Η Αρμενία είναι μια χώρα με ένδοξη μακραίωνη ηρωική και μαρτυρική ιστορία, με απαράμιλλη μουσικοχορευτική παράδοση, με μοναδική αρχιτεκτονική και ανέκαθεν φυτώριο χαρισματικών προσωπικοτήτων των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών, διεθνούς εμβέλειας.
Από την Αρχαιότητα ως σήμερα ο αρμενικός λαός έχει στενές σχέσεις με τον οικουμενικό ελληνισμό, ενώ για αιώνες η Αρμενία φιλοξενεί μια μικρή αλλά ακμαία ελληνική κοινότητα, η ιστορία της οποίας δεν είναι ευρέως γνωστή.
Μάλιστα η Αρμενία οφείλει τη διεθνή της ονομασία στους Έλληνες!
Είναι γεγονός ότι ενώ σε όλες τις γλώσσες του κόσμου η χώρα ονομάζεται Αρμενία και ο λαός Αρμένιοι, οι ίδιοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Χάι και η χώρα στα αρμενικά είναι Χαϊαστάν. Γιατί Αρμενία λοιπόν;
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ονομάστηκε από τον Αργοναύτη Άρμενο, ο οποίος καταγόταν από το Αρμένιο της Θεσσαλίας στη λίμνη Βοιβηίδα (τη σημερινή Κάρλα), μεταξύ των Φερών και της Λάρισας. Ο Έλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος και ιστορικός υποστήριξε ακόμα ότι ο Αράξης ποταμός της Αρμενίας ονοματίστηκε επίσης από τους Αργοναύτες λόγω της ομοιότητάς του με τον Πηνειό – και ο Πηνειός λεγόταν Αράξης, που σημαίνει σχίστης, καθώς διαχωρίζει την Όσσα από τον Όλυμπο στα Τέμπη.
Σημαντικό κατάλοιπο με έντονα ελληνικό χαρακτήρα στην Αρμενία αποτελεί ο αρχαίος ναός της λατρείας του Ήλιου του 1ου αιώνα μ.Χ., στην επαρχία Kotayk.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα το Βυζάντιο ασκούσε επιρροή. Μάλιστα από τέλη του 4ου ως τις αρχές του 5ου αιώνα η Δυτική Αρμενία αποτελούσε κομμάτι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο δε αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (408-450) ίδρυσε στην Αρμενία τη Θεοδοσιούπολη πάνω στο σύνορο του βυζαντινού κράτους με τις περσικές κτήσεις. Η πόλη απετέλεσε σημαντική στρατηγική οχύρωση με βυζαντινή φρουρά και διέθετε επισκοπή, η ιστορία της οποίας φτάνει ως τον 19ο αιώνα. Η Θεοδοσιούπολη σήμερα ονομάζεται Ερζερούμ (Αρζάν Αρ-Ρουμ, δηλ. Αρζάν των Ρωμιών) και ανήκει στην Τουρκική Δημοκρατία.
Για εκατονταετίες η Αρμενία αποτελούσε χώρο εδαφικής διαμάχης και πολεμικών αντιπαραθέσεων μεταξύ του Βυζαντίου και του μουσουλμανικού κόσμου ως τον 11ο αιώνα, όταν κυριεύτηκε από τους Σελτζούκους και χάθηκε τελειωτικά για το Βυζάντιο.
Η πιο πρόσφατες μαζικές μετακινήσεις των Ελλήνων στην Αρμενία ξεκίνησαν από τον 18ο αιώνα, με την έλευση των Ποντίων μεταλλωρύχων και μεταλλουργών από την Τραπεζούντα, την Αργυρούπολη και το Καρς.
Οι μετανάστες αυτοί ξεκίνησαν να φτάνουν από το 1752 και ίδρυσαν τους οικισμούς: Αλαβερντί, Αχταλά, Μαντάν, Σαμλούχ, Μπεντίκ, Γιαχντάν, Κοχές, Αλεξαντροπόλ (Γκιουμρί), Μπαγιαντούρ, Καβάρτ, Μισχανά (Ανκαβάν) και Μεχμανά.
Ο αρμενικός βορράς την εποχή εκείνη ανήκε διοικητικά στο γεωργιανό βασίλειο Κάρτλι-Καχέτι. Εκεί ακριβώς λειτούργησαν τα διάσημα μεταλλεία Αλαβερντί – ονομασία που προέρχεται από τα τουρκικά και σημαίνει «Ο Θεός έδωσε (Allah verdi)». Η τουρκική γλώσσα την εποχή εκείνη ήταν η διεθνής γλώσσα της Ανατολής και του Καυκάσου, στην οποία συνεννοούνταν μεταξύ τους οι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των γύρω χωρών.
Οι Πόντιοι μεταλλωρύχοι ήταν αυτοί που έφεραν από τις πατρίδες τους τη συνήθεια να δίνουν στα ορυχεία αλλά και στους οικισμούς τους τουρκικές ονομασίες.
Συνέντευξη με τον Πόντιο της Αρμενίας Μπορίς Μπατμάνοφ και εικόνες από τα μεταλλεία
Οι μεταλλωρύχοι αυτοί ασχολήθηκαν κυρίως με την εξόρυξη του χαλκού. Ο μεγάλος Αρμένιος ιστορικός Αρακέλ Μπαμπαχανιάν (1860-1932) είχε γράψει χαρακτηριστικά: «Ο Έλληνας έρχεται από μακριά, φέρνει μαζί του λίγα λεφτά, κάθεται και κάνει τη δουλειά του. Και ό,τι κάνει, το κάνει καλά, άριστα. Το έργο αυτό θεωρείται πως είναι του Έλληνα και κανενός άλλου. Αν δεν πλησιάσει ο Έλληνας τα ορυχεία, δεν θα το κάνει κανείς».
Είναι γεγονός ότι η εκβιομηχάνιση της μεταλλουργίας στον Καύκασο και η εγκατάσταση του ηλεκτρισμού συνδέεται με το όνομα του Πόντιου βιομήχανου Χαράλαμπου Κουντούροβ, ο οποίος ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιο χαλκού στην περιοχή. Ήταν έμπορος από την Κρώμνη της περιφέρειας Αργυρούπολης, ο οποίος πήγε στην Αρμενία το 1851 και το 1853 ίδρυσε το εργοστάσιο – τον ακολούθησαν πάνω από 100 Έλληνες εργάτες από τον Πόντο.
Σειρά είχε η κατασκευή και λειτουργία υδροηλεκτρικού σταθμού και σταδιακά η ίδρυση επιπλέον ελληνικών επιχειρήσεων, όπως αρτοποιεία και εμπορικά καταστήματα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1850, η οικογένεια Κουντούροβ ίδρυσε και άλλα μεταλλεία και εργοστάσια.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το 1865 οι ευπατρίδες αδερφοί Κοντούροβ έχτισαν τον ελληνικό ναό του Αγίου Χαραλάμπους στο Καβάρτ, αποκαλούμενου από τους ντόπιους «Εκκλησία των Μπερτζέν», δηλαδή «Εκκλησία των Ελλήνων» – τα ερείπια της υπάρχουν ως σήμερα και είναι εντυπωσιακά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα γεωργιανά η λέξη μπερτζέν είναι διπλής σημασίας, καθώς σημαίνει τον σοφό αλλά και τον Έλληνα, κατά περίπτωση.
Με την ενσωμάτωση των εδαφών του Κυβερνείου του Καρς στην Τουρκία το 1921, μέρος των Ελλήνων μεταναστεύουν και πάλι στην Αρμενία. Στα χρόνια του κομμουνισμού, ενώ η Αρμενία αποτελούσε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία· οι Έλληνες ήταν πάνω από 5.600.
Η αείμνηστη Αγάπη Μιχαηλίδου ζούσε στο Μεχμανά
Όσον αφορά το Αρτσάχ –την αρχαία «Ορχιστηνή» του Στράβωνα–, εκεί τον 18ο αιώνα ιδρύθηκε το Μεχμανά από τους Έλληνες που ανακάλυψαν φλέβα μετάλλου κοντά στο χωριό. Οι μεταλλωρύχοι αυτοί επίσης προέρχονταν από τον Ανατολικό Πόντο και αργότερα έφεραν τις οικογένειές τους για μόνιμη εγκατάσταση.
Σε όλη την ιστορία του Αρτσάχ, ως τα πολύ πρόσφατα γεγονότα του 2023, η ελληνική κοινότητα εκεί υπέστη την ίδια μοίρα με τους Αρμένιους.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του ’90, πολλοί Έλληνες της Αρμενίας μετανάστευσαν στην Ελλάδα, στη Ρωσία και σε άλλες χώρες. Όσοι έμειναν οργανώθηκαν σε ομοσπονδία για πρώτη φορά το 1994, καθώς ως τότε οι ελληνικές κοινότητες της περιοχής δεν ήταν οργανωμένες θεσμικά.
Το έτος 2019 η ομοσπονδία των ελληνικών κοινωνικών οργανώσεων ονομάστηκε Ένωση Ελληνικών Κοινοτήτων Αρμενίας.
Η ελληνική κοινότητα αριθμεί περίπου 900 άτομα από μικτές οικογένειες. Η Ένωση έχει ισχυρούς δεσμούς με την πρεσβεία της Ελλάδας στην Αρμενία.
Με τη βοήθεια από ελληνικής πλευράς παρέχονται δωρεάν μαθήματα ελληνικών, οι διδάσκοντες συμμετέχουν σε επιμορφωτικά προγράμματα στην Ελλάδα, τα παιδιά επισκέπτονται τις ελληνικές κατασκηνώσεις και η νεολαία συμμετέχει σε διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα. Η αρμενική κυβέρνηση επίσης βοηθά την ελληνική μειονότητα, με την επιχορήγηση εκδηλώσεων και της ελληνικής παιδικής κατασκήνωσης.
Οι περισσότεροι Έλληνες συνεχίζουν να κατοικούν σήμερα στην πρωτεύουσα Γιερεβάν, αλλά και στην περιφέρεια, στο Αλαβερντί, στο Λορί και στους πέριξ οικισμούς: Αχταλά, Μαντάν και Σαμλούχ.
Είναι πλήρως ενταγμένοι στην αρμενική κοινωνία και συνεχίζουν να διαπρέπουν στις τέχνες και στις επιστήμες και να συμβάλλουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Διοργανώνουν εκδηλώσεις εντός της Αρμενίας και συμμετέχουν ενεργά σε διεθνές επίπεδο σε όλες τις διεργασίες της ελληνικής διασποράς και του Ποντιακού Ζητήματος.
Ο διασημότερος ομογενής της Αρμενίας είναι ο Γεώργιος Γκουρτζίεφ – ο Πόντιος μυστικιστής και μεγάλος μουσικοσυνθέτης του περασμένου αιώνα, γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη (Γκιουμρί). Από μικτή ελληνοαρμενική οικογένεια κατάγεται η σύγχρονη τραγουδίστρια της ομογένειας και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Μόσχας Αριάδνη Προκοπίδου.
Σπάρτακος Τανασίδης