Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, γεννημένος το 1902 στο Τσανάκκαλε της Μικράς Ασίας, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στιχουργούς που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Λόγιος, γλωσσομαθής, με σπουδές στη Λεόντειο Σχολή και με βαθιά καλλιέργεια, άφησε πίσω του έναν θησαυρό στίχων που ακόμη και σήμερα συγκινούν.
Το όνομά του, όμως, έγινε θρύλος με ένα παρατσούκλι: «Τσάντας».
Ένα προσωνύμιο που του κόλλησαν οι ρεμπέτες της εποχής, επειδή δεν αποχωριζόταν ποτέ τη δερμάτινη τσάντα του, γεμάτη χαρτάκια, στίχους, ιδέες και μικρούς ποιητικούς κόσμους.

Τον υποδύθηκε το καλοκαίρι του 2025 στο θέατρο και συγκεκριμένα στην παράσταση Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα, που ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο Άλσος, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, ο οποίος έφερε μοναδικά σε πέρας τον ρόλο του επί σκηνής. Υπήρξε από τους πιο έμπιστους του Γιώργου Ζαμπέτα, ένας από τους ανθρώπους που με τους στίχους του, βοήθησαν τον κορυφαίο λαϊκό δημιουργό να «ανθίσει» στον κόσμο του ελληνικού πενταγράμμου.
Από τα προσφυγικά στη μουσική ιστορία
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα μαζί με χιλιάδες ξεριζωμένους. Στην αρχή εργάστηκε ως μεταφραστής και διερμηνέας στο υπουργείο Ναυτικών, αφού μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Όμως, το μεράκι του ήταν αλλού: στους στίχους και στο λαϊκό τραγούδι. Από τη δεκαετία του ’30 κιόλας, μέσα από τον Παμμικρασιατικό Σύλλογο, γνωρίστηκε με τον στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη και του εμπιστεύθηκε τα πρώτα του γραπτά.
Το 1940, με το τραγούδι «Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα» σε μουσική Νίκου Γούναρη, ξεχώρισε για πρώτη φορά. Η φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη «σφράγισαν» το τραγούδι, το οποίο έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς της εποχής. Από τότε, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο πια για τον Βασιλειάδη.
Η γνωριμία με τον Ζαμπέτα και η «τσάντα»
Το 1945, στην Ομόνοια, σε ένα καφενείο της οδού Ίωνος, γνωρίστηκε με τον νεαρό τότε Γιώργο Ζαμπέτα. Όπως διηγείται ο ίδιος ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του Βίος και Πολιτεία:
«Τον Μπάμπη τον ήξερα απ’ το ’45, μας είχε συστήσει ο Στράτος (Παγιουμτζής) στο μπαράκι. Με συμπάθησε και μού ’δινε στίχους για να γράφω κάνα τραγουδάκι.»
Από τότε, η σχέση τους έγινε σχεδόν οικογενειακή. Ο Γιώργος Ζαμπέτας τον αποκαλούσε «πατέρα» και εκείνος τον θεωρούσε «γιο». Ο Τσάντας κουβαλούσε πάντα μαζί του την περίφημη τσάντα με στίχους -έτοιμους ή μισοτελειωμένους- και συχνά τους χάριζε ή τους πουλούσε για ψίχουλα.
Έγραφε παντού: σε πακέτα τσιγάρων, σε χαρτοπετσέτες, εμπνευσμένος από έναν γλάρο, ένα δειλινό, μια άμαξα που έβλεπε να χάνεται μέσα στη βροχή.

Ο «λόγιος» των ρεμπέτικων και των λαϊκών
Στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης κατέγραψε τον καημό, τον έρωτα, την ελπίδα και τη φτώχεια με απλότητα και ανθρωπιά. Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους: Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χιώτη, Χρυσίνη, Κλουβάτο, Λαύκα, Μεϊμάρη και βέβαια τον Ζαμπέτα.
Στη δισκογραφία εμφανίστηκε επίσημα το 1946 με το τραγούδι «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι», σε μουσική Στελλάκη Περπινιάδη. Από τότε, οι επιτυχίες διαδέχτηκαν η μία την άλλη: «Φέρτε μια κούπα με κρασί» (Καλδάρας-Τσαουσάκης), «Όταν κοιμάται ο δυστυχής» (Καραπατάκης-Μπίνης), «Εσύ ’σαι αριστοκράτισσα» (Μπουρνέλης-Ταλιούρης), «Σάπιο σανίδι πάτησα» (Κλουβάτος-Ζαγοραίος), «Γόπα», «Πικραμένο δειλινό», «Η άμαξα μες στη βροχή», «Γλάροι», «Σιγανοψιχάλισμα», «Μ’ έκανε η αγάπη σου ξενύχτη».
