Η Κυριακή Σοϊλεμένογλου ζούσε στον οικισμό Τεκέ, που είχε καϊμακαμλίκι το Έρμπα(γ)α, μουτεσαριφλίκι την Τοκάτη και βαληλίκι τη Σεβάστεια. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Στον οικισμό υπήρχαν περίπου 290 Έλληνες κάτοικοι που κατάγονταν από την περιοχή της Πάφρας και ήταν τουρκόφωνοι.
Στην περιοχή υπήρχε εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κι ένα σχολείο.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και τη σηροτροφία, ενώ αναπτυγμένη στην περιοχή ήταν και η μελισσοκομία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Γεννήθηκα στον Τεκέ στα 1910. Ο πατέρας μου, Χαράλαμπος Σοϊλεμένογλου, όπως και όλοι οι χωριανοί μας, ήταν γεωργός. Δεν πήγα καθόλου στο σχολείο, γιατί τα σχολεία μόλις άνοιγαν, έρχονταν οι Τούρκοι, έπιαναν το δάσκαλο στο ξύλο για να μαρτυρήσει πού είναι αντάρτες, έφευγε ο δάσκαλος και έκλειναν τα σχολεία. Γι’ αυτό κι εγώ και όλοι της ηλικίας μου μείναμε αγράμματοι. Παιδί ακόμη ακολουθούσα τους δικούς μου στις δουλειές τις γεωργικές, αλώνιζα, περνούσα καπνά, πότιζα τα καπνά, πότιζα το μπαχτσέ, έγνεθα, έκλωθα.
Το 1921 βγήκαμε στα βουνά. Κάναν πόλεμο οι άντρες και μεις πότε-πότε, νύχτα, στα κλεφτά κατεβαίναμε να πάρομε κανένα φαγώσιμο από τους μπαχτσέδες ή τα χωράφια μας. Παραδόθηκαν αργότερα.
Εξορία που μας πήραν έφθασα μέχρι το Σεβάς.*
Στο βουνό Τσαμλιμπέλμασι είχε χάνια. Είχε νυχτώσει και μας έβαλαν μέσα να κοιμηθούμε, στους αχερώνες και στα αχούρια. Από το βράδυ ήρθαν Τούρκοι τζανταρμάδες και με πήραν από τη μάνα μου. Η μάνα μου δεν έφερε αντίρρηση. Στο δρόμο λίγο πριν φθάσομε στα χάνια είχα κάμει κρυοπαγήματα. Η μάνα μου απελπίστηκε. Με τραβούσε, μα κουράστηκε. Μείναμε πίσω. Ήρθαν και την άρχισαν στο ξύλο. Σιγά-σιγά τα κατάφερε και έφερε ως τα χάνια. Γι’ αυτό τώρα η μάνα μου δεν έφερε αντίρρηση.
Όταν ήρθαν οι τζανταρμάδες, γύρισαν, βρήκαν πρώτα μια, μεγάλη ήταν, έφερε και αντίρρηση και αυτοί δεν επέμεναν. Γύρισαν-γύρισαν ήρθαν σε μας.
Μ’ αρώτησαν αν έχω κανένα δικό μου. Τους έδειξα τη μαμά μου και κείνοι τότε: — «Κι εμείς αυτό που κάνομε δεν το θέλομε, αλλά εκεί που πάτε θα πεθάνετε. Άφησε το κορίτσι σου να ζήσει». Η μάνα μου με άφησε. Μήπως ήξερε αν θα μπορούσε να με πάρει μαζί της σα θα φεύγανε;
Με πήραν σε ένα άλλο δωμάτιο περιποιημένο. Εκεί βρήκα και μια άλλη κοπέλα. Κάθισα μια βδομάδα εκεί μέσα.
Μου στρώσανε σε μια γωνιά και κοιμόμουνα. Την πρώτη μέρα μάζεψα ό,τι μου είχαν φέρει για να φάγω και τα πήγα κρυφά στη μάνα μου. Δεν με είδαν. Λίγο, σα γύρισα, τους είδα που φεύγανε, κατάπια τα δάκρυά μου. Από τότε δεν τη ξαναείδα τη μάνα μου.
Ύστερα από οχτώ μέρες που έμεινα στο χάνι ήρθε ο τζανταρμάς και με πήρε στο Σεβάς, στο σπίτι του. Με πήραν για παιδί τους.
Το 1925 μάλωσε με τη γυναίκα του, έφυγε εκείνη στην αδελφή της, έφυγα κι εγώ μαζί. Ύστερα από λίγο η γυναίκα του ξαναγύρισε, εγώ όμως έμεινα στην αδελφή της. Εκείνη με ήθελε. Η αδελφή της όμως με τον άντρα της πήγαν στην αστυνομία. Ήρθε η αστυνομία, με πήραν από το σπίτι. Φορούσα φερετζέ. Ο αστυνόμος τούς έβγαλε όλους έξω και μου είπε να ξεσκεπάσω το πρόσωπό μου, — «έχει δίκιο να επιμένει», μου είπε.
Μαζί του είχε έρθει και η αδελφή της δικής μου τουρκάλας. Ήρθε μέσα και, σαν της είπε ο αστυνόμος πως θα με κρατούσαν, έτρεξε, έφερε το γαμπρό της και εγγυήθηκε και με πήρε για τη νύχτα. Την άλλη μέρα με παρέδωσαν πάλι. Από κει με στείλαν στο Σεράι, κι ύστερα από ανακρίσεις πώς ήρθα, πώς έμεινα, με κάμαν ανταλλάξιμη. Εγώ δεν ήθελα να’ ρθω κι εκείνοι θέλαν να με κρατήσουν, μα μ’ όλα τα μέσα που βάλανε δεν το κατάφεραν.
Η αστυνομία με έστελνε από πόλη σε πόλη, ώσπου έφθασα στη Σαμψούντα. Πάντα από αστυνομικά τμήματα περνούσα.
Στη Σαμψούντα ο αστυνόμος με λυπήθηκε να με βάλει μαζί με τις άλλες φυλακισμένες που ήσαν πρόστυχες και τότε ο υπαστυνόμος εζήτησε και με πήρε στο σπίτι του ώσπου να φύγω. Ύστερα από έξι μήνες με μπαρκάρανε. Ήρθα στην Πόλη. Από αστυνομία σε αστυνομία, από φυλακή στο προξενείο, από ανακρίσεις σε ανακρίσεις, κατέληξα στο τελωνείο. Στο τέλος με πήγαν στο τελωνείο, από κει στο βαπόρι, πάντα υπό παρακολούθηση. Εγώ έκλαιγα, σκοτωνόμουνα, δεν ήθελα να ‘ρθω στην Ελλάδα.
Βγήκα στον Πειραιά. Ήρθε ένας αστυνόμος και με πήγε στο τελωνείο κι από κει πάλι ήρθε άλλος και με πήρε στο σπίτι του. Κάθησα έξι χρόνια και υπηρετούσα εφτά άτομα. Δεν μπορούσα πια· έφυγα από κει, άλλαξα μερικά σπίτια, στις 22 Δεκεμβρίου του 1932 μπήκα στην Εθνική Τράπεζα καθαρίστρια.
Το 1957 παντρεύτηκα το Γεώργιο Τσιβιδέδη. Εκείνος γεννήθηκε και έζησε στη Ρωσία. Από τότε κάθομαι στο σπίτι του, Γεωργίου Α’ 72, Άγιο Σπυρίδωνα, Αιγάλεω.
Το 1958 έμαθα πως είχα συγγενείς και χωριανούς στην Ελλάδα.
Πήγα σε μια Παρθένα να αγοράσω μαλλί. Όταν άκουσε από ποιο χωριό είμαι, μου είπε πως κι ο άντρας της ήταν από το Τεκέ και ότι όλοι οι πατριώτες μας βρίσκονται στη Μακεδονία. Πήγε μια φορά στο χωριό εκείνη και ειδοποίησε τους συγγενείς μου.
Μου έγραψε κάποιος Θανάσης Σοϊλεμένογλου: — «Κόρη μου, να μου γράψεις τίνος κόρη είσαι και ποιους ξέρεις από το χωριό». Του απάντησα πως είμαι η κόρη του Χαραλάμπους Σοϊλεμένογλου. Πήρα πάλι γράμμα του και μου έγραφε πως ο θείος μου Λάζαρος ζει στο χωριό Νεοκαισάρεια και ότι και κείνος είναι συμπέθερός μου. Έγραψα κι εγώ στο θείο μου και κείνοι μου απαντούν. Γνωριστήκαμε από τα γράμματα και με κάλεσαν να πάγω.
Πήρα την άδειά μου και πήγα. Για πότε μαζεύτηκε το χωριό! Κλάματα, συγκίνηση, τα άγνωστα ξαδέρφια, οι άγνωστοι συγγενείς, ξαναγνωρίζονται, ξεφανερώνουν τη συγγένεια, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, λέμε τη ζωή μας, λέμε τα βάσανά μας κι οι ταλαιπωρίες μας δεν έχουν τελειωμό.