Ο Θεόδωρος Ξανθόπουλος ζούσε στον οικισμό Πελετσούχ (Πελετζίκ, Πελιτζούκ της Κεπέκκλησας). Εκκλησιαστικά ο οικισμός άνηκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Χαλδίας και Χερροιάνων, οι κάτοικοί του όμως συνήθως απευθύνονταν στον μητροπολιτικό έξαρχο της Κεπέκκλησας. Πριν από την εξορία ο πληθυσμός ανερχόταν στους 245 Έλληνες κατοίκους, οι οποίοι προέρχονταν από την Αργυρούπολη και μιλούσαν ποντιακά.
Στο κέντρο διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στην Υπαπαντή και Δημοτικό Σχολείο. Εξαιρετικά προσοδοφόρα για τους κατοίκους του οικισμού είχε αποδειχθεί η καπνοκαλλιέργεια, και διέθεταν τα καπνά τους στη Régie της Τρίπολης, που είχε το μονοπώλιο του προϊόντος σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρήγαγαν επίσης όσπρια, καρύδια και φουντούκια, τα οποία διέθεταν, ανάλογα με τη ζήτηση, στις αγορές της Κερασούντας, της Τρίπολης και της Εσπιέ.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1916, όταν η Ρωσία άρχισε να κατεβαίνει στον Πόντο, όλη η περιοχή Κεπέκκλησας πήγε εξορία. Στις 29 Νοεμβρίου ήρθε διαταγή να εγκαταλείψουμε το χωριό μας. Σχεδόν δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μαζευτήκαμε στην Κεπέκκλησα, σε μια γέφυρα. Είχαμε φορτωμένα τα παπλώματα και τα άλλα βαριά είδη στις αγελάδες και στα μουλάρια. Τα ελαφριά πράγματα τα κρατούσαμε στο χέρι. Ξεκινήσαμε από την Κεπέκκλησα και σε δυο μέρες φτάσαμε στο Τσαγκράκ. Εκεί καθίσαμε τρεις μέρες. Μετά ανεβήκαμε ένα βουνό που το λένε Ερμέζ. Είχε πολλά χιόνια και μερικοί πέθαναν στο δρόμο απ’ το κρύο.
Κατεβήκαμε στους πρόποδες του βουνού και σε τρεις μέρες φτάσαμε στη Γαράσαρη. Απ’ εκεί πήγαμε στο Σούσεχρι.
Στο Σούσεχρι μείναμε δύο μήνες. Είχε αρρώστιες. Φύγαμε και πήγαμε στο Ρεσαdιέ. Μια βδομάδα καθίσαμε εκεί. Όσοι μπορούσαμε φύγαμε κρυφά. Φτάσαμε στο χωριό Χάνγερι του Νικσάρ και μείναμε μερικούς μήνες. Πενήντα νοματαίοι ήμασταν παρέα, ήταν χριστιανοί καλοί στο Χάνγερι. Ενταφιάσαμε όμως κι εδώ δικούς μας.
Μάρτιο μήνα πήραμε τα βουνά, να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα. Πιάσαμε τα υψώματα του Μεσουdιέ. Από βουνό σε βουνό, από τουρκοχώρι σε τουρκοχώρι, φτάσαμε στο Καράγκöλ. Δε μας ρωτούσε κανείς τίποτα στο δρόμο. Στο Τσαλ νταγ μάς ληστέψανε. Πήρανε τα ζώα μας, πήρανε τα πάντα, και τα τσαρούχια των παιδιών ακόμα. Μόνο ένα πάπλωμα είχαμε μαζί μας.
Φτάσαμε στο Αρμενοχώρι. Μας έπιασε τούρκικος στρατός και μας έβαλαν φυλακή στην Κεπέκκλησα. Απ’ εκεί μας πήγαν στην Εσπίε, στης θάλασσας την άκρη. Μας άφησαν εκεί. Μαζί με τον αδερφό μου πήγα σε γνωστό μου μπέη, πήραμε καλαμπόκι σποράς, κατεβήκαμε στην ακρογιαλιά και με θαλασσόνερο βράζαμε το καλαμπόκι.
Ήμασταν πεινασμένοι κι ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας το τρώγαμε. Μαζεύαμε φουντούκια και τα τρώγαμε με τη φλούδα τους.
Μας οδηγούν τώρα προς την Κερασούντα. Στο βουνό το σκάσαμε. Μας πιάσανε. Τη νύχτα το ξανασκάσαμε, μας ξαναπιάσανε. Τον αδερφό μου πήγαν να τον σφάξουν στην άκρη του ποταμιού. Λέει εκείνος: «Λυπηθείτε με». Τον άφησαν ελεύθερο. Πήγαμε στο ελληνικό χωριό Τζαμού. Το βρήκαμε έρημο. Από βουνό σε βουνό, καταλήξαμε στην Κεπέκκλησα. Μετά πήγαμε στο χωριό μας. Μας πιάνουν τζανταρμάδες. Πάω σπίτι μου να ψάξω δήθεν για τρόφιμα. Βρήκα σφαίρες, τις έχωσα στο σακκούλι με τα φασόλια, δεν τις είδαν οι Τούρκοι. Μας πάνε ξανά στην Κερασούντα. Απ’ εκεί στην Ορdού. Στο δρόμο τρώγαμε φύλλα από μουριές και τσουκνίδες. Μας ξαναπήγαν στο εσωτερικό. Από βουνό σε βουνό φτάσαμε στο Νίκσαρ. Στο βουνό πέθανε ο αδελφός μου. Πέθαναν πολλοί, άλλοι από το κρύο, άλλοι απ’ την πείνα. Μερικούς έφαγαν οι λύκοι και τα σκυλιά. Στο Νίκσαρ βρήκα την αδελφή μου. Είχε πάει εκεί από την Ορdού. Μείναμε μαζί δύο χρόνια.
Το 1918 τελείωσε ο Ευρωπαϊκός πόλεμος, έγινε ανακωχή. Γυρίσαμε στο χωριό μας. Εκεί βρήκαμε Τούρκους των γύρω χωριών. Δεκέμβριος μήνας ήτανε. Ρωτήσανε οι Τούρκοι ποιοι είμαστε. Τους απαντήσαμε. Το χωριό μας ήταν λεηλατημένο, αλλά αρχίσαμε να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας κι επιδοθήκαμε στη γεωργία.
Από τα διακόσια ογδόντα άτομα που είχε το χωριό μας γύρισαν πίσω μόνο δεκαοχτώ. Τους άλλους που ήτανε χαμένοι τούς βρήκαμε εδώ.
Το 1920 στέλνουν πάλι το χωριό μας εξορία, αυτή τη φορά στο Ερζερούμ. Πήραν όλους από δεκαπέντε χρονώ και πάνω. Αν και ήμουνα μεγαλύτερος, κατάφερα να μείνω πίσω. Μετά δεκαπέντε μέρες παίρνουν κι εμάς, τα παιδιά.
Μας πάνε στην Τρίπολη. Εκεί μέναμε σε εκκλησίες. Μας βάζανε οι Τούρκοι σε σκληρές δουλειές, σε οδικά έργα. Ήταν, όμως, στην Τρίπολη ένας καλός Τούρκος, ο δήμαρχος Ζαΐμ Ζαdέ εφέντης. Μας προστάτεψε. Δυστυχώς οι καλοί Τούρκοι ήταν λίγοι. Πολλά παιδιά έμειναν απροστάτευτα. Άλλα πέθαναν, άλλα τούρκεψαν.
Το φθινόπωρο του 1922, κάτι Τούρκοι που μας αγαπούσαν λένε: «Φως στα μάτια σας! Θα πάτε στην Ελλάδα…». Ήρθαν τούρκικα πλοία και μας πήγαν στην Πόλη. Δε μας άφησαν να πάρουμε τίποτα μαζί μας. Τα ναύλα τα πληρώσαμε απ’ την τσέπη μας.
Ψάχνανε τα ψωμιά που είχαμε μαζί μας, τα κόβανε, να δουν τι περιέχουν. Ευτυχώς, κρύψαμε κάτι χαρτονομίσματα μέσα σε πορτοκάλια.
Πρωτοχρονιά του 1923 κάναμε στην Πόλη. Μας πήγαν στους στρατώνες Σελιμιέ στο Σκούταρι. Εκεί πέθαιναν πολλοί από εξανθηματικό τύφο. Το Πατριαρχείο ενήργησε, ήρθαν ελληνικά πλοία και μας πήραν στην Ελλάδα. Βγήκαμε στη Μακρόνησο. Κάποιος θείος μου, μπακάλης στην Καλλιθέα, φρόντισε να μας βγάλει απ’ εκεί. Μας πήγαν στο Μαρούσι. Μείναμε εκεί τρεις οικογένειες επί πέντε μήνες. Μετά πήγαμε στην Πτολεμαΐδα και ύστερα στο Σούρποβο, που τώρα λέγεται Άρδασα.
















