1973. Προβάλλονται στον κινηματογράφο οι Μέρες του ’36, η δεύτερη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο Γιώργος Παπαστεφάνου θυμόταν πως «Για τη σκηνή της φυλακής, ο σκηνοθέτης έβαλε να ακούγεται το προπολεμικό τανγκό “Μην περιμένεις”, με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη. Σείστηκε η αίθουσα από το χειροκρότημα».
Και μπορεί η ταινία να μην έγινε εμπορική επιτυχία, όμως όλος αυτός ο ντόρος έκανε τις δισκογραφικές εταιρείες να ψάξουν στα αρχεία τους και να βγάλουν τα τραγούδια της Κάκιας Μένδρη.
Αυτή ήταν η τρίτη καριέρα της σπουδαίας τραγουδίστριας.
Το περίεργο είναι ότι σε άλλη μια ταινία του νέου –τότε– ελληνικού κινηματογράφου, στη Γλυκιά συμμορία του Νίκου Νικολαΐδη, ακούστηκε και έτερο τραγούδι της Μένδρη.
Ένα σπουδαίο και αξέχαστο τραγούδι που είχε συνθέσει ο Λέο Ραπίτης και προοριζόταν για τη μούσα του, τη Σοφία Βέμπο. Μόνο που η τελευταία βρισκόταν σε περιοδεία στις ΗΠΑ, και ηχογραφήθηκε με τη Μένδρη.
Η θεατράλε φωνή που ενώνει
Γεννήθηκε το 1912 στην Οδησσό, από γονείς μετανάστες που οι ρίζες τους ήταν από την Κάλυμνο. Το 1917 η οικογένειά της ήρθε στην Αθήνα, μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Εργάστηκε ως εσωτερική δασκάλα σε οικογένεια πλουσίων, ώσπου η καλή της τύχη ήθελε να την ανακαλύψει ο Αττίκ και να την κάνει πρωταγωνίστρια στη Μάντρα του.
Η Κάκια Μένδρη ήταν, στην εποχή της, αυτό που θα λέγαμε σήμερα σε άπταιστα ελληνικά «icon».
Σε αντίθεση με τις τραγουδίστριες της εποχής, που πρόβαλλαν μια έντονη θηλυκότητα, εκείνη εμφανιζόταν με ύφος αυστηρό, χαρακτηριστικά έντονα, μαλλιά μαζεμένα, χωρίστρα στη μέση και κλειστά πουλόβερ. Μια εικόνα που ήταν πολύ συνηθισμένη στην Ευρώπη, όχι όμως στη χώρα μας.
Ο Αττίκ την πήρε στη Μάντρα του το 1935. Και παρά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, η Μένδρη ήταν τραγουδίστρια πρώτης γραμμής. Τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις της όσο και στις ηχογραφήσεις.
Εκείνο που την ξεχώριζε δε από τις άλλες ήταν η θεατρικότητα με την οποία ερμήνευε τα τραγούδια της.
Δεύτερη καριέρα
Δεκαετία του ’50. Μια χώρα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της. Από την άλλη, στη μουσική όλα αλλάζουν. Το «θεατράλε» στιλ της Μένδρη –και κυρίως το ρεπερτόριό της– έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο τζαζ ακούσματα και σε πιο απλές ερμηνείες. Όμως εκείνη ήταν μια δυναμική γυναίκα που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Αρχικά κάνει επιλεγμένες εμφανίσεις σε κοσμικά κέντρα.
Το 1955 βρίσκει το καλλιτεχνικό της ταίρι, τη Ροζίνα Τζινιώλη, με την οποία γίνονται θαυμάσιο ντουέτο.
Επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, έως το 1967, αλώνιζαν τον κόσμο κρατώντας ζεστές τις μνήμες των έξοχων τραγουδιών που ενθουσίαζαν ιδιαίτερα τους Έλληνες του εξωτερικού.
Έτσι οι δυο τους γυρίζουν τον πλανήτη. Η Μένδρη μάλιστα, που ήταν και πολύ μορφωμένη, τραγουδούσε σε επτά γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά και εβραϊκά! Ειδικά στο Ισραήλ είχε απίστευτη επιτυχία, και οι εμφανίσεις της και πολλές ήταν και κρατούσαν πάνω από τρίμηνο, όποτε πήγαινε.
Η πικρή λήθη
Όταν στη δεκαετία του ’70 επανήλθε, όπως αναφέραμε πιο πάνω, έκανε πολύ λίγες εμφανίσεις. Μία μάλιστα ήταν στην τηλεόραση, στην εκπομπή του μεγάλου Γιώργου Παπαστεφάνου.
Ήταν όμως πολύ μοναχικό άτομο, και σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε από τα φώτα και τις όποιες δραστηριότητες.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε μείνει πικραμένη μόνη και εγκαταλελειμμένη στο Γηροκομείου Αθηνών, όπου μόνη παρέα της είχε την Ροζίνα Τζινιώλη. Εκεί άφησε την τελευταία της πνοή σαν σήμερα το 1994.
Σπύρος Δευτεραίος