Αυτό είναι το ρεφρέν του τραγουδιού «Σεβντά, φωτία, μάισσα»* που έγραψε ο αλησμόνητος Γιώτης Γαβριηλίδης, και ανατρέχοντας στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου καταλαβαίνουμε τι έπαθε ο καημένος ο σεβ(ν)ταλής.
Όπως μας πληροφορεί ο μεγάλος Άνθιμος Παπαδόπουλος, η λέξη μανέα προέρχεται από το ουσιαστικό μανίν, το οποίο με τη σειρά του κρατάει τη σκούφια του από το αρχαίο επίθετο «μανός», που σημαίνει αραιός (π.χ. το ύφασμα που όταν καίγεται μεταβάλλεται σε καπνιά).
Μανέα, λοιπόν, είναι η αιθάλη (καπνιά) των καπνοδόχων ή των μαγειρικών σκευών, η μαύρη μούχλα («μύκης μαύρος» γράφει ο ΑΠ), αλλά και η αράχνη, λόγω χρώματος.
Υπάρχει και η φράση «Ατός μανέαν έν’», που σημαίνει ότι κάποιος είναι βδελυρός, και όποιος τον αγγίζει/συναναστρέφεται κινδυνεύει να κατηγορηθεί ως όμοιός του.
Επιστρέφοντας στο τραγούδι, ο δημιουργός κατηγορεί την αγάπη, τη μάγισσα και βασίλισσα της φωτιάς, ότι κατακαίει και μαυρίζει την ψυχή του ανθρώπου. Αλλά καλύτερα το λένε ο Γιώτης Γαβριηλίδης, ο Γιώργος Πουλαντσακλής και η Μελίνα Χατζηκαμάνου: