Καμάρι της Μητρόπολης Χαλδίας, Χερροιάνων και Κερασούντας ήταν τα πέντε μοναστήρια της! Αυτά ήταν ο Άγιος Γεώργιος Χουτουρά κοντά στην Αργυρούπολη, ο Άγιος Γεώργιος Χαλιναρά στη Χάρσερα Αργυρουπόλεως, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (γυναικεία μονή) στην Ίμερα, η Παναγία στην Πράσαρη της Κερασούντας και η Παναγία Γουμερά στην Τσίτη που ξεχώριζε ανάμεσα στα προαναφερθέντα μοναστήρια!

Δεν γνωρίζουμε ακριβή χρονολογία ίδρυσης της μονής. Λέγεται πως στο υπέρθυρο του παλαιού ναού υπήρχε επιγραφή με τη χρονολογία «950». Δυστυχώς όμως, λόγω της αμάθειας των μοναχών, καλύφθηκε με ασβεστοκονίαμα.
Ιδρυτές της υπήρξαν οι ιερομόναχοι Σωφρόνιος, Παΐσιος και Λαυρέντιος από το χωριό Χουσιλή της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Αυτοί θεωρούνται οι κτήτορες του πρώτου ναού της Παναγίας με την επιγραφή «950».
Μετά το θάνατό τους όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνις), η μονή έμεινε ανενεργή για δύο αιώνες περίπου· μέχρι το 1150, χρονολογία κατά την οποία οι αδελφοί Ανανίας και Κοσμάς από το Σιέχτορμί της Θεοδοσιούπολης, «κατ’ εντολήν της Παναγίας» η οποία ήθελε να ξαναλειτουργήσει το μοναστήρι της, ευπρέπισαν την ερημωμένη μονή, καθάρισαν από την οργιώδη βλάστηση τον περιβάλλοντα χώρο και έφτιαξαν κελάκια για να μονάσουν οι ίδιοι, αλλά και για τη φιλοξενία των προσκυνητών του μοναστηριού.

Τον 14ο αι. ο παλαιός ναός της μονής που είχε αποτεφρωθεί από πυρκαγιά, επανιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ τον Κομνηνό. Το γεγονός ότι ο Αλέξιος Γ’ ο Μεγαλοκομνηνός ήταν ο προστάτης της βρίσκει σύμφωνο τον Bryer1, ο οποίος όμως έχει σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν ήταν βυζαντινή. Ο Bryer πίστευε πως η μονή είχε χτιστεί στα τέλη του 18ου αι., καθώς δεν σώζονται έγγραφα πριν από το 1775.
Από τον 12ο αιώνα μέχρι και τα γεγονότα της Γενοκτονίας, η Μονή της Παναγίας Γουμερά αναδείχθηκε σε μία από τις πιο σπουδαίες μονές και υπήρξε τόπος αναφοράς και προσκυνήματος των Ελλήνων από όλον τον Πόντο.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης επικαλείται τις πληροφορίες που του έδωσαν συγχωριανοί του, μορφωμένοι γέροντες από την Άδυσσα, και μας παραδίδει πως:
«Όπισθεν του υπερκείμενου λόφου Τσηλέβας – ηλέβγα, δηλαδή ανατολή, εις την νοτίαν απότομον πετρώδη πλευρά του βουνού “Τ’ Αδιανού το ποδάρ” που χωρίζει τας περιοχάς Αδύσσης-Τσίτης, σώζονται τα ερείπια βυζαντινού ναού, η βόρεια πλευρά ολόκληρος σχεδόν σκεπασμένη με τοιχογραφίες, και μονής ερημωθείσης εκ κατολισθήσεως του εδάφους.
»Την λέγαμε “T’ οπίσ’ η Παναγία”, ή Όλισμαν εκ κατολισθήσεως του εδάφους. Κατ’ έτος δε την ημέραν της Ζωοδόχου Πηγής ετελείτο εκεί παράκλησις.
»Λοιπόν, λέγει η παράδοσις του χωριού μας, ότι οι μοναχοί της διαλυθείσης μονής, ιδρυθείσης κατά τον Δ’ ή Ε’ αιώνα, επήγαν εις τοποθεσίαν έναντι της Τσίτης, που ελέγετο “Τ΄ Ηγουμερά” εκ του ονόματος του ιδιοκτήτου της Ηγουμερά και ίδρυσαν νέαν μονήν. Σημειωτέον ότι και μέχρι των ημερών μας η ύπερθεν της μονής δασώδης έκτασις ελέγετο από τους Τσιτενούς και τους καλογήρους “Ηγουμερά”.
»Εξ αυτού η ονομασία της μονής “T’ Ηγουμερά το μοναστήρ”, ή απλώς “Γουμερά”».

Ο «εμπρολάτες της ποντιακής λογοτεχνίας» –σύμφωνα με τον Κων. Φωτιάδη–, περιγράφοντας «Τ’ Αδιανού το ποδάρ» μας πληροφορεί πως λόγω του βραχώδους εδάφους και της μεγάλης κλίσης, η πλαγιά χρησιμοποιούνταν με μεγάλη επιτυχία για την καλλιέργεια αμπελώνων. Θυμάται επίσης πως απέναντι από τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής υπήρχαν τα ερείπια μικρού οικισμού, ο οποίος λεγόταν «Δώματα» που στις ημέρες του είχε μετατραπεί σε λαχανόκηπους. Το λαχανικό δε που ευδοκιμούσε ήταν… η πατάτα!
Σύμφωνα πάντα με τον Μελανοφρύδη ο οποίος επικαλείται τις μαρτυρίες καλογήρων της μονής, στα τέλη του 17ου και αρχές του 18ου αιώνα λόγω των αλλεπάλληλων ληστρικών επιδρομών οι μοναχοί της Γουμεράς ερχόμενοι σε δεινή θέση, εγκατέλειψαν τη μονή τους και αναζήτησαν καταφύγιο και προστασία στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, «Τη Περιστερά το μοναστήρ».

Εκεί ο ηγούμενος και οι πατέρες της μονής προθύμως τους περιέθαλψαν και τους φιλοξένησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν πέρασε ο κίνδυνος και είχε επέλθει η ηρεμία και πάλι στην περιοχή, οι Γουμεριώτες θέλησαν να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους για να ευαρεστήσουν την «κυρά τους» την Παναγία. Οι Περιστερεώτες αδελφοί τους πριν τους αποχωριστούν τους εφοδίασαν με ρουχισμό, άμφια αλλά και εκκλησιαστικά και μουσικά χειρόγραφα, δερματόδετα βιβλία.
Αυτά τα βιβλία τα οποία του έκαναν μεγάλη εντύπωση για το πολυτελές τους στάχωμα, τα καλλιτεχνικά τους πρωτογράμματα, τις ωραίες μικρογραφίες, όπως και για την επιγραφή τους «Κτήμα της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα», βρήκε ο Μελανοφρύδης στο μοναστήρι της ιδιαίτερης πατρίδας του και ρωτώντας τον ηγούμενο Γερβάσιο έμαθε την ιστορία.
Στο μοναστήρι διασωζόταν ένα χειροποίητο Ευαγγέλιο του 15ου αιώνα «επί μεμβράνης», δηλαδή οι σελίδες του ήταν από περγαμηνή (δέρμα ζώου). Αυτός ο σπουδαίος θησαυρός, όπως και οι χρυσόδετοι τόμοι των Λόγων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις εκδόσεις ΜΙΛΝ, καθώς και διάφορα άλλα κειμήλια, αγνοούνται, μιας και η μονή συλήθηκε από αρχαιοκάπηλους ουκ ολίγες φορές στην ιστορία της.

Αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα της Γενοκτονίας και τον ξεριζωμό από την Πατρίδα, ο Π. Μελανοφρύδης έγραψε το 1961 ένα άρθρο στο Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Άδυσσα και Τσίτη, δύο δίδυμα χωριά».
Ας απολαύσουμε ένα απόσπασμα από τη γραφίδα του…
«Μαύρα καιρούς! Η Τσίτε εβόανεν! Οι σταμπάσηδες ο Τσοπής, ο Σίρπιλας με τα χρυσά σπαθία και τα ζερταβάδας τα γούνας, με τα φερμάνια τουν ας σον Σουλτάνον, άμον στουλάρια εκράτ’ναν τοι Ρωμαίοις. Ας σοι πασάδας κι άλλο τρανόν δύναμην είχαν. Εφτά νομάτ’ δεσποτάδες εξέβαν ας σην Τσίτεν και ποπάδες αμέτρητοι.
»Και οι Αδυσσενοί είχαν εκατόν και πλέον μουλάρια κ’ εκουβάλναν τ’ ασήμια τη Κανί’, τα χαλκώματα και τ’ ασήμια τ’ Άργονης ’ς σην Τραπεζούνταν! Μαύρ’ ανθρώπ’ και μαύρα έργατα!
»Τα τσαμίντσια άμον κόπρια έτρωγαμ’, άμαν ατότες το καμέλ’ πα χουρμάδας έχεζεν. Τελευταία τα μουλάρια με την τελεμονήν τοι Ματενίων εχάθαν και ’ς σα χρόνια μουν, είνας κοτσός γάιδαρος πα ’κ’ ευρίουτον ’ς σο χωρίον».
[1] Ο Antony Bryer (στο The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos, τομ. Β΄ σελ. 305), αναφέρει χαρακτηριστικά πως η περιοχή της κοιλάδας της Τσίτης νοτιοδυτικά της Άρδασας κατοικήθηκε για πρώτη φορά από Έλληνες μεταλλωρύχους αλλά και κτηνοτρόφους μόλις τη δεκαετία του 1680! Η δε Τσίτη αναφέρεται το 1708, το 1726 και το 1733 σε καταγραφές του Παναγίου Τάφου χωρίς όμως να αναφέρεται το μοναστήρι της Γουμερά.
Το γεγονός ότι ο Άγγλος ιστορικός-ερευνητής πίστευε πως η μονή ήταν του 18αι. επειδή δεν είχαν διασωθεί κείμενα που πιστοποιούσαν την παλιότερη ύπαρξή της, δεν είναι επαρκής τεκμηρίωση της άποψής του, καθώς η μονή είχε καταστραφεί πολλές φορές από διάφορους επίδοξους κατακτητές και αναγεννιόταν κάθε φορά από τις στάχτες της.
•
















