Ο Χαράλαμπος Γαλανός (ή Τσαχουρίδης) γεννήθηκε στην Ίμερα, μεγάλο και πλούσιο ελληνικό οικισμό, 8 χλμ. νότια της Τραπεζούντας και νοτιοανατολικά της Κρώμνης, σε υψόμετρο 1.500μ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε από τον βυζαντινό στρατηγό Ίμερο που είχε εξοριστεί εκεί.
Οι κάτοικοι εργάζονταν στα μεταλλεία της Αργυρούπολης, αλλά μετά την παρακμή των μεταλλείων διέπρεψαν ως κτίστες στη Μικρά Ασία. Από το 1878 πολλοί από τους κατοίκους του οικισμού, κυρίως έμποροι, μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα και τη Ρωσία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Γεννήθηκα στα 1889 στην Ίμερα. Τελείωσα την Αστική Σχολή του χωριού μου. Δεκάξι χρονώ, στα 1915, ξενιτεύτηκα στη Ρωσία. Πήγα στο Μπακού, κοντά στο θείο μου που είχε εμπορικό κατάστημα. Δούλεψα λίγο καιρό ως υπάλληλος και μετά πήγα στην Τιφλίδα και δούλεψα στην Πολιτική Αντιπροσωπεία που ήταν επιφορτισμένη με την μετανάστευση στην Ελλάδα των Ελληνοποντίων του Καυκάσου.
Δούλεψα στην Επιτροπή αυτή δύο-δυόμιση χρόνια, ασχολούμενος με το πρωτόκολλο και τη δακτυλογράφηση. Αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν ο Ιωάννης Σταυριδάκης, ο οποίος, όταν, με τον αείμνηστο Χρύσανθο και τον Αρχηγό της εν Τιφλίς στρατιωτικής Αποστολής στρατηγό Καθενιώτη, επισκέφθησαν την πρωτεύουσα της Αρμενίας Εριβάν, συνεσκέφθησαν για την φημολογούμενη Ποντοαρμενική Δημοκρατία. Επιστρέφοντας από το Εριβάν ο Σταυριδάκης κρυολόγησε κι έπαθε περιπνευμονία. Μετά οκτώ ημέρες υπέκυψε.
Λόγω δε της μεγάλης ελληνοφιλίας των Γεωργιανών, οι οποίοι την εποχήν εκείνην απελέουν αυτόνομον Δημοκρατίαν, απεδόθη μεγάλη τιμή στον Σταυριδάκη. Έγιναν παρελάσεις στρατιωτών, εξεφωνήθησαν λόγοι, την δε κηδεία παρηκολούθησαν όλοι οι ελληνοπόντιοι πάροικοι της Τιφλίδος και πλείστοι εκ των προυχόντων εμπόρων του Βατούμ, το οποίον, ως γνωστόν, είχε συμπαγή ελληνισμό. Στην κηδεία παρέστησαν και οι αντιπρόσωποι των Ποντίων Ν. Λεοντιάδης και Λεωνίδας Ιασωνίδης. Θα μου μείνει αξέχαστη η κηδεία. Όταν η περιφορά του νεκρού κατέληξε εις το μεγάλο νεκροταφείον της Τιφλίδος, οι αρχιμανδρίτες και ιερείς εδάκρυζον βλέποντες το λείψανον του Αντιπροσώπου της εν Αντικαυκάσω και Πόντου Υπηρεσίας Περιθάλψεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Κατά την ταφήν εξεφώνησε λόγον εις Γεωργιανός αρχιμανδρίτης, ως ορθόδοξος. -«Η πρωτεύουσα της Γεωγίας Τιφλίς», είπε, «υποδέχεται τον Έλληνα Σταυριδάκην Ιωάννην. Τον ενταφιάζει σαν τέκνον της, διότι η γη αυτή εις την οποίαν εναποτίθενται τα λείψανά του, ας μη νομισθεί ότι είναι ξένη. Είναι αδελφική και ως τοιαύτη τα υποδέχεται. Πάντοτε με συγκίνησιν θα επισκεπτόμεθα τον τάφον του αείμνηστου Σταυριδάκη. Και το τάφος ούτος θα παραμείνει σύμβολον της ελληνογεωργιανικής φιλίας και θα συνδέει τους δύο ορθόδοξους λαούς εις συνέχισιν της αδελφοσύνης των».
Ριπαί πολυβόλων ετερμάτισαν την ταφήν του επισήμου εκπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Τον Σταυριδάκη διεδέχθη εις την αντιπροσωπείαν ο νυν μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών κ. Περικλής Σκέφερης, ο οποίος και συνέχισε μετ’ άλλων δύο συνεργατών του το έργον της μεταναστεύσεως εις την Ελλάδα των Ελληνοποντίων του Καυκάσου. Ούτοι δε ήταν οι κ.κ. Κωνστανταράκης και Πολεμαρχάκης.
Η μετανάστευση αυτή εγένετο κατά τα έτη 1919, 1920 και 1921. Η Σοβιετική Επανάστασις επεκράτησε εις την κυρίως Ρωσίαν και ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχίαν της και επί των άλλων τμημάτων της πρώην Τσαρικής αυτοκρατορίας, τα οποία με σειράν επαναστάσεων απέκτησαν την αυτονομίαν των, όπως η Γεωργία και Αρμενία εις τον Νότον. Εγένοντο συγκρούσεις αι οποίαι επεξετάθησαν έως την γεωργιανικήν πρωτεύουσαν, οπότε η Ελληνική Αποστολή ηναγκάσθη να εγκαταλείψει την Τιφλίδα, σχεδόν κατά το τέρμα του έργου της. Οι εναπομείναντες πρόσφυγες και μη διαπεραιωθέντες εις την Ελλάδα, λόγω των γεγονότων, συνεκεντρώθησαν εις το Βατούμ, οπόθεν η Ελληνική κυβέρνησις επωφελούμενη τη μη κάθοδον εισέτι των μπολσεβίκων και των Τούρκων εις το Βατούμ, απέστειλε ταχέως πλοία εις την ελευθέραν πόλιν προς παραλαβήν των υπολοίπων προσφύγων.
Κατά δε τας αρχάς του Φεβρουαρίου του 1921 έρχεται το ατμόπλοιον «Αραράτ», φορτηγό μιας αρμενικής εταιρείας, και μαζί με οκτώ χιλιάδας άτομα φτάνομεν εις το Καραμπουρνού Θεσσαλονίκης. Εκεί μείναμε τρεις μήνες.
Πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό. Τον καιρό που ήμουν κι εγώ στο Καραμπουρνού ήταν κάπως καλύτερα. Η κυβέρνησις έστειλε ιατρούς και νοσοκόμους δια την περίθαλψιν των ασθενών. Λόγω της απασχολήσεως της Ελλάδος εις την Μικρασιατικήν εκστρατείαν, η Κυβέρνησις δεν ηδύνατο να διαθέσει αφθονίαν μέσων αρχικώς, διότι κατέφθανον τα πλήθη των προσφύγων, οι οποίοι, ήσαν, λόγω του συνωστισμού πάνω στα καράβια, λεροί, πεινασμένοι, κουρασμένοι και έτσι δημιουργήθηκε ο τύφος.
Τον Αύγουστον του 1921 εγκατεστάθην εις το Πανόραμα. Στα 1924 ήρθαν με την Ανταλλαγή η μητέρα μου και η αδελφή μου. Παντρεύτηκα εδώ. Η γυναίκα μου είναι απ’ το Πορζόμ της Τιφλίδος, Πόντια.
Από το 1924 μέχρι το 1927 έκαμα δάσκαλος στο Ριζό της Εδέσσης.
















