Υπάρχουν ψυχές που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τόπο – και η ζωή του Λευτέρη «Λεφτέρ» Αντωνιάδη είναι μια από αυτές. Ένας Ρωμιός που κατάφερε με το ταλέντο και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο να γίνει θρύλος στην Τουρκία. Η ιστορία του όμως δεν είναι μόνο γκολ και τίτλοι· είναι και πόνος και μνήμη.
Από την Πρίγκηπο στην καρδιά των φιλάθλων
Ο Λευτέρης Αντωνιάδης γεννήθηκε στην Πρίγκηπο – ο πατέρας του, ο Χριστοφής, ήταν ψαράς. Με την Αργυρώ δημιούργησαν μια πολύτεκνη οικογένεια με 11 παιδιά. Το στερνοπούλι τους έμελλε να γίνει ο μυθικός στράικερ της δεκαετίας του 1950.
Το παρατσούκλι «Κιουτσούκ» (μικρός) το απέκτησε επειδή ήταν μικρόσωμος, μόλις 1,69μ., αλλά και για να τον ξεχωρίζουν από τον –επίσης ποδοσφαιριστή– αδελφό του, Παναγή. Και έτσι έγινε ευρύτερα γνωστός, ως Κιουτσουκαντωνιάδης.
Παρά την ταπεινή καταγωγή και τις ρίζες του στην ορθόδοξη ελληνική κοινότητα της Πόλης, ο Λεφτέρ κατέκτησε τα γήπεδα της Τουρκίας – για την ακρίβεια, έγινε ήρωας.
Με φόντο τα γεγονότα της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής που προηγήθηκαν (είχε γεννηθεί το 1924), και με την ελληνική κοινότητα να ασφυκτιά μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν μπήκε στο… μάτι της Φενέρμπαχτσε που του προσέφερε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, η καταγωγή του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Όμως, όλα έσβησαν μέσα γήπεδο. Μέσα σε τέσσερα χρόνια πέτυχε 100 γκολ σε 135 αγώνες. Οι οπαδοί παραμιλούσαν με τον Λευτέρη, με τον «καθηγητή» (τουρκικά: ordinaryüs) όπως τον έλεγαν, για την ικανότητά του να ξεκλειδώνει τις αντίπαλες άμυνες.

Η νύχτα των Σεπτεμβριανών
Η 6η Σεπτεμβρίου του 1955 δεν υπήρξε ποτέ μόνο μια νύχτα βίας. Ήταν μια δοκιμασία ψυχής για τον Λεφτέρ και την οικογένειά του. Το σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη έγινε στόχος επιθέσεων: πέτρες, μπουκάλια και τενεκέδες έσπασαν παράθυρα και πόρτες, ενώ εκείνος άκουγε πάνω απ’ όλα τις φωνές των μικρών παιδιών του.
«Τα κορίτσια μου ήταν μικρά. Πήγαν να τα σκοτώσουν», είχε πει σε συνέντευξή του για το πογκρόμ κατά των Ελλήνων, με τη φωνή του να ραγίζει. Θυμόταν ότι όταν πήγε ο διευθυντής της Ασφάλειας, αντικρίζοντας την καταστροφή αναφώνησε: «Θεέ μου, Θεέ μου».
Ακόμη πιο σκληρό για τον ποδοσφαιριστή ήταν ότι πολλά από τα παιδιά που τον θαύμαζαν –παιδιά στα οποία έδινε φιλοδωρήματα–, ήταν ανάμεσα στον όχλο που επιτέθηκε.
Παρά το μέγεθός του ως ήρωας των γηπέδων, τη νύχτα των Σεπτεμβριανών ένιωσε το βάρος της εύθραυστης ταυτότητάς του: ένας Έλληνας στην Τουρκία. Τον αγαπούσαν, όταν δεν τον τρομοκρατούσαν.
«Έζησα τρομακτικές στιγμές», είχε δηλώσει αργότερα. Τελικά κάποιοι φίλαθλοι της Φενέρ ανέλαβαν ρόλο σωματοφύλακα μέχρι να κοπάσουν οι ταραχές.
Η μνημειώδης πορεία ενός συμβόλου
Και όμως, μετά από όλα ο Λεφτέρ δεν εγκατέλειψε τη γη που τον μεγάλωσε – ούτε την ταυτότητα που τον καθόρισε.
Με τη Φενέρμπαχτσε έγραψε ιστορία: σημείωσε πάνω από 400 γκολ και καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους παίκτες στην ιστορία της ομάδας. Αγωνίστηκε και με την Εθνική Τουρκίας, συχνά ως αρχηγός, και παράλληλα κράτησε βαθιά μέσα του την ελληνική καταγωγή του. Λέγεται ότι κατά την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου, φανέρωνε το σταυρό που φορούσε στο λαιμό.

Αν και απέφευγε τις μεγάλες δηλώσεις, πολλοί θυμούνται ότι φοβόταν να εκτεθεί. «Γενίτσαρο» τον είχε αποκαλέσει η Αθλητική Ηχώ, ζητώντας του να φύγει από την Ελλάδα όπου βρισκόταν για επίσκεψη. «Η επίσκεψίς του προεκάλεσε γενικήν αγανάκτησιν και η εμφάνισίς του εις ελληνικόν γήπεδον αποτροπιασμόν», έγραφε η εφημερίδα. «Ένιωσα προδομένος», είχε εκμυστηρευτεί.
Η ποδοσφαιρική καριέρα του Λευτέρη Αντωνιάδη έκλεισε… σχεδόν στη Φενέρμπαχτσε. Το 1964 σε ηλικία 39 ετών και έπειτα από 323 γκολ σε 480 εμφανίσεις (μέχρι και σήμερα είναι πρώτος σκόρερ της ομάδας), πήγε στην ΑΕΚ.
Αγωνίστηκε με τα κιτρινόμαυρα μόλις σε πέντε αγώνες και έβαλε δύο γκολ στο 7-1 κόντρα στον Απόλλωνα Σμύρνης (έτσι έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία σκόρερ της ομάδας μέχρι σήμερα), προτού κρεμάσει τα παπούτσια του λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο.

Το 1965 ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από τους πάγκους του Αιγάλεω. Προπόνησε ελληνικές αλλά και τουρκικές ομάδες μέχρι το 1972, οπότε και έκλεισε τον κύκλο του ως προπονητής στη Σαμσούνσπορ.
Το ντοκιμαντέρ που τον φέρνει στο προσκήνιο
Στις 14 Νοεμβρίου στο Netflix έκανε πρεμιέρα η ταινία Lefter: The story of the ordinarius.
Η αφήγηση δεν αναδεικνύει μόνο το αθλητικό μεγαλείο του αθλητή –τα εκατοντάδες γκολ, τη φήμη, τις διακρίσεις–, αλλά και την πολύπλευρη ζωή του: τον Έλληνα της Πόλης, τον σταρ της Τουρκίας, τον άνδρα που γνώρισε τον τρόμο, αλλά δεν έπαψε ποτέ να αγαπά τη Ρωμιοσύνη και να φορά το τουρκικό εθνόσημο.
Το φιλμ κάνει κάτι πολύ παραπάνω από μια απλή αναδρομή: είναι μια γέφυρα μνήμης, μια προσέγγιση ανάμεσα σε δύο κόσμους που ο Λεφτέρ κατάφερε να ενώσει.
Η κληρονομιά που δεν σβήνει
Ο Λευτέρης Αντωνιάδης έφυγε από τη ζωή στις 13 Ιανουαρίου του 2012. «Ver Lefter’e yaz deftere» (Δώσε στον Λευτέρη, θα γράψει στο τεφτέρι) φώναζε όλο το γήπεδο όταν το φέρετρο μπήκε στην έδρα της Φενέρ. «Χάσαμε τον καλύτερο που είχαμε», είπε στον επικήδειο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συναντώντας τον στην Πρίγκηπο, στο πλαίσιο του εορτασμού των 80 χρόνων της Μητρόπολης Πριγκηποννήσων, του είχε πει: «Κιουτσουκαντωνιάδης, Μπουγιουκαντωνιάδης!» – μπουγιούκ σημαίνει μεγάλος, και το λογοπαίγνιο είχε να κάνει με το παρατσούκλι του Λεφτέρ.
«Κιουτσουκαντωνιάδης, αλλά μεγάλος ποδοσφαιριστής», είχε επιμείνει ο Πατριάρχης. «Σας παρακαλώ…», ανταπάντησε ο Ρωμιός που ενώ λατρεύτηκε σαν ήρωας παρέμεινε σεμνός έως το τέλος της ζωής του, μια υπόμνηση ότι η ταυτότητα δεν είναι περιορισμός, αλλά δύναμη.
















