Ήταν μια νύχτα από αυτές που η σιωπή αγκαλιάζει την Αθήνα, κι όμως μοιάζει γεμάτη ψιθύρους. Το 1972, ο Γιώργος Ζαμπέτας γύριζε από μια περιοδεία στην Αμερική. Όμως καθώς ήταν κουρασμένος από τα ταξίδια και τα φώτα πήγε στο Λονδίνο για να ξεκουραστεί. Εκεί του τηλεφώνησαν τα παιδιά του για να του πουν πως ο Μικρασιάτης φίλος του και στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης γνωστός με το παρατσούκλι «Τσάντας», είχε χάσει τη μάχη με το θάνατο.
Τα μάζεψε και γύρισε στην Ελλάδα για να συλλυπηθεί τη σύζυγο του Βασιλειάδη, Άννα. Εκείνη, μέσα από μια τσάντα, έβγαλε και του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί μ’ ένα τραγούδι, λέγοντας πως αυτή ήταν η επιθυμία του «Μπάμπη της» και ότι το έγραψε για να το πει ο Ζαμπέτας.
Το τραγούδι αυτό δεν ήταν άλλο από το «Πού ‘σαι Θανάση»! Ένα τραγούδι γραμμένο για την απουσία, με τη νοσταλγία έντονη σε κάθε στίχο.
Ένας καημός για την παρέα που κάποτε υπήρχε, για τις νύχτες στα μαγαζιά, για το στέκι του Θανάση, για την παλιά παρέα με τον Μάνθο, τον Θεμιστοκλή που ζωντάνευαν στο μυαλό και στην καρδιά. Ο Γιώργος Ζαμπέτας μελοποίησε το ποίημα.
Το έκανε τραγούδι. Το Μάλιστα Κύριε, ο δίσκος στον οποίο περιλαμβάνεται, κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1973.
Ποιος ήταν τελικά ο Θανάσης;
Οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν σε όλα. Μία εκδοχή υποστηρίζει πως ήταν πραγματικό πρόσωπο, παλιός φίλος, θαμώνας. Άλλη λέει πως το όνομα «Θανάσης» χρησιμοποιήθηκε από τον Ζαμπέτα συμβολικά, είτε ως εικόνα των φίλων που χάνουμε, είτε ως μέρος της αργκό των τεκέδων, όπου «ο Θανάσης» ήταν μια λέξη που σήμαινε κάτι περισσότερο από ένα όνομα έμοιαζε σαν… συνθηματική λέξη για την απουσία κάποιου.
Ήταν από αυτούς τους τύπους που κάθονταν πάντα στο πρώτο τραπέζι, που όταν έμπαινε στο μαγαζί ο καλλιτέχνης τον κοίταζε και τον φώναζε με το μικρό του όνομα. «Πού ’σαι Θανάση;» του έλεγε από μικροφώνου καλωσορίζοντάς τον. Η παρουσία του εκεί έμοιαζε σαν να ανήκε στο σκηνικό του Ζαμπέτα. Κάποια στιγμή, όμως, απλά… χάθηκε.
Ο Θανάσης Ευστρατιάδης, όπως τον κατονομάζουν άλλες πηγές, δεν ήταν απλά ένας συχνός θαμώνας των νυχτερινών μαγαζιών, ούτε ακόμα ένα όνομα σ’ έναν κατάλογο θαυμαστών.
Μερικά χρόνια μετά την «εξαφάνισή» του ο σκηνοθέτης Όμηρος Ευστρατιάδης θα πει στον Ζαμπέτα ότι ο άνθρωπος που ερχόταν κάθε βράδυ στο μαγαζί ήταν ο Θανάσης Ευστρατιάδης, δηλαδή ο πατέρας του, ο οποίος πλέον δε βρισκόταν στη ζωή.
Δείτε στο παρακάτω βίντεο πώς ο ίδιος ο Γιώργος Ζαμπέτας διηγήθηκε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ το πώς έφθασε στα χέρια του το τραγούδι:
Κάλλια Λαμπροπούλου