Δεν ήταν μόνο η κατάρρευση με πάταγο του μεγάλου ονείρου – τρία χρόνια ο Ελληνικός Στρατός μαχόταν στα πεδία της Μικράς Ασίας, ο ίδιος που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στη Σμύρνη την άνοιξη του 1919, ο ίδιος τον Σεπτέμβριο του 1922 δεν μπόρεσε να την υπερασπιστεί, καθώς ήταν ηττημένος και ταπεινωμένος από τον Τουρκικό Εθνικιστικό Στρατό.
Η καταστροφή της μητρόπολης της Ιωνίας από την ονομαζόμενη «Μεγάλη φωτιά» ήταν το τελευταίο βίαιο επεισόδιο σε ένα δεκαετές ολοκαύτωμα που είχε σαν αποτέλεσμα να ξεριζωθεί από το χώμα της Μικρασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης κάθε τι χριστιανικό – η δημιουργία του τουρκικού κράτους, η οποία επισφραγίστηκε από τη Συνθήκη της Λοζάνης, «ποτίστηκε» με το αίμα των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή έχει «γράψει» στη συλλογική μνήμη καθώς ήταν η ταφόπλακα για τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής και μια συντριπτική ήττα που οδήγησε στον οδυνηρό μετασχηματισμό του διχασμένου ελληνικού κράτους.
Η 14η Σεπτεμβρίου μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αναγνωρίστηκε από τη Βουλή ως ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Για τους Έλληνες του Πόντου η αντίστοιχη μέρα είναι η 19η Μαΐου. Η Ελλάδα έχει ακόμα αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά όχι των Ασσυρίων.
Φέτος η Αθήνα τίμησε τη μνήμη των Μικρασιατών με επιμνημόσυνη δέηση στη Μητρόπολη, δέηση στο εθνοϊερομάρτυρα Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ομιλητής στην εκδήλωση-δεξίωση της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων (ΟΠΣΕ) ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σαμουρκασίδης, ο οποίος επέλεξε να εστιάσει στη διαχείριση της μνήμης.
«Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα δέχθηκε ένα πρωτόγνωρο κύμα προσφύγων τόσο από τη Μικρά Ασία όσο και από την Ανατολική Θράκη, που υπολογιζόταν περίπου σε 1,2 εκατ., βάσει της απογραφής του 1928. Η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923 και η συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών (χριστιανών και μουσουλμάνων) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έθεσαν ένα τέλος στις προσδοκίες των προσφύγων για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες», ανέφερε.
Όπως εξήγησε, οι πρόσφυγες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια διπλή πρόκληση: από τη μία να ξαναχτίσουν τη ζωή τους μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης, κι από την άλλη να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα που συχνά συναντούσαν από μερίδα των γηγενών. «Αυτές οι συνθήκες, μαζί με την πολιτική τους ταύτιση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνέβαλαν στη συγκρότηση μιας ομοιογενούς και διακριτής “προσφυγικής ταυτότητας”» σημείωσε.
Προσφυγική ταυτότητα
Αρχικά η σύνθεση των προσφύγων υπήρξε ανομοιογενής, τόσο σε επίπεδο πολιτισμικής ταυτότητας, όσο και σε επίπεδο γλώσσας. Τα διαφορετικά όμως χαρακτηριστικά των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ομογενοποιήθηκαν στη βάση αυτής της ξεχωριστής ταυτότητας, που τους διαφοροποιούσε από τους γηγενείς, της «προσφυγικής ταυτότητας».
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σαμουρκασίδη, αυτή η «ομογενοποίηση» και η συγκρότηση της διακριτής ταυτότητας του «πρόσφυγα» συνέβαλε και στη μετέπειτα διεκδίκηση των κοινών αιτημάτων τους για αποκατάσταση.
Ο ίδιος τόνισε ότι το ελληνικό κράτος –πέρα από τη μέριμνα για αποκατάσταση των προσφύγων και τον καταλογισμό ευθυνών για τη Μικρασιατική Καταστροφή–, προώθησε επίσημα μια πολιτική λήθης για τα γεγονότα στη Μικρά Ασία.
«Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στην από κοινού προσπάθεια Ελλάδας-Τουρκίας για την αποκλιμάκωση των μεταξύ τους σχέσεων και τη σταθεροποίηση των εύθραυστων ισορροπιών στην περιοχή, γεγονός που θα εξασφαλιζόταν μέσα από την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας στις δύο χώρες», υποστήριξε.
Η δυναμική του ποντιακού χώρου
Με την πάροδο του χρόνου αυτή η ταυτότητα του πρόσφυγα διαφοροποιήθηκε εσωτερικά. «Σταδιακά αναδύθηκαν ξεχωριστές εκφράσεις μνήμης και συλλογικότητας, με τον ποντιακό χώρο να αναπτύσσει ιδιαίτερη δυναμική», εξήγησε ο Κωνσταντίνος Σαμουρκασίδης.
«Στα χρόνια μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών», συμπλήρωσε, «Πόντιοι διανοούμενοι δόμησαν τη μνήμη τους με στόχο την ανάδειξη του πολιτισμού και της ιστορίας του Πόντου. Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την “έκρηξη” ίδρυσης ποντιακών συλλόγων, τη δημιουργία μνημείων και τη θέσπιση αναμνηστήριων τελετών, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η συγκρότηση της “ποντιακής ταυτότητας” ως αυτόνομης συλλογικής ταυτότητας».
Για τον ιστορικό, με τον τρόπο αυτό, το κοινό αφήγημα που διαμορφώθηκε από την «αντι-μνήμη» –όπως την χαρακτηρίζει ο επίσης ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης–, κατέληξε στη διατύπωση του αιτήματος για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων, της ένταξης δηλαδή της μνήμης των Ποντίων στην επίσημη εθνική μνήμη.
Είναι γνωστό ότι καταλυτικός στη διατύπωση του αιτήματος υπήρξε ο ρόλος του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, «ο οποίος έθετε το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας ως μια πράξη αντίστασης τόσο στη λήθη που επιβλήθηκε από το ελληνικό κράτος, όσο και στην αλλοίωση ή την ολοκληρωτική απώλεια της ταυτότητας των Ποντίων» κατά τον Κωνσταντίνο Σαμουρκασίδη.
Συνεχίζοντας την ομιλία του σημείωσε ότι ο διαχωρισμός αυτός των Ποντίων από τις υπόλοιπες προσφυγικές ομάδες υπήρξε στρατηγική επιλογή του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, «μια επιλογή η οποία παγιώθηκε τα επόμενα χρόνια καθώς ευνοήθηκε και από τον έντονο “τοπικισμό” που χαρακτήριζε εκείνη την περίοδο τους συλλογικούς φορείς των Ποντίων».
Η διεκδίκηση από τους Μικρασιάτες και η Τουρκία
Η καθιέρωση ημέρας μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από την ελληνική Βουλή το 1994 οδήγησε τους συλλογικούς φορείς των Μικρασιατών στη διεκδίκηση της αναγνώρισης των γεγονότων και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, στη βάση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το έγκλημα της γενοκτονίας.
Τον Οκτώβριο του 1998, έπειτα από πρόταση νόμου που κατέθεσαν τον Μάιο του 1997 τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την καθιέρωση της «14ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του σχετικού νόμου «ο χαρακτήρας, ο φορέας και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων εθνικής μνήμης» θα καθορίζονταν με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο κατατέθηκε προς υπογραφή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με καθυστέρηση περίπου δυόμισι ετών. Αποσύρθηκε ωστόσο, προκειμένου να απαλειφθεί ο όρος «γενοκτονία».
«Η προσπάθεια απαλοιφής του όρου “γενοκτονία” και η αναφορά σε ημέρα μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής συνδέθηκε από πολλούς με την προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο» κατά τον Κωνσταντίνο Σαμουρκασίδη.
Τελικά το Προεδρικό Διάταγμα δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 21 Σεπτεμβρίου 2001 χωρίς κάποια αλλαγή στον ψηφισμένο από την ελληνική Βουλή νόμο του Οκτωβρίου του 1998.
Συνεχίζοντας, ο καλεσμένος της ΟΠΣΕ υπενθύμισε ότι στις 25 Ιουλίου 2006 επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς από επτά βουλευτές της κυβέρνησης της ΝΔ η ενοποίηση των δύο αναγνωρισμένων από την ελληνική Βουλή γενοκτονιών, με την κατάθεση πρότασης νόμου για την «Καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης από το τουρκικό κράτος».
Η μνήμη δεν είναι δεδομένη
Στην ομιλία του ο Κωνσταντίνος Σαμουρκασίδης υποστήριξε ότι αυτό που πρέπει να εμπεδωθεί είναι ότι η μνήμη δεν είναι ποτέ δεδομένη. «Ακόμη και μετά από θεσμική αναγνώριση, μπορεί να επιχειρηθεί να υποβαθμιστεί ή να αλλοιωθεί. Και αυτό είναι το κρίσιμο μήνυμα για το σήμερα: όπως τότε, έτσι και τώρα υπάρχουν δυνάμεις που θα προτιμούσαν η μνήμη των γενοκτονιών να υποχωρήσει μπροστά στις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής», ανέφερε.
Για τον ίδιο, η απάντηση του προσφυγικού ελληνισμού πρέπει να είναι ξεκάθαρη: η γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι διαπραγματεύσιμη. «Δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο εκπτώσεων, ούτε να χρησιμοποιείται ή να αποσιωπάται κατά το δοκούν», τόνισε.
Και συνέχισε: «Η ενότητα της μνήμης του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε τις σημερινές μας διεκδικήσεις. Είναι η δύναμη που μας επιτρέπει να αντιστεκόμαστε σε κάθε προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας, αλλά και η βάση για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας με σεβασμό, τεκμηρίωση και αποφασιστικότητα».
Κλείνοντας υποστήριξε ότι η μνήμη δεν είναι παρελθόν, αλλά το μέτρο με το οποίο κρινόμαστε ως κοινωνία. «Και είναι ακριβώς αυτή η μνήμη που μας ενώνει και μας καθιστά ικανούς να διεκδικούμε διεθνώς την αναγνώριση της αλήθειας και την εμπέδωση της ειρήνης», κατέληξε.