Ήταν όλα τραγούδια που έγραψαν ιστορία…
Ο Πάνος Γαβαλάς καθιερώθηκε με το «Σιγανοψιχάλισμα» (1956), ενώ ο μουσικοσυνθέτης Φώτης Χαλουλάκος θυμόταν για εκείνον: «στον Τσάντα χρωστάω πολλά• κι όχι μόνο εγώ, αλλά και ποιος δεν του χρωστάει;».
Με τους στίχους του έκανε ντεμπούτο και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με το τραγούδι «Το καντήλι τρεμοσβήνει» (1949), ενώ ο Σπύρος Ζαγοραίος έγραψε ιστορία με το «Άναψε το τσιγάρο» των Κλουβάτου-Τσάντα.
Ο Τσάντας δεν ήταν μόνο στιχουργός, υπήρξε και «κυνηγός ταλέντων». Αυτός ανακάλυψε τη Γιώτα Λύδια, τη Ρία Κούρτη και τη Μαριάννα Χατζοπούλου – τραγουδίστριες που έλαμψαν χάρη στη δική του πίστη και καθοδήγηση.
Η χρυσή εποχή: Παπαϊωάννου, Ζαμπέτας, Καζαντζίδης
Η συνεργασία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου γέννησε αριστουργήματα όπως τα «Πριν το χάραμα», «Είσαι γυναίκα του μπελά», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» και «Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα» – το τελευταίο με ερμηνευτή τον νεαρό τότε Στέλιο Καζαντζίδη.
Με τον Καζαντζίδη η σχέση τους ήταν ιδιαίτερη. Και αυτό γιατί πριν καν ξεκινήσουν τη συνεργασία τους –η οποία έκανε δύο χρόνια για να πάρει σάρκα και οστά– αντάλλαξαν βαριές κουβέντες λόγω μιας παρεξήγησης που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους.
Ο ίδιος ο Στέλιος είχε εξομολογηθεί κατά το παρελθόν στον Βασίλη Βασιλικό τι ακριβώς είχε συμβεί, και ο τελευταίος, με τη σειρά του, είχε αποκαλύψει όλο το άγνωστο παρασκήνιο:
«Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ο Καζαντζίδης καθυστέρησε περίπου δύο χρόνια να “μπει” στην παραγωγή δίσκων, εξαιτίας ενός περίεργου περιστατικού, με έναν άνθρωπο που τότε κατείχε νευραλγική θέση στην εγχώρια δισκογραφία και που αργότερα έγραψε αρκετά τραγούδια στον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο επονομαζόμενος και Τσάντας.

»Κάποια στιγμή ο Στέλιος Καζαντζίδης, όταν ακόμα τραγουδούσε σε κάποιο υπόγειο μαγαζί στην Καλογρέζα, βρέθηκε μαζί με άλλους μουσικούς στο σπίτι του Βασιλειάδη. Ο Στέλιος, αφελώς και λόγω άγνοιας, αναφέρθηκε σε κάποια ερωμένη, πιθανώς, του Τσάντα. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως την είδε να βγαίνει από ένα κακόφημο μαγαζί στην Πατησίων. Ο αυθορμητισμός του Στέλιου, δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση. Ο Βασιλειάδης κατάλαβε πως ο Καζαντζίδης λέει αλήθεια. Μην μπορώντας όμως να τη δεχθεί, αντέδρασε παράλογα. Το μίσος του για τον Στέλιο, τον έκανε να “αγκαλιάσει” κάποιον άλλον πρόσφυγα τραγουδιστή, τον Γιάννη Τζιβάνη…».
Παρά την παρεξήγηση ανάμεσά τους, Καζαντζίδης και Βασιλειάδης συνεργάστηκαν αργότερα σε ανεπανάληπτα τραγούδια όπως «Ένας μάγκας στο Βοτανικό», «Πάντα εσένα συλλογιέμαι», «Κλαίει απόψε η καρδιά μου», ενώ ο Καζαντζίδης αργότερα επανέφερε στη δισκογραφία το «Πριν το χάραμα» και το «Πικραμένο δειλινό».
Με τον Γιώργο Ζαμπέτα, πάντως, ο Τσάντας δημιούργησε έναν από τους πιο σπουδαίους συνθετικοστιχουργικούς δεσμούς στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Μαζί υπέγραψαν τραγούδια όπως «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Τα δειλινά», «Αγωνία», «Πού ’σαι Θανάση», «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», «Ο ξενύχτης», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Κυρ-Αλέκο» και τόσα άλλα.
