Μέσα σ’ ένα λαμπερό κινηματογραφικό σύμπαν που έμοιαζε με παλιά καρτ ποστάλ, γεννήθηκε κάποτε ένα κορίτσι που δεν έμαθε ποτέ να περπατά∙ από την πρώτη στιγμή χόρευε. Η Μάρθα Καραγιάννη χόρευε στις αυλές του Κερατσινίου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, χόρευε μπροστά στους καθρέφτες της σχολής του Μοριανόφ όπου φοίτησε, χόρευε πάνω στα σανίδια της Λυρικής Σκηνής, πριν καλά-καλά μάθει να γράφει το όνομά της.
Η μητέρα της Δόμνα Τσιρίδου, ποντιακής καταγωγής αλλά γεννημένη στο μακρινό Μπακού, και ο πατέρας της Χαρίλαος, με ρίζες στο Αικατερινεντάρ (σημερινό Κρασνοντάρ), της είχαν κληροδοτήσει κάτι πιο βαθύ απ’ την καταγωγή: έναν τρόπο να αντέχει και να χαμογελά!
Από τη σκηνή του μπαλέτου στις σελίδες της ιστορίας
Ήταν μόλις οχτώ χρονών όταν πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική. Εκεί, στις πρόβες του παιδικού μπαλέτου της Λουκίας Σακελλαροπούλου, δίπλα στην Ελένη Προκοπίου, δεν χρειαζόταν να πει πολλά.
Αρκούσε το βλέμμα της και η χάρη στις κινήσεις της – σαν να ήξερε ήδη πως η σιωπή μπορεί να είναι πιο εκκωφαντική κι από τα πιο θερμά χειροκροτήματα.
Και ύστερα… ένας φακός. Μια κάμερα. Ένα δοκιμαστικό. Ο Ορέστης Λάσκος την είδε και αμέσως κατάλαβε. Κάτι πάνω της δεν μπορούσε να διδαχθεί. Ήταν το είδος του ταλέντου που δεν «χωρούσε» σε σχολές∙ αναδυόταν απλά. Έτσι, στα 16 της, έγινε το κορίτσι που έπαιξε δίπλα στην Κυβέλη, στον Αλεξανδράκη… Μια «άγνωστη» που πολύ γρήγορα θα γινόταν παντού αναγνωρίσιμη.
Δεν είχε ανάγκη να ζητήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο – η κάμερα την ερωτευόταν χωρίς εξηγήσεις. Ήταν εκείνη που έδινε λάμψη σε κάθε πλάνο, ακόμα κι όταν ήταν απλώς η «αρραβωνιαστικιά» ή η φίλη της πρωταγωνίστριας. Με τα μάτια της, με το σώμα της που ακολουθούσε τη μουσική σαν δεύτερο… δέρμα, με το πνεύμα της που έκανε τους ρόλους της να πετούν πάνω από την οθόνη, όπως μόνο οι αληθινές σταρ το κατάφερναν.
Ο κόσμος την αγάπησε γιατί δεν κατέβηκε ποτέ απ’ το βάθρο. Μα ούτε και ανέβηκε. Ήταν δίπλα τους, σαν φίλη, σαν κορίτσι της διπλανής πόρτας που ήξερες ότι μπορούσε να χορέψει, να γελάσει, να φωνάξει «ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι!» και να το εννοεί.
Η γυναίκα πίσω από τα φώτα
Παντρεύτηκε τον θρύλο του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο. Μα η ζωή, όσο σε αφήνει να ανέβεις, τόσο σου υπενθυμίζει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Έχασε το παιδί που κυοφορούσε λίγο πριν το κρατήσει στα χέρια της. Το τραύμα εκείνο δεν ξεχάστηκε ποτέ. Για χρόνια, η μητρότητα ήταν ένα όνειρο που της ξέφευγε μέσα απ’ τα χέρια.
Ύστερα ήρθε μια σχέση ζωής με τον Βασίλη Κωνσταντίνου – θρύλο κι αυτός, αλλά στην άλλη, την πράσινη πλευρά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι όταν τα φώτα έσβηναν, η Μάρθα δεν κρυβόταν πίσω από μάσκες. Ζούσε, γελούσε, έπασχε. Όπως όλοι. Μόνο που εκείνη είχε το θάρρος να το παραδεχτεί.
Δαλιανίδης, Φίνος, Βουτσάς και μια χρυσή εποχή
Από το Ζητείται Ψεύτης έως το Μερικοί το προτιμούν κρύο, η Μάρθα Καραγιάννη ήταν πάντα εκεί. Ήταν η μελωδία που κρατούσε τις ταινίες ζωντανές. Είκοσι ταινίες με τη Φίνος Φιλμ, σχεδόν όλες με την υπογραφή του Γιάννη Δαλιανίδη.
Κι ένα κινηματογραφικό ταίριασμα με τον Κώστα Βουτσά που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.
Όταν τα φώτα της μεγάλης οθόνης άρχισαν να χαμηλώνουν, εκείνη γύρισε στο θέατρο. Στην πρόζα. Και στην τηλεόραση. Πάντα με τον ίδιο σεβασμό. Ποτέ με έπαρση.
Σκιά και φως: η άλλη πλευρά της ζωής
Όταν η μητέρα της «έφυγε», η Μάρθα βούλιαξε. Έπαθε κατάθλιψη. Όχι εκείνη τη χολιγουντιανή, με φώτα και δάκρυα στις τηλεοπτικές εκπομπές. Μια σιωπηλή, βαθιά θλίψη που της ρούφηξε την ενέργεια, την έκοψε στα δύο.
Δεν πήρε χάπια. Δεν κράτησε πατερίτσες. Βγήκε τα βράδια με τον Γιάννη Δαλιανίδη. Πήγε τουρνέ.
Και κάπου εκεί, το καλοκαίρι την θεράπευσε όπως μόνο τα καλοκαίρια ξέρουν να κάνουν. Να σε απελευθερώνουν, να μιλούν στην ψυχή σου, να σε κάνουν να νιώθεις ανάλαφρη και έτοιμη για νέες προκλήσεις στη ζωή.
Κάποιο βράδυ, εκεί που οι πίστες της παλιάς Αθήνας γέμιζαν σπασμένα πιάτα και μελωδίες, μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας απ’ το Χόλιγουντ. Ψηλός, όμορφος. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ. Όλοι πάγωσαν. Εκείνη, όχι. Του χόρεψε. Κι εκείνος τη ρώτησε αν μπορούν να φωτογραφηθούν. Το έκαναν. Αλλά η Μάρθα, λίγο αργότερα, εξομολογήθηκε: «Μου άρεσαν τα απλά, λαϊκά παιδιά».
Λιγότερη λάμψη, περισσότερες αλήθειες
Τα χρόνια πέρασαν. Μα η Μάρθα δεν μίκρυνε. Έμενε στην ίδια ζεστή αγκαλιά με την αγαπημένη της φίλη και ηθοποιό, Ντόρα Ντούμα. Χρόνια μαζί. Σύντροφοι. Όχι εραστές, αλλά κάτι που πολλές φορές είναι σπανιότερο: αληθινοί σύντροφοι ψυχής.
Δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν χρειαζόταν. «Ερωτεύτηκα όταν έπρεπε. Ζήλεψα και με ζήλεψαν. Αγάπησα και με αγάπησαν». Αυτό έλεγε συχνά και αυτό της έφτανε.
Και όταν κοιτούσε πια τον εαυτό της στον καθρέφτη, δεν ήθελε να δει τη σταρ. Ήθελε να δει απλώς τη Μάρθα. Αυτήν που έζησε. Που ταξίδεψε. Που γύρισε την Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία, που βούτηξε στην Αργεντινή και που αγάπησε την παλιά Αθήνα όπως λίγοι. Ο θάνατός της στις 18 Σεπτεμβρίου του 2022 βύθισε στη θλίψη όλους τους δικούς της ανθρώπους αλλά και όλους εκείνους που τη λάτρεψαν για την τσαχπινιά της, το πηγαίο ταλέντο της και την απλότητά της.
Κάλλια Λαμπροπούλου