Τον Σεπτέμβρη του 1934 σ’ ένα φτωχικό νοσοκομείο της Ρώμης γεννήθηκε η Sofia Villani Scicolone, που αργότερα θα γίνει διάσημη στα πέρατα της γης ως Σοφία Λόρεν. Ένα όνομα συνώνυμο της ομορφιάς, του ταλέντου και της γοητείας του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Η μητέρα της Ρομίλντα Βιλλάνι, ηθοποιός που έζησε με την αβεβαιότητα του μεροκάματου, και ο πατέρας της Ρικάρντο Σικολόνε, είχαν ήδη αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής όταν η Σοφία ήταν ακόμα παιδί. Λίγο μετά τη γέννησή της επέστρεψαν στη Νάπολη, στην πολύπαθη μεταπολεμική πόλη όπου η ανέχεια και η ελπίδα ήταν δύο βασικά στοιχεία της καθημερινότητας της οικογένειας.
Τα παιδικά της χρόνια ήταν μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση, αλλά η Σοφία είχε καταφέρει να βάλει στη ζωή της μια απροσδόκητη λάμψη. Η ενθάρρυνση και η στήριξη από τη μητέρα της την οδήγησε στην απόφαση να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς ομορφιάς όταν ήταν έφηβη.
Η Σοφία έκανε τα πρώτα βήματά της στα φωτορομάντζα της εποχής, τα εικονογραφημένα περιοδικά που κυκλοφορούσαν στις λαϊκές συνοικίες κυρίως, και τα οποία της χάρισαν την πρώτη της επαφή με τον κόσμο της εικόνας. Εκεί άλλαξε το επίθετό της σε Lazzaro, μια αλλαγή που προμήνυε (όπως αποδείχτηκε) τη μελλοντική μεταμόρφωσή της σε αστέρα.
Ήταν γύρω στα 16 όταν έκανε την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο, ως κομπάρσος στην αμερικανική παραγωγή Quo Vadis? (1951). Το ταλέντο της δεν πέρασε απαρατήρητο: ο παραγωγός Carlo Ponti, με τον οποίο συνδέθηκε και συναισθηματικά τα επόμενα χρόνια αλλά και με γάμο, είδε σ’ αυτήν την πρώτη ύλη μιας σταρ που μπορούσε να λάμψει πέρα από τα σύνορα της Ιταλίας.
Με την καθοδήγησή του, η νεαρή στάρλετ έγινε η Σοφία Λόρεν, μία γυναίκα που έμελλε να γράψει τη δική της ιστορία στον κόσμο του θεάματος παγκοσμίως.
Οι πρώτες της ταινίες ήταν συχνά κωμωδίες ή έργα μικρού προϋπολογισμού, όπου η ομορφιά της ήταν το στοιχείο που πρώτα τραβούσε τα βλέμματα. Σχετικά σύντομα ήρθε και η στιγμή που θα αποδεικνύε ότι η λάμψη της είχε να κάνει και με την ερμηνεία, δεν είχε να κάνει μόνο με την όμορφη εικόνα της.
Στο Aida (1953) έκανε lip-sync τη φωνή μιας άλλης μεγάλης σοπράνο, της Ρενάτα Τεμπάλντι, και απέδειξε πως γνώριζε πώς να μεταδώσει ρομαντισμό στο κοινό της. Στην ταινία L’oro di Napoli («Ο χρυσός της Νάπολης») του 1954, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Vittorio De Sica, η Λόρεν έδειξε ότι η ομορφιά της ήταν απλώς ο «κράχτης» της προσωπικότητάς της, γιατί πίσω από αυτή κρύβονταν η ψυχή και το ταλέντο της.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι διεθνείς προσκλήσεις δεν άργησαν να έρθουν. Συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ: Cary Grant στο Houseboat (1968), Clark Gable στο It Started in Naples (1960), Frank Sinatra στο The Pride and the Passion (1957).
Πρωτοπόρα ήταν η ερμηνεία της στο La ciociara (“Two Women”) του De Sica το 1960, όπου υποδύθηκε μια μητέρα που πέρασε τον εφιάλτη του πολέμου, ρόλος που της χάρισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Ήταν η πρώτη φορά που μια Ιταλίδα ηθοποιός, σε ρόλο μη αγγλόφωνης γλώσσας, έπαιρνε αυτό το βραβείο. Αυτή η ερμηνεία ξεχώρισε για την ένταση που η ίδια η Σοφία Λόρεν μπορούσε να προσδώσει σε έναν ρόλο.
Τη δεκαετία του ‘60, με φιλμ όπως το Yesterday, Today and Tomorrow (1963) –όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Marcello Mastroianni– και την ταινία Matrimonio all’italiana («Γάμος αλά Ιταλικά, το 1964), η Λόρεν εδραιώνει τη φήμη της ως σταρ διεθνούς βεληνεκούς. Οι ρόλοι της ποικίλαν. Από δραματικές ερμηνείες σε κοινωνικά θέματα έως χιουμοριστικές, από λαϊκές ταινίες στην Ιταλία έως παραγωγές που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο.
Όμορφη μαμά κατ’ επιλογή!
Όταν έγινε μητέρα –το 1968 γεννήθηκε ο γιος της Carlo Jr. και το 1973 ο Eduardo–, άρχισε σταδιακά να επιλέγει πιο προσεκτικά τα κινηματογραφικά της βήματα. Στην προσωπική της ζωή ο γάμος με τον Carlo Ponti (ο οποίος ξεκίνησε με νομικά εμπόδια λόγω διαφοράς θρησκείας) κράτησε έως το θάνατό του, το 2007· για εκείνη υπήρξε ο μέντοράς της και η μεγαλύτερη πηγή δύναμης.
Τα επόμενα χρόνια, ενώ δεν εξαφανίστηκε ποτέ από τις οθόνες, συμμετείχε σε ταινίες όπως Prêt‑à‑Porter (1994), Nine (2009) και την πιο πρόσφατη The Life Ahead (2020), όπου υποδύθηκε μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος που φροντίζει ένα νέο πρόσφυγα από τη Σενεγάλη. Έχει στο ενεργητικό της πολλές διεθνείς διακρίσεις: Τιμητικό Όσκαρ το 1991, Χρυσός Λέων το 1998 στο Φεστιβάλ Βενετίας, βραβεία Χρυσή Σφαίρα, Grammy και πολλές ακόμα τιμές.
Ακόμη και σήμερα, στα 91 της χρόνια, η Σοφία Λόρεν δεν εγκαταλείπει τις αξίες που διαμόρφωσαν το ξεκίνημα της ζωής της: την αγάπη της για τη Νάπολη, την οικογένεια, την αξιοπρέπεια, την αφοσίωση στην τέχνη και την πίστη πως δεν είναι η εικόνα που ορίζει την αξία ενός ανθρώπου, αλλά η καρδιά, η αφοσίωση και ο σεβασμός στο κοινό.
Με σταθερότητα και σεμνότητα, παρά τις δυσκολίες και το χρόνο που περνά, παραμένει ζωντανό σύμβολο κινηματογραφικής ιστορίας – όχι απλώς ως θρύλος, αλλά ως γυναίκα που κατάφερε να γίνει φωνή της ψυχής των πολλών, της ελπίδας, της γοητείας, της τέχνης.
Πού ζει σήμερα και τι κάνει;
Από το 1981 και μέχρι σήμερα, η Σοφία Λόρεν έχει επιλέξει να ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, στη Γενεύη, στην Ελβετία, μια πόλη που της προσφέρει την ηρεμία που πάντα επιζητούσε. Εκεί, σε ένα διαμέρισμα στην καρδιά της παλιάς πόλης, έχει βρει το δικό της καταφύγιο, το οποίο θεωρεί ιδανικό για να απολαύσει τη ζωή της μακριά από τη λάμψη του Χόλιγουντ.
Η επιλογή της δεν ήταν τυχαία· αναζητούσε ένα μέρος όπου θα μπορούσε να αφοσιωθεί στην ανάγνωση και τη συγγραφή, αλλά και να χαρεί την οικογένειά της με ηρεμία. Στην ίδια αυτή πόλη γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι δύο γιοι της, ο Κάρλο και ο Εντουάρντο, που έλαβαν εκεί την εκπαίδευσή τους και διαμόρφωσαν τις πρώτες τους εμπειρίες.
Κάλλια Λαμπροπούλου