Ο Ζαμπέτας τον λάτρευε: «Ήτανε μπαξές ο γέρος! Μου ’γραφε τραγούδια με πέντε λέξεις. Μου ’δωσε το “Πού ’σαι Θανάση” λίγο πριν πεθάνει. Με έλεγε παιδί του. Ήταν θησαυρός!».
Σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, μάλιστα, είχε περιγράψει τη στενή σχέση που είχαν μεταξύ τους αλλά και το τελευταίο «χαρτάκι» που άφησε για εκείνον πριν πεθάνει ο Τσάντας. Όπως θα δείτε παρακάτω στο βίντεο να περιγράφει ο Ζαμπέτας, πήγε να συλλυπηθεί τη γυναίκα του όταν έμαθε ότι πέθανε και εκείνη του έδωσε ένα χαρτάκι στο οποίο ο Βασιλειάδης, τις τελευταίες ώρες της ζωής του, είχε γράψει τους στίχους του τραγουδιού «Πού ‘σαι Θανάση», που βέβαια όλοι γνωρίζουμε ως μία από τις διαχρονικότερες επιτυχίες από το ρεπερτόριο του Ζαμπέτα.
Ο άνθρωπος πίσω από τους στίχους
Ο Τσάντας έζησε απλά, φτωχικά, στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας, στη γωνία Αδριανουπόλεως και Σάρδεων, απέναντι από το γήπεδο του Ιωνικού. Παρόλο που ήταν γαμπρός του Γεώργιου Παπαδόπουλου (του μετέπειτα δικτάτορα) καθώς ο τελευταίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασιλειάδη, Νίκη, ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε τη συγγένεια αυτήν. Παρέμεινε έντιμος, αξιοπρεπής, και αφοσιωμένος στο έργο του.
Συχνά χάριζε τραγούδια ή τα πουλούσε για ένα πακέτο τσιγάρα.
«Πολύ καλός στιχουργός, αλλά τα τραγούδια του τα χάριζε για πέντε δεκάρες», έλεγε ο Παπαϊωάννου. Ο Κώστας Βίρβος υπολόγιζε πως έγραψε πάνω από 2.000 τραγούδια, όμως μόλις ένα μικρό μέρος τους φέρει το όνομά του στους δίσκους.
Οι δισκογραφικές της εποχής, αλλά και η έλλειψη κατοχυρωμένων πνευματικών δικαιωμάτων, οδήγησαν στην αφάνεια πολλούς στιχουργούς. Κάτω από τα ονόματα των Τσιτσάνη ή Παπαϊωάννου, συχνά κρυβόταν και αυτό του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
Η παρακαταθήκη ενός ταπεινού δημιουργού
Πέθανε το 1970, πάμφτωχος, αλλά πλούσιος σε δημιουργίες. Ο Άγγελος Μηλιάδης που κάλυπτε την αθηναϊκή νύχτα με στήλη του στην εφ. Βραδυνή, είχε γράψει τότε: «Τελείωσε η αγωνία του Χαράλαμπου Βασιλειάδη». Τα τραγούδια του, όμως, συνέχισαν να ζουν, να τραγουδιούνται και να συγκινούν.
Ο ερευνητής Κώστας Χρηστίδης είχε γράψει: «Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης αναμόρφωσε στιχουργικά το λαϊκό τραγούδι. Βοήθησε συνθέτες και τραγουδιστές, που οι περισσότεροι του το ανταπέδωσαν με αχαριστία. Εξαιρώ τον Ζαμπέτα και τον Καμενίδη [σ.σ. Στράτος] που τον υπεραγαπούσαν».
Η ζωή του, γεμάτη ταπεινότητα και γενναιοδωρία, αποτελεί σύμβολο μιας εποχής όπου ο λόγος ήταν ψυχή, όχι εμπόρευμα.
Από την ταλαιπωρημένη του τσάντα ξεπήδησαν στίχοι που παραμένουν φρέσκοι, συγκινητικοί και διαχρονικοί.
Ο Μάνος Ελευθερίου του είχε αφιερώσει τους εξής στίχους:
Στα περιβόλια τώρα μες στον Άδη
θα ’χεις συντροφιές και συντροφιές,
και του Τσάντα του Βασιλειάδη
θα του λες πώς κλείνονται οι δουλειές.
Κι έτσι, ο Μικρασιάτης λόγιος που έζησε φτωχικά, αλλά τραγούδησε… πλούσια, παραμένει –δικαιωματικά– ένας από τους θεμελιωτές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γιατί οι στίχοι του, όπως και η ψυχή του, δεν φθείρονται στο χρόνο.
















