Την εποχή που μεσουρανούσε στον κινηματογράφο, την είχαν πει «Αλίκη της β’ προβολής» ή «η Αλίκη της περιφέρειας». Επιφανειακός μεν χαρακτηρισμός, αλλά είχε μια βάση, ή –για να είμαστε ακριβοδίκαιοι– έναν άνθρωπο: Τον σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα.
Η Αδαμαντία Μαυροειδή γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη σε πάρτι για τα γενέθλιά της.
Ο Δαδήρας ήταν γνωστός της μητέρας της, μεγάλο όνομα στο σινεμά, και γοητεύτηκε με το που είδε την 18χρονη Αδαμαντία, η οποία σπούδαζε χορό και πήγαινε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με το δικό του ραβδάκι η Αδαμαντία έγινε Γκιζέλα Ντάλι, και το ταξίδι στην υποκριτική ξεκίνησε.
Ο πυγμαλίωνας και η μαθήτρια
«Ο μπαμπάς μου, ο Αλέξανδρος, καταγόταν από πλούσια οικογένεια των Μεγάρων. Η μαμά μου, η Βούλα [από τη Νάξο], παρακαλούσε να μη με είχε γεννήσει. Φοβόταν ότι θα με σκότωναν οι Γερμανοί. Στα 12 μου, μαζί με την 8χρονη αδερφή μου, ήμασταν στο δρόμο για το σπίτι μας, όταν ένα μηχανάκι την παