την εποχή αυτή η Τσίτη είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας της. Ο μητροπολίτης Σιλβέστρος Β΄ αλλά και πολλές άλλες προσωπικότητες κατάγονταν από την Μικρή ή την Μεγάλη Τσίτη. Τσιτενός ήταν ο ιερέας Τριαντάφυλλος, ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος, ο διδάσκαλος Αδαμίδης-Κουζάνος, ο αρχιμεταλλουργός Θωμάς Τσιπόγλου, ο κοτσάμπασης Συμ. Λαζαρίδης, ο ηγούμενος της μονής Γουμερά πατέρας Χατζηδαβίδ και ο κατάλογος συνεχιζόταν… Έτσι οι υπόλοιποι κάτοικοι της Χαλδίας όταν το έφερνε η κουβέντα για τους Τσιτενούς χαριτολογώντας έλεγαν όπως μας διασώζει ο Κανδηλάπτης: «Ο Δεσπότ’ς Τσιτενός, ο Γούμενον Τσιτενός, ο ψάλτες Τσιτενός, ο δέσκαλον Τσιτενός, ο ουστάμπασης Τσιτενός, ο κοτσάμπασης Τσιτενός, έλα και ο Θεόν πα Τσιτενός εν»!
Εμείς με κληρονομικό δικαίωμα στον σχολιασμό ως απόγονοι κατοίκων της Χαλδίας συμπληρώνουμε πως… και ο διατρόν πα (γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου) Τσιτενός έτον! Και δεν ξεχνάμε βέβαια ότι η μεγαλύτερη μορφή της ποντιακής λαογραφίας, ο Παντελής Μελανοφρύδης, ήταν και αυτός άλλο ένα άξιο τέκνο της Τσίτης!
Αλεξία Ιωαννίδου
















