«Γεννήθηκα στην Aθήνα τον Nοέμβριο του 1935. Oι γονείς μου πρόσφυγες. O πατέρας μου από το Mιχαλίτσι της Προύσας του Πόντου –ορφάνεψε μικρός και τον πήραν στο ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, απ’ όπου τον έδιωξαν στην Eλλάδα με την Ανταλλαγή το 1924–, και η μητέρα μου από ένα χωριό (Πακάνσκι) κοντά στο Nοβοροσίσκ της Pωσίας. O πατέρας μου τέλειωσε το δημοτικό και έμαθε και τέχνη: τσαγκάρης. H μητέρα μου ήταν αναλφάβητη, αλλά γύρω στα 60 της έμαθε μόνη της να διαβάζει και να γράφει, γιατί “ντρεπότανε να ’ναι αγράμματη”».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τον δημιουργό που με το έργο του άλλαξε την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Και δεν σταμάτησε εκεί. Συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, μεταφραστής αλλά και τηλεοπτικός οικοδεσπότης.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει σήμερα γενέθλια. Γίνεται 90 χρονών. Είναι δηλαδή ένα παιδί της Κατοχής. Και αυτό τον στιγμάτισε αλλά και τον χαρακτήρισε. Ευτυχώς για όλους, δεν έμεινε μόνο εκεί.

Τα δύσκολα χρόνια
«Η πιο βάρβαρη ανάμνησή μου από τα παιδικά μου χρόνια και την Κατοχή είναι η πείνα. Όταν έπεσε ο λιμός το 1941 πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Με τους Γερμανούς είχαμε περιέλθει σε μια κατάσταση απελπισίας. Δεν δούλευε κανείς, δεν υπήρχαν χρήματα, δεν υπήρχε φαγητό. Δεν είχαμε να πληρώσουμε την εγγραφή στο σχολείο, αλλά ευτυχώς με κάποιο τρόπο με πήρανε» είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του.
Μάλιστα πήγαινε και στο συσσίτιο που γινόταν στον Άγιο Παντελεήμονα, στα Πατήσια.
Παρά τις δυσκολίες, γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Μόνο που εκεί είχε άλλα θέματα, που έγιναν πληγές:
«Η μάνα μου εργαζόταν εκεί [σ.σ. στο κτήριο όπου πήγαινε σχολείο], καθαρίστρια. Οι καθηγητές κατά κανόνα ήταν αγράμματοι άνθρωποι, με κακό παιδαγωγικό επίπεδο. Με αποκαλούσαν, θυμάμαι, “ο γιος της καθαρίστριας”. Δεν το λένε αυτό σ’ ένα παιδάκι, θα πληγωθεί. Ήμουν πολύ καλός μαθητής. Όχι γιατί είχα καμιά ιδιαίτερη έφεση – διάβαζα από άμυνα».
Για την ιστορία, είχε συμμαθητές τους: Θεόδωρο Αγγελόπουλο, Αλέκο Φασιανό και Χρήστο Γιανναρά.


Στο δρόμο για τη δημιουργία
Μπήκε στη Νομική Αθηνών, όπου έμεινε τρία χρόνια. Για το γεγονός ότι δεν την τελείωσε, έχει μετανιώσει. Όμως κάπου εκεί, στο ψάξιμο για δουλειά, προέκυψε η δημοσιογραφία.
Ένας φίλος του, ο Νίκος Άγας, ετοιμαζόταν να δουλέψει σε ένα αθλητικό έντυπο – Ομάδα λεγόταν, με εκδότη τον Χρήστο Λαμπράκη. Ο Παπαδόπουλος πήγε αρχικά χωρίς λεφτά. Εκεί του ανέθεσαν να γράψει για ένα ματς.
Τους έκανε μεγάλη εντύπωση το κείμενό του, τόσο που τον προσέλαβαν και άρχισε να γράφει τα αθλητικά στο Βήμα και στα Νέα.
Τι γυρεύει όμως ένας δημοσιογράφος να γράφει στίχους;
Με τα δικά του λόγια: «Η δημοσιογραφία με βοήθησε πολύ στη στιχουργική. Συνδέονται αρκετά. Στη δημοσιογραφία λες την είδηση αμέσως. Έτσι και στους στίχους, δεν γίνεται να πλατειάζεις. Πρέπει να είσαι καίριος και να λες στα τρία λεπτά που διαρκεί ένα τραγούδι όσα μπορεί να γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο».
Και ήταν το πρώτο του στιχουργικό πόνημα η «Άπονη ζωή», που τον εκτόξευσε: «Με τον Σταύρο Ξαρχάκο ήμασταν γείτονες. Κάποια στιγμή, τότε που κι εκείνος ξεκινούσε, μου ζήτησε να γράψουμε ένα τραγούδι μαζί. Έτσι, έγραψα την “Άπονη ζωή”, και χάλασε ο κόσμος».


Πώς όμως διαχειρίστηκε την επιτυχία; «Όταν είσαι 28 χρόνων και σε τραγουδάει όλη η Ελλάδα και δεν έχεις διαβάσει, δεν ξέρεις λογοτεχνία και δεν έχεις μια οικογένεια να σε συγκρατεί, την ψωνίζεις. Εγώ το απόλαυσα, αλλά δεν την ψώνισα. Σε γράφουν οι εφημερίδες, σε λέν’ τα ραδιόφωνα, έρχονται οι γκόμενες. Βέβαια, όσον αφορά τις γκόμενες, ο στιχουργός είναι τρίτος στην ιεραρχία, μετά τον τραγουδιστή και τον συνθέτη», έχει πει.
Και έτσι ξεκινάει μια πορεία που αλλάζει την ιστορία. Συνεργασίες με σπουδαίους ανθρώπους, τραγούδια που έχουν περάσει στην αιωνιότητα. Και όλα αυτά με το μολύβι του. Όπως είχε τονίσει σε μια δημοσιογράφο, δείχνοντας το σπίτι του, «όλα αυτά έγιναν με το μολύβι».
Σπουδαίοι άνθρωποι
«Ο Τσιτσάνης είναι ανυπέρβλητος. Κανείς δεν έγινε καλύτερος από αυτόν. Ούτε ο Θεοδωράκης, ούτε ο Χατζιδάκις». Αυτή είναι η πεποίθησή του.
Μάλιστα για τον τελευταίο είχε αποκαλύψει: «Για τον Χατζιδάκι δεν έγραψα ποτέ, γιατί συνέβη κάτι σοβαρό. Όταν ήταν στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του πρότεινε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος να γράψει μαζί μου κάποια κομμάτια. Κατεβαίνει στην Αθήνα και συναντιόμαστε τυχαία στην οδό Κριεζώτου.
»Είχε βγάλει τότε το “Reflections” στην Αμερική και μου ζήτησε να γράψω στίχους στα ελληνικά πάνω στη μουσική. Με παίρνει ο Αλέκος Πατσιφάς, από τη “Λύρα”, και μου λέει: “Στο τάδε τραγούδι σε παρακαλεί ο Μάνος να βάλεις το όνομα Κεμάλ”. Το όνομα ήταν από έναν σκύλο που είχε κάποιος φίλος του Χατζιδάκι. Του είπα να με αφήσουν ήσυχο και αυτός και ο Χατζιδάκις. Ο Γκάτσος μετά κράτησε μόνο τον τίτλο και έγραψε ένα καταπληκτικό τραγούδι».
Από την άλλη, θεωρούσε ότι ο δυσκολότερος για αυτόν ήταν ο Απόστολος Καλδάρας: «Έχει γράψει βέβαια ένα μαγικό τραγούδι, το “Νύχτωσε χωρίς Φεγγάρι”. Ήξερε γράμματα, αλλά προερχόταν από μια σχολή λαϊκού τραγουδιού που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του κάποια κλισέ. Ζητούσε να τα βρει μέσα στο τραγούδι που του έγραφες εσύ. Εγώ είχα άλλη άποψη.
»Ο Καλδάρας ήταν δύστροπος και μου είχε αφήσει μια δύσκολη γεύση. Ας πούμε, το τραγούδι “Γιε μου”, αλλιώς το έγραψα και αλλιώς βγήκε. Έλεγε να μην το κάνω έτσι γιατί ήταν ποιητικό και σαχλαμάρες. Το τραγούδι έγινε σουξέ, έφερε ξανά στο προσκήνιο τον Κόκοτα, αλλά δεν είναι εκατό τοις εκατό δικό μου τραγούδι».

Εκτός όμως από τον Ξαρχάκο, δεν ξεχνά και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «Μόλις βγήκα στο κουρμπέτι, είπε στον Τσιτσάνη, στον Καλδάρα και σε άλλους μεγάλους εκείνων των χρόνων, “Αυτός ο μικρός, θα σας στείλει όλους στη σύνταξη”. Ήταν η πρώτη που με πίστεψε. Δεν συνάντησα πολλούς ανθρώπους στην πορεία μου με τέτοια γενναιοδωρία».
Όσο για τους απόντες: «Ο φίλος μου ο Μάνος Λοΐζος, ένας άνθρωπος όλος αγάπη, μια καρδιά που καιγόταν και δινόταν. Ο Μάνος, ήταν πάντα με ένα βλέμμα και ένα μετέωρο βήμα στο μέλλον. Δεν φύγαμε ποτέ τελικά για εκείνο το νησί που λέγαμε με τις κιθάρες μας, δεν ζήσαμε σαν Ροβινσώνες. Δεν πειράζει. Ο Μάνος ξοδεύτηκε στον έρωτα, στη φιλία, στο ξενύχτι. 47 χρόνια σαν αιώνας».
Εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια
Την πρώτη φορά που πήγε στο γήπεδο ήταν 6 χρονών και τον είχε πάει ο πατέρας του. Είναι ΑΕΚτζής – και πολύ περήφανος για αυτό.
Όσον αφορά τους αγαπημένους του παίκτες δηλώνει: «Πάντα η ΑΕΚ είχε μεγάλους γκολτζήδες. Νεστορίδης, Παπαϊωάννου, Μαύρος, Μπάγεβιτς. Όμως, ο Νεστορίδης ήταν ο Ντι Στέφανο της ΑΕΚ. Ένας Μέσι πριν από τον Μέσι».

Την αγάπη του για την ΑΕΚ την πιστοποιεί και η σύζυγος του, η σκηνοθέτις Ράια Μουζενίδου. Όταν της έγινε η ερώτηση «ποια θεωρεί τη σοβαρότερη αντίπαλό της», απάντησε: «Ααα, η ΑΕΚ! Με όλους μπορώ να νικήσω. Με την ΑΕΚ θα ηττηθώ!».
Ωστόσο, δεν παρέστη στα εγκαίνια του νέου γηπέδου: «Εγώ ήθελα, τα πόδια δεν άκουγαν!». Για να καταλήξει: «Πάντοτε υποστήριζα ότι η ΑΕΚ είναι κάτι περισσότερο από μία ομάδα. Είναι μια ιδέα η ΑΕΚ, κι ας μη φοβόμαστε να το λέμε. Έχει τόσους συμβολισμούς όσους δεν έχει καμία άλλη ομάδα».
Κάτω από την Ακρόπολη
Θα ήταν περιττό να πούμε ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένας άνθρωπος χορτασμένος. Από αγάπη γύρω του, από επιτυχίες, από αναγνώριση. Όσον αφορά την τελευταία, στις 7 Ιουνίου 2024, τιμήθηκε από την τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελαροπούλου με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής.
Το ίδιο παράσημο πήρε και ο Μίμης Πλέσας, ένας δημιουργός με τον οποίον έγραψαν χρυσές σελίδες. Από τα κινηματογραφικά τραγούδια, μέχρι το Δρόμο που θεωρείται ακόμα και σήμερα ίσως το πιο εμπορικό άλμπουμ στη χώρα μας.
«Είμαι χορτάτος, ένας άνθρωπος χωρίς απωθημένα. Η νοσταλγία για εμένα δεν έχει μόνο κάτι τρυφερό, είναι και παγίδα. Σημασία στη ζωή έχει να κοιτάς μπροστά. Ό,τι έγινε στο παρελθόν, ανήκει σε αυτό» είχε πει σε πρόσφατη συνέντευξη του.


Το φτωχόπαιδο που γεννήθηκε σαν σήμερα και μεγάλωσε στην οδό Φωκαίας 18, κάτω από την Πλατεία Βικτωρίας, πήρε τη ζωή στα χέρια του και άφησε το στίγμα του. Χάρηκε που πρόλαβαν οι γονείς του να δουν κάποια τραγούδια του να γίνονται επιτυχίες.
«Η μάνα μου είχε όνειρο να αποκτήσει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι της, ένα σπίτι. Αυτό της είχε λείψει περισσότερο. Ε, λοιπόν, της αγόρασα δύο: ένα για να μένει κι ένα για να το νοικιάζει και να έχει δικό της εισόδημα. Και αισθανόταν σαν βασίλισσα!» έχει πει.
Από το 1981 μέχρι σήμερα ο ίδιος ζει σε ένα θαυμάσιο σπίτι, κάτω από την Ακρόπολη με τη σύζυγό του. Όχι δεν είναι από αυτά που θα παρουσιάσουν τα έντυπα, αλλά ένα σπίτι γεμάτο ιστορία, μνήμες και καλό, διακριτικό γούστο.
Ξέχωρα από τις τεράστιες επιτυχίες του, είναι ένας ευτυχισμένος σύζυγος, πατέρας και παππούς. Που ακόμα και σήμερα θέλει να μαθαίνει πράγματα.


Τέλος σε ερώτηση, αν καταστρεφόταν ο κόσμος ποιο από τα 1.200 τραγούδια που έχει γράψει θα διάλεγε να απομείνει, η απάντηση είναι το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», γιατί έχει ένα σπουδαίο τετράστιχο:
Το απομεσήμερο
έμοιαζε να στέκει,
σαν αμάξι γέρικο,
στην ανηφοριά.
















