Ένα κορίτσι γεμάτο ζωή! Αυτή είναι η Παρέσσα Ορφανίδου από το Μετέμ της Τραπεζούντας. Κλείνοντας πρόσφατα τα 110 χρόνια ζωής, δεν είναι απλώς μία από τις γηραιότερες Ελληνίδες (αν όχι η γηραιότερη μετά το θάνατο της 108χρονης Μαγδαληνής Παυλίδου το 2024) – είναι μάρτυρας ενός αιώνα που σημάδεψε τη χώρα.
Έζησε τη Γενοκτονία των Ποντίων, τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Μεσοπόλεμο, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μετανάστευση, τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, τη δικτατορία και τη Μεταπολίτευση.
Βάζοντας ρίζες στην αγροτική Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, είναι ζωντανή μάρτυρας της μεταμόρφωσης της χώρας. «Η ζωή με δίδαξε υπομονή και αξιοπρέπεια», λέει σήμερα, «ότι οι δυσκολίες δεν σβήνουν τον προσανατολισμό μας».
Η Παρέσσα Ορφανίδου λόγω των γενεθλίων της στις 16 Σεπτεμβρίου επανήλθε στην επικαιρότητα, ως ένα σύμβολο αντοχής και ελπίδας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν από τους γηραιότερους ανθρώπους στον πλανήτη που έκαναν το εμβόλιο κατά του Covid-19.
To φθινόπωρο του 2021 το pontosnews.gr είχε συναντήσει αυτή την Πόντια γιαγιά στην αυλή του σπιτιού της στο Λιβαδοχώρι Σερρών, δίπλα στον αγαπημένο της μπαχτσέ.
Ο πόνος για την πατρίδα
Ο πόνος της παραμένει βαρύς για την πατρίδα, όπως έμαθε να αποκαλεί σε όλη της τη ζωή τον Πόντο η Παρέσσα Ορφανίδου.
Μια πατρίδα που δεν γνώρισε ποτέ της και δε θυμάται τίποτα από αυτήν, αφού βρέφος ακόμα την πήραν οι δικοί της άνθρωποι και μαζί με άλλους συγχωριανούς τους έφυγαν από το σπίτι τους, από το αγαπημένο τους Μετέμ, προκειμένου να γλιτώσουν από το μαχαίρι των Τούρκων. Τα σημάδια των πρώτων χρόνων της Γενοκτονίας άρχισαν να γίνονται ήδη εμφανή και οι βίαιες συμπεριφορές από τους Τούρκους σε βάρος των Ελλήνων και των άλλων χριστιανών είχαν ήδη αρχίσει να πληθαίνουν…
Οι παιδικές αναμνήσεις της γιαγιάς Παρέσσας, μέχρι να φτάσουν το 1922 στο λιμάνι της Σμύρνης και από εκεί στην Ελλάδα, συμπυκνώνονται σε έναν ατέλειωτο δρόμο και σε έναν συνεχή κατατρεγμό.
Για εφτά ολόκληρα χρόνια οι οικογένειες από το Μετέμ δεν μπόρεσαν να στεριώσουν πουθενά στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, αφού πουθενά δεν αισθάνθηκαν ασφαλείς.
Στα παιδικά της μάτια οι μόνες εικόνες που καταγράφηκαν από εκείνα τα χρόνια και οι οποίες συνεχίζουν να τη στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα, είναι άνθρωποι να πεθαίνουν από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες στο δρόμο, να τους θάβουν όπως-όπως και να συνεχίζουν το ταξίδι τους.
Ο βαθύς και αμείωτος πόνος μέσα της δεν επέτρεψε ποτέ στην Παρέσσα Ορφανίδου να επισκεφθεί τον Πόντο και να αναζητήσει το χωριό που αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Δεν της επέτρεψε ούτε καν να διηγείται τις δραματικές ιστορίες που άκουσε από μεγαλύτερους σε ηλικία πρόσφυγες, τις οποίες έχει αποφασίσει να θάψει βαθιά μέσα της.
Η αφορμή που έφυγαν από το χωριό
Μία από τις ελάχιστες διηγήσεις των παλαιοτέρων της που θυμάται και θέλει να αναφερθεί η γιαγιά Παρέσσα, είναι η αφορμή που η οικογένειά της αλλά και άλλοι συγχωριανοί της, λόγω του φόβου, πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν το Μετέμ.
«Ένας Τούρκος πλησίασε τα πεθερικά μου που μαγείρευαν και τους είπε: “Απόψε θα κοιμηθείτε έξω από το σπίτι σας”. Έδωσε και μια κλωτσιά στο φαΐ και τους είπε: “Να πάτε πιο πέρα να μαγειρέψετε”. Τους ζήτησε και λεφτά και αναγκάστηκαν να του δώσουν τρεις λίρες.
»Όμως, τελικά δεν τους άφησε να μαγειρέψουν, αφού τους έλεγε συνέχεια, να πάνε πιο πέρα. Αναγκάστηκαν οι χωριανοί να φύγουν και τα άφησαν όλα εκεί. Μόνο τα ρούχα μας και τον εαυτό μας φέραμε στην Ελλάδα», είχε πει με πόνο στο pontosnews.gr.

Η ίδια θυμάται –πάντα από διηγήσεις– και την αιτία που έφυγε από τη ζωή ο πεθερός της εκείνα τα τραγικά χρόνια.
Πέθανε από πόνο και στενοχώρια όταν είδε τον γιο του –και μετέπειτα σύζυγο της γιαγιάς Παρέσσας– να τον δαγκώνει ένας σκύλος για ένα κομμάτι ψωμί.
Ήταν ευκατάστατος και από αξιοπρέπεια δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ότι οι περήφανοι και σκληροτράχηλοι Πόντιοι έφτασαν σε τέτοια τραγικά επίπεδα, ώστε να κινδυνεύσει να χάσει το παιδί του για λίγο ψωμί.
«Δεν θυμάμαι το σπίτι μας, δεν θυμάμαι την πατρίδα, δεν θυμάμαι τον ξεριζωμό… Ο πατέρας μου, ο Αβραάμ, είχε πεθάνει και στο διωγμό μας είχε μόνη της η μητέρα μου, η Δέσποινα. Είμασταν τέσσερα αδέλφια, ένα αγόρι και τρία κορίτσια.
»Εφτά χρόνια ήμασταν στο δρόμο. Πέθαιναν οι άνθρωποι, τους θάβαμε και συνεχίζαμε. Εφτά χρόνια πέρασαν, μέχρι να φτάσουμε στη Σμύρνη. Εκεί μπήκαμε στο καράβι και φτάσαμε στον Πειραιά», είχε αναφέρει η Παρέσσα Ορφανίδου.
Από το πρώτο λιμάνι της χώρας οι οικογένειες από το Μετέμ και μετά από μία… απαραίτητη στάση στην Καλαμαριά για απολύμανση, βρέθηκαν στο ορεινό χωριό Σκοπιά Σερρών, στα όρια με το νομό Δράμας, αλλά και εκεί τράβηξαν πολλά από τους Βούλγαρους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο παπα-Γιώργης, αδελφός του πεθερού της γιαγιάς Παρέσσας, τον οποίο, όπως λέει, οι Βούλγαροι τον έζεψαν στο κάρο και τον τραβούσαν από τα γένια.
Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1950, περίπου σαράντα οικογένειες Ποντίων κατέβηκαν από τη Σκοπιά στο καμπίσιο Λιβαδοχώρι και έκαναν εκεί μια καινούργια αρχή.
Φτώχεια, πόνος και σκληρή δουλειά στα καπνά
Γεμάτη φτώχεια, σκληρή δουλειά στα καπνά, αλλά και ασθένειες ήταν η ζωή της Παρέσσας Ορφανίδου. Μάλιστα, το 1962 λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή της λόγω ενός γυναικολογικού προβλήματος. Σώθηκε την τελευταία στιγμή, και αφού πρωτίστως ο σύζυγός της αναγκάστηκε να τη μεταφέρει με ταξί από το χωριό στην Αθήνα.
«Η στενοχώρια την κάνει να μην θέλει να μιλάει για τον Πόντο. Για τον ίδιο λόγο δεν τον επισκέφθηκε ποτέ. Πλέον εκτονώνεται τραγουδώντας ποντιακά τραγούδια και μοιρολόγια», σημείωνε ο γιος της Γιάννης.
«Πάντοτε στο σπίτι μας η ημέρα μνήμης των θυμάτων της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού αποτελούσε μια ιερή ημέρα. Επίσης, πάντοτε τηρούσαμε όλα τα ποντιακά ήθη, έθιμα, καθώς και τις παραδόσεις» σημείωνε ο Γιάννης Ορφανίδης.
Το 2021 που το pontosnews.gr συνάντησε αυτή την υπέροχη Πόντια γιαγιά, ζούσε ήδη εφτά χρόνια πίσω στο χωριό. Χήρα από το 1987, αποφάσισε ότι η Αθήνα δεν της ταίριαζε άλλο. Έκανε 4 παιδιά που της χάρισαν οκτώ 8 εγγόνια, 15 δισέγγονα και 7 τρισέγγονα.