Δεσπόζουσα μορφή στην περιοχή και την ιστορία του Πόντου, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των Νεότουρκων και τη μήνι των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας. Το 1921, και ενόσω βρισκόταν στο Λονδίνο, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο· για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του, κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το 1922, κατέφυγε στην Ελλάδα.
Το 1926 διορίστηκε από την τότε κυβέρνηση αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, με αρμοδιότητα τη διαχείριση των εξωτερικών θεμάτων και σχέσεων της Μεγάλης Εκκλησίας.1 Η καρδιά και ο νους του, ωστόσο βρίσκονταν ακόμα στον Πόντο. Το 1927, μαζί με τους Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Παπαδόπουλο, Δημοσθένη Η. Οικονομίδη, Χρήστο Καλαντίδη, Λεωνίδα Ιασονίδη, Αβραάμ Πολυχρονιάδη, Χρυσόστομο Μυρίδη, Θεμιστοκλή Παστιάδη, Σταύρο Νικολαΐδη, Κωνσταντίνο Κανσήζ, Λάμπρο Λαμπριανίδη και Λάζαρο Θεοδωρίδη ιδρύουν την κιβωτό του ποντιακού πολιτισμού, την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Καταστατικός σκοπός ήταν «η περισυλλογή, μελέτη και δημοσίευσις γλωσσικού, λαογραφικού και ιστορικού υλικού του Πόντου».
Σύντομα, αυτή η λαμπρή ομάδα Ποντίων αποφασίζει την έκδοση περιοδικού με τίτλο Αρχείον Πόντου και διακριτικό σήμα τον μονοκέφαλο αετό από νόμισμα της Σινώπης (η παράσταση αυτή, την οποία παρουσίασε στο ΔΣ σε γύψινο εκμαγείο ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως διακριτικό όλων των εντύπων της ΕΠΜ).
Το πρώτο τεύχος κυκλοφορεί το 1928 και το προλογίζει ο τότε πρόεδρος, που δεν είναι άλλος από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
Το κείμενό του είναι ένας ύμνος στον πολιτισμό των Ποντίων ως κρίκου με την Αρχαιότητα, και κυρίως στην ποντιακή διάλεκτο. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «ο λαός ούτος έμεινε κατά βάθος ακραιφνής, γνήσιος ελληνικός με τεκμήρια της ευγενείας του τοσούτον φανερά, ώστε και υπό των ιστορικών, οι οποίοι έθεσαν υπό αμφισβήτησιν την γνησιότητα της καταγωγής των λοιπών Ελλήνων και δη ο Φαλμεράϋερ, να αναγνωρίζεται ως ο μόνος γνήσιος απόγονος των αρχαίων θαλασσοπόρων Ιώνων».
Ακολουθεί αυτούσιος ο πρόλογος του ιεράρχη:2
Η μεγάλη εθνική καταστροφή είχεν ως αποτέλεσμα και την ολοσχερή εκρίζωσιν του Ελληνισμού του Πόντου. Ελληνικαί πόλεις αριθμούσαι βίον συνεχή και αμετάπτωτον εικοσιεπτά όλων αιώνων ανεστατώθησαν. Ιδρύματα υπερηφάνως υψούμενα ως αψευδή μνημεία της ενδόξου σταδιοδρομίας και του αρχαίου και του μεσαιωνικού Ελληνισμού κατέπεσαν. Και εκ του όλου πληθυσμού μόλις κάτι περισσότερον από το ήμισυ διασωθέν από την τεραστίαν φθοράν εγκατεστάθη εις την ελευθέραν Ελλάδα.
Ο λαός του Πόντου απομακρυσμένος και απομονωμένος σχεδόν εις την εσχατιάν του Ευξείνου ανέπτυξεν ίδιον κοινωνικόν βίον με εκδηλώσεις διαφόρους από τα άλλα τμήματα της ελληνικής φυλής.
Εδημιούργησε θρύλους, παραδόσεις, δοξασίας και προ παντός διεμόρφωσεν ίδιον διαλεκτικόν ιδίωμα, το οποίον περιέσωσε μεν διά των αιώνων πολυτιμότατον γλωσσικόν θησαυρόν της αρχαιότητος, αλλά διά των φωνητικών αλλοιώσεων, των γραμματικών μεταβολών και της ιδιορρύθμου συντακτικής πλοκής απεμακρύνθη τόσον πολύ από τα άλλα νεοελληνικά ιδιώματα, ώστε να προσπίπτη εις την ακοήν των άλλων Ελλήνων ως γλώσσα ακατανόητος και ξένη.
Εν τούτοις ο λαός ούτος έμεινε κατά βάθος ακραιφνής, γνήσιος ελληνικός με τεκμήρια της ευγενείας του τοσούτον φανερά, ώστε και υπό των ιστορικών, οι οποίοι έθεσαν υπό αμφισβήτησιν την γνησιότητα της καταγωγής των λοιπών Ελλήνων και δη ο Φαλμεράϋερ, να αναγνωρίζεται ως ο μόνος γνήσιος απόγονος των αρχαίων θαλασσοπόρων Ιώνων.
Και πράγματι κανέν άλλο διαλεκτικόν ιδίωμα δεν διασώζει εκ του αρχαίου θησαυρού τόσα αρχαιοπρεπή στοιχεία, όσα η διάλεκτος του Πόντου.
Τα δημοτικά τραγούδια και αι παραδόσεις του Πόντου βρίθουν από αναμνήσεις της μεσαιωνικής μας αυτοκρατορίας, οποίας μάτην αναζητεί κανείς εις τα λοιπά τμήματα της Ελλάδος. Εις τα τραγούδια αυτά προ πάντων κατοπτρίζεται η ελληνική ψυχή, διαλάμπουν οι φυλετικοί χαρακτήρες, η λατρεία της φύσεως και του κάλλους, η αγάπη προς την ελευθερίαν, η φιλοτιμία, η ευγένεια. Η μελέτη αυτών εν αντιπαραβολή προς τα άσματα των λοιπών τμημάτων της Ελλάδος καταδεικνύει την εθνικήν ενότητα, την οποίαν ούτε αι αποστάσεις ούτε αι ιστορικαί περιπέτειαι ούτε αι πολιτικαί αυθαιρεσίαι ηδυνήθησαν να διασπάσουν.
Αλλ’ από της εθνικής καταστροφής μεταβάλλονται οι ιστορικοί όροι. Οι Πόντιοι εγκατεσπαρμένοι εις διάφορα μέρη της Ελλάδος από του Ταϋγέτου μέχρι των ακρωρειών του Ορβήλου και της Ροδόπης έρχονται εις συνάφειαν προς τους αυτόχθονας και τους άλλους προσφυγικούς εκ Μικράς Ασίας, Ανατολικής Θράκης και Βουλγαρίας πληθυσμούς. Το αποτέλεσμα της προσεγγίσεως ταύτης και επιμειξίας θα είναι αναγκαίως η αφομοίωσις του ασθενεστέρου στοιχείου υπό του ισχυροτέρου, η μοιραία συν τω χρόνω αλλοίωσις των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της γλώσσης και όλων των λαογραφικών στοιχείων, του κοινωνικού και πνευματικού εν γένει βίου.
Θα ήτο μεγάλη η ζημία της γλωσσικής και λαογραφικής επιστήμης, εάν αφήνετο να απολεσθή όλος αυτός ο ιστορικός εθνικός πλούτος προτού να μελετηθή και κριθή προσηκόντως. Και βαθύτατος θα ήτο και ο πόνος των Ποντίων λογίων, εάν δεν θα ηδύναντο να διασώσουν τουλάχιστον την ιστορίαν της πατρίδος των.
Διά τούτο κατά κοινόν και διακαή πόθον των απανταχού Ποντίων η εν Αθήναις Επιτροπή Ποντιακών Μελετών απεφάσισε να περισυλλέξη, μελετήση και δημοσιεύση τον ιστορικόν, λαογραφικόν και γλωσσικόν θησαυρόν του Πόντου.
Όργανον της Επιτροπής είναι το Αρχείον Πόντου. Το περιοδικόν τούτο σύγγραμμα θα περιέχη ιστορικάς, αρχαιολογικάς, τοπογραφικάς και άλλας συναφείς μελέτας δυναμένας να διαφωτίσουν τον μακραίωνα βίον του ποντιακού Ελληνισμού. Θα αποθησαυρίση τα δημώδη άσματα, τας παροιμίας, τα έθιμα και τας παραδόσεις και θα ερμηνεύση αυτάς. Θα προσπαθήση να περισώση την μουσικήν και ό,τι άλλο εκ της λαϊκής τέχνης είναι δυνατόν να περισωθή. Και θα φροντίση να καταρτίση πλήρες λεξικόν και πλήρη γραμματικήν3 του ποντιακού ιδιώματος. Το επιχείρημα είναι πολύ δύσκολον, διότι και οι ασχοληθέντες περί τον Πόντον σοφοί είναι ολίγοι και η διασπορά του λαού μας δυσχεραίνει ακόμη περισότερον το έργον, εν τούτοις ελπίζομεν ότι δύναται τούτο να αχθή εις αίσιον πέρας. Το παράδειγμα του εν Θεσσαλονίκη υπό την προεδρίαν του κ. Θ. Θεοφυλάκτου Κεντρικού Συνδέσμου των Ποντίων πολλαχώς ενισχύσαντος το έργον μας χρηστάς παρέχει ελπίδας, ότι και οι απανταχού αγαπητοί Πόντιοι προθύμως, καθ’ ο έκαστος δύναται, θα συντρέξουν προς ευόδωσιν του έργου της Επιτροπής.