Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ένας από τους τελευταίους μεγάλους της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος κατάφερε να συνδυάσει τη σεμνότητα με το ταλέντο, την ευαισθησία με τη σάτιρα και τη θεατρική παιδεία με την κινηματογραφική αλήθεια.
Σήμερα, στα 91 του χρόνια, παραμένει ένα από τα πιο αγαπητά πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου, ένας άνθρωπος που έζησε τα πιο δραματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και τις πιο φωτεινές στιγμές της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Τα παιδικά χρόνια μέσα στη δίνη της ιστορίας
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 1934 –αν και ο ίδιος έχει αναφέρει ότι ίσως γεννήθηκε μια μέρα νωρίτερα, στις 26 Οκτωβρίου. Μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Βάθης, όπως έχει πει «ανάμεσα σε καμιά εβδομηνταριά οίκους ανοχής και σε μια εκκλησία». Η εικόνα αυτή, τόσο ωμή όσο και ποιητική, περιγράφει με ακρίβεια τη ζωή του μικρού Γιώργου: μια παιδική ηλικία ανάμεσα στη σκληρότητα και το φως, στη φτώχεια και την ελπίδα.
Οι γονείς του, ο Μιχάλης Κωνσταντίνου και η Νίτσα Φιλοσόφου, ήταν και οι δύο δημοφιλείς ηθοποιοί της οπερέτας -πρωταγωνιστές της μουσικής σκηνής των δεκαετιών του ’30 και του ’40, των λεγόμενων μπουλουκιών της εποχής. Λόγω των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, ο μικρός Γιώργος μεγάλωσε κυρίως με τη γιαγιά του. Ήταν μια περίοδος δύσκολη: τα χρόνια της Κατοχής και στη συνέχεια του Εμφυλίου, με πείνα, φόβο και ανασφάλεια.
Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι εκείνα τα χρόνια άφησαν μέσα του ένα βαθύ αποτύπωμα. «Μετά την Κατοχή τα παιδιά ήμασταν όλα ανερμάτιστα. Δεν υπήρχε μέλλον», έχει πει σε μια από τις πιο ειλικρινείς του εξομολογήσεις.

Ο τορπιλισμός της «Έλλης», μια παιδική μνήμη-τραύμα
Ίσως το πιο συγκλονιστικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας συνέβη τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Ο μικρός Γιώργος, έξι ετών τότε, βρισκόταν στην Τήνο μαζί με τη μητέρα του για το προσκύνημα της Παναγίας. Ήταν εκεί, στην παραλία, όταν το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη» χτυπήθηκε ύπουλα από ιταλική τορπίλη. Ο ίδιος έχει αφηγηθεί πολλές φορές το περιστατικό:
«Ήμουν έξι χρονών. Βρισκόμασταν στην παραλία, κι εγώ κρατούσα το χέρι της μητέρας μου, όταν ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος, φωνές, πανικός, καπνοί… Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Αργότερα έμαθα πως ήταν ο τορπιλισμός της “Έλλης”.»
Η εμπειρία αυτή, την οποία είχε βιώσει μέσα από τα παιδικά του μάτια, τού δίδαξε από νωρίς τη σκληρότητα και τη ματαιότητα του πολέμου. Ήταν η πρώτη του επαφή με το δράμα -όχι στη σκηνή, αλλά στην ίδια τη ζωή.
Από τα ηλεκτρολογικά στη σκηνή του Κουν
Παρότι μεγάλωσε σε καλλιτεχνική οικογένεια, δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει τα βήματα των γονιών του. Όταν τελείωσε το σχολείο, γράφτηκε στη σχολή Πάλμερ για να γίνει ηλεκτρολόγος. Η μητέρα του όμως, βλέποντας το εκφραστικό του πρόσωπο και τη φυσική του ευχέρεια, επέμεινε να δοκιμάσει τη δραματική τέχνη. Υπέκυψε στις πιέσεις της και γράφτηκε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη, όπου συμμαθητές του ήταν η Άννα Ματζουράνη, η Μπεάτα Ασημακοπούλου και η Κατερίνα Γώγου.
Η σχολή, ωστόσο, έκλεισε απροσδόκητα και ο νεαρός Γιώργος Κωνσταντίνου προσπάθησε να μπει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, χωρίς επιτυχία. Η τύχη όμως του χαμογέλασε σύντομα. Ο Κάρολος Κουν, αναγνωρίζοντας το ταλέντο και τη φυσική του σκηνική παρουσία, τον δέχτηκε στη δική του σχολή. Εκεί, μέσα στο περιβάλλον του Θεάτρου Τέχνης, έμαθε τα πρώτα μυστικά της υποκριτικής και έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις στη σκηνή, μεταξύ άλλων ως Ερμής στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Αυτό ήταν το πραγματικό του «βάπτισμα του πυρός». Από τότε, το θέατρο έγινε γι’ αυτόν όχι απλώς επάγγελμα, αλλά τρόπος ζωής – ένας καθρέφτης όπου μπορούσε να βλέπει τον εαυτό του και να μοιράζεται την ανθρώπινη αλήθεια.

Οι πρώτες επιτυχίες και η «Οδός Ονείρων»
Το καλοκαίρι του 1962 υπήρξε καθοριστικό. Ύστερα από μια σεζόν στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ο Μάνος Χατζιδάκις τον επέλεξε, μαζί με μια ομάδα νέων ηθοποιών -ανάμεσά τους ο Γιώργος Μαρίνος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Κώστας Καφάσης, η Βέρα Κρούσκα και ο Γιώργος Μεσσάλας– για την ιστορική παράσταση Οδός Ονείρων. Εκεί πρωταγωνιστούσαν ο Δημήτρης Χορν, η Ρένα Βλαχοπούλου και η Μάρω Κοντού. Η παράσταση σημείωσε τεράστια επιτυχία, έγραψε ιστορία στο ελληνικό μουσικό θέατρο και ανέδειξε τον Κωνσταντίνου σε έναν από τους πιο υποσχόμενους νέους ηθοποιούς της εποχής.
Τον επόμενο χειμώνα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά στο θέατρο Ρεξ, όπου θα ανέβαζε το έργο του Μπέρναρ Σο Καίσαρ και Κλεοπάτρα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου συμμετείχε και τραγουδούσε το κομμάτι «Ένα γαλάζιο φόρεμα». Όμως η παράσταση απέτυχε παταγωδώς και μέσα σε έναν μήνα κατέβηκε. Στη θέση της ανέβηκε η κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Χτυποκάρδια στο θρανίο.
Εκεί, ο Γιώργος Κωνσταντίνου πήρε τον ρόλο ενός φτωχού φοιτητή που δίνει ιδιαίτερα μαθήματα στην Αλίκη και περιγράφει με αφοπλιστική φυσικότητα σε ένα γκαρσόνι το προφιτερόλ -μια σκηνή που έμεινε κλασική. Το έργο σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία, και η επιτυχία αυτή επαναλήφθηκε το επόμενο καλοκαίρι με τη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο. Έτσι ο Γιώργος Κωνσταντίνου έγινε ευρύτερα γνωστός στο μεγάλο κοινό.
Η πορεία στον κινηματογράφο και ο «Αντωνάκης»
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είχε πρωτοεμφανιστεί στον κινηματογράφο, το 1961, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Η Λίζα και η άλλη» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Αν και δεν υπήρξε από τους πιο πολυπράγμονες κινηματογραφικούς ηθοποιούς της εποχής -συνολικά έπαιξε σε περίπου 25 ταινίες-, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του.
Η πιο εμβληματική του στιγμή ήρθε το 1965, όταν ο Γιώργος Τζαβέλλας τού εμπιστεύτηκε τον ρόλο του αυταρχικού και συντηρητικού Αντωνάκη στην κωμωδία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», δίπλα στη Μάρω Κοντού.
Ο Αντωνάκης έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, προσωποποίηση του Έλληνα άνδρα που παλεύει ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό. Ο ίδιος ο Γιώργος Κωνσταντίνου, χρόνια αργότερα, θα πει: «Ο Αντωνάκης δεν ήταν κακός άνθρωπος· ήταν απλώς παιδί της εποχής του».
Η τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήρθε σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το 2012, στην ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Αν…», αποδεικνύοντας πως η τέχνη δεν έχει ηλικία.
Η τηλεόραση το δεύτερο σπίτι του
Αν στον κινηματογράφο ήταν επιλεκτικός, στην τηλεόραση υπήρξε πολυπράγμων και πολύ δημιουργικός. Έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε πολλές αγαπημένες σειρές, όπως οι «Ανθρώπινες Ιστορίες», «Άσε τον κόσμο να γελάσει», «Τα εφτά κακά της μοίρας μου» και «Πατήρ, Υιός και Πνεύμα». Η ικανότητά του να περνάει από το κωμικό στο δραματικό με φυσικότητα τον έκανε έναν από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους της μικρής οθόνης.
Συχνά περιέγραφε τον εαυτό του ως «αντιστάρ». Δεν τον ενδιέφεραν οι δημόσιες σχέσεις, τα φώτα, τα πάρτι. Ήταν πάντοτε χαμηλών τόνων, ένας καλλιτέχνης που προτιμούσε να αφήνει τη δουλειά του να μιλάει αντί γι’ αυτόν.

Ο άνθρωπος πίσω από τους ρόλους
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου υπήρξε πάντα διακριτικός σε ό,τι είχε να κάνει με την προσωπική του ζωή. Έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει αποκτήσει δύο παιδιά: έναν γιο, τον Γιώργο, που είναι πιανίστας, και μια κόρη, την Άννα, που κινείται επίσης στον χώρο της τέχνης, χαράζοντας τη δική της πορεία στον κόσμο της υποκριτικής.
Σε συνεντεύξεις του, έχει μιλήσει με ειλικρίνεια για τα δύσκολα χρόνια, για τα λάθη και τις αδυναμίες του, ακόμη και για την περίοδο που πάλεψε με τον εθισμό στον τζόγο. «Ήταν ένα πάθος που με κυρίευσε για χρόνια», έχει παραδεχθεί, «αλλά το ξεπέρασα γιατί κατάλαβα ότι μου έτρωγε τη ζωή».
Σε μια συγκινητική εξομολόγηση, έχει πει: «Δεν πήρα πολλή αγάπη ως παιδί. Το μεγαλύτερο κέρδος που είχα στη ζωή μου ήταν η αγάπη του κόσμου». Κι αυτή η φράση, ίσως περισσότερο από κάθε βιογραφικό στοιχείο, συνοψίζει την πορεία του.
Ένας άνθρωπος που πάλεψε με την απουσία, την ανασφάλεια και τη μοναξιά, αλλά τελικά βρήκε καταφύγιο στη δημιουργία και στην επικοινωνία με το κοινό.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου προσφάτως γιόρτασε τα 91 του χρόνια. Κοιτάζοντας πίσω, η διαδρομή του μοιάζει απίστευτη: από το παιδί που έζησε τον τορπιλισμό της «Έλλης», στον ηθοποιό που έδωσε ζωή σε ρόλους-σύμβολα του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου. Από τον μαθητευόμενο του Κάρολου Κουν, στον ώριμο καλλιτέχνη που δίδαξε υποκριτική σε νέες γενιές.
Δεν είναι μόνο το ταλέντο του που τον κάνει να ξεχωρίζει, αλλά και η στάση ζωής του: η ταπεινότητα, η αίσθηση μέτρου, η ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του. Όπως έχει πει ο ίδιος: «Δεν είμαι σταρ. Είμαι απλώς ένας άνθρωπος που αγαπά τη δουλειά του».
Και πράγματι, αυτή η αγάπη είναι που του χάρισε τη μακροβιότητα -όχι μόνο βιολογικά, αλλά και καλλιτεχνικά. Στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζεται μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, μια εποχή που σήμερα φαντάζει μακρινή, αλλά χάρη σε ανθρώπους σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου, παραμένει ζωντανή στη μνήμη και στην ψυχή του κοινού.
















