Η συνάντηση Τραμπ–Ερντογάν στην Ουάσινγκτον αποτέλεσε τον πρώτο κόμβο ενός οδικού χάρτη που ξεκινά από την ενέργεια και καταλήγει στην ασφάλεια, με κρίσιμες ενδιάμεσες στάσεις. Ο μίτος της Αριάδνης –και κλειδί για να διαβαστούν σωστά οι διφορούμενες δηλώσεις Τραμπ– είναι οι συμφωνίες LNG που υπέγραψε στη Νέα Υόρκη ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, αλλά και η συνεργασία στην πυρηνική ενέργεια. Ένας τομέας στον οποίο κυριαρχούν ως σήμερα οι Ρώσοι, αφού είναι γνωστό ότι αυτοί κατασκευάζουν τα πυρηνικά εργοστάσια της γειτονικής χώρας.
Συνοπτικά: η Άγκυρα δείχνει διατεθειμένη να «απορωσοποιήσει» σταδιακά το ενεργειακό της μίγμα, προσβλέποντας σε ελεγχόμενη επιστροφή στις αμερικανικές αμυντικές ράγες.
Η Τουρκία παραμένει διαρθρωτικά εξαρτημένη από ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Οι νέες πολυετείς συμφωνίες LNG –με αφετηρίες στις ΗΠΑ και Δυτικούς τερματικούς– δεν διαρρηγνύουν αυτομάτως τους δεσμούς με τη Μόσχα· δημιουργούν όμως εναλλακτικές διαδρομές και εκπέμπουν σήμα πολιτικής μετατόπισης. Όταν ο Τραμπ πιέζει δημόσια τον Ερντογάν «να σταματήσει να αγοράζει ενέργεια από τη Ρωσία», περιγράφει μια συναλλαγή: λιγότερη ρωσική ενέργεια, μεγαλύτερη πρόσβαση σε αμερικανικά συστήματα.
Ο κύριος φραγμός στην υπόθεση F-35 είναι γνωστός: οι S-400. Το πλαίσιο που διαμορφώνεται δείχνει λύση «χωρίς ταπείνωση»: οι συστοιχίες θα αποσυρθούν από την αιχμή της τουρκικής διάταξης είτε υπό το πρόσχημα αναβάθμισης/αποθήκευσης είτε μέσω μεταβίβασης σε τρίτο αποδέκτη, που να μη θίγει ευθέως τη Μόσχα. Δεν πρόκειται για τεχνικό ζήτημα αλλά για αρχιτεκτονική εξόδου, που επιτρέπει στον Ερντογάν να πει «δεν υπέκυψα», και στον Τραμπ να παρακάμψει πολιτικά το CAATSA.
Παράλληλα, ανοίγει χώρος για Patriot.
Η προοπτική αμερικανικής αντιαεροπορικής ομπρέλας λειτουργεί ως γέφυρα αξιοπιστίας και ως πολιτικό ισοδύναμο των S-400. Δεν είναι δεδομένο ότι η συμφωνία θα κλείσει άμεσα, όμως αυτός είναι ο οδικός χάρτης που διακρίνεται.
Η Άγκυρα, ωστόσο, δεν αρκείται σε πλατφόρμες· ζητά τεχνογνωσία κινητήρων για το εγχώριο μαχητικό KAAN, ή έστω πρόσβαση σε ώριμους κινητήρες. Εδώ οι πιθανότητες περιορίζονται. Οι ΗΠΑ διαχρονικά κρατούν σφιχτά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (IP) στους αεροκινητήρες· αν δοθεί κάτι, θα είναι στοχευμένο, υπό αυστηρή εποπτεία.
Μια παράδοξη αλλά κρίσιμη διάσταση της συνάντησης είναι η εκκλησιαστική γεωπολιτική. Η ενδεχόμενη αναβάθμιση του ρόλου του Φαναρίου (de facto αναγνώριση οικουμενικού χαρακτήρα) υποσκάπτει την επιρροή της Μόσχας στον ορθόδοξο κόσμο. Η Χάλκη επιστρέφει ως σύμβολο «καλής θέλησης». Ο Ερντογάν όμως εμφανίζεται ψυχρός σε προτροπές που δεν συνοδεύονται από απτά ανταλλάγματα σε άμυνα και οικονομία. Και, φυσικά, στη Δυτική Θράκη, καθώς, έχει συνδέσει οποιαδήποτε βελτίωση του καθεστώτος της Χάγης με ελληνικά ανταλλάγματα τα οποία είναι εκτός κάθε λογικής.
Η Χάλκη είναι θεσμός του τουρκικού κράτους και δεν μπορεί να αντιπαραβάλλεται με απαιτήσεις απέναντι στην Ελλάδα.
Στο συριακό, η αμερικανική γραμμή ταλαντεύεται μεταξύ ρητορικής περί «ενιαίου κράτους» και de facto ενίσχυσης των κουρδοσυριακών SDF. Η Άγκυρα το διαβάζει ως στρατηγική αμφισημία: οι ΗΠΑ κρατούν εργαλείο πίεσης σε Δαμασκό, Μόσχα και Άγκυρα ταυτόχρονα. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Αμερικανού απεσταλμένου Τομ Μπάρακ: «Δεν υπάρχει Μέση Ανατολή, μόνο φυλές και χωριά». Με αυτό το φίλτρο, η Ουάσινγκτον δεν υπόσχεται θεσμική συνέπεια· υπόσχεται διαχειρισιμότητα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα;
Πρώτον: αν η Τουρκία αποστασιοποιηθεί έστω και μερικώς από τη Ρωσία, θα αναβαθμιστεί η χρησιμότητά της για τις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικό για την Ελλάδα –ένα πιο προβλέψιμο τουρκικό προφίλ στο ΝΑΤΟ περιορίζει αιφνιδιασμούς– αλλά ανεβάζει τον πήχη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στο ρόλο του «καλού μαθητή».
Δεύτερον: στο πεδίο F-35 και ισορροπίας ισχύος. Αν η Τουρκία επανέλθει –έστω μερικώς– στο οικοσύστημα F-35, το ελληνικό πλεονέκτημα 5ης γενιάς θα πιεστεί. Η απάντηση δεν είναι «όχι στα τουρκικά F-35» (αυτό δεν περνά από την Αθήνα), αλλά επιτάχυνση μέτρων σοβαρής αποτροπής.
Στο εκκλησιαστικό, μια πιθανή αναβάθμιση του Φαναρίου συνιστά κέρδος ήπιας ισχύος για Ελλάδα/Ορθοδοξία, χωρίς να μεταφράζεται αυτόματα σε ελληνοτουρκική ύφεση. Θα λειτουργήσει σε «χαμηλές συχνότητες» ως μοχλός πίεσης προς τη Μόσχα και ως δείκτης καλής θέλησης της Άγκυρας προς την Ουάσινγκτον.
Ο Τραμπ λειτουργεί ως μεσολαβητής συναλλαγών, όχι ως αρχιτέκτονας θεσμικών δεσμεύσεων: «θα κάνουμε, αν κάνετε». Ο Ερντογάν παίζει το γνώριμο παιχνίδι ευθυγράμμισης κατά περίπτωση: θα κόψει ρωσικούς δεσμούς όπου αποκομίζει πολλαπλά οφέλη από τη Δύση, κρατώντας ταυτόχρονα ανοιχτά κανάλια με τη Μόσχα όπου τον συμφέρει.
Για την Ελλάδα, το συμπέρασμα είναι λιγότερη βεβαιότητα, περισσότερη ικανότητα. Δηλαδή, να προεξοφλήσει ότι η Τουρκία μπορεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ουάσινγκτον χωρίς να γίνει «φιλική», και να προσαρμόσει εγκαίρως την άμυνα και την διπλωματία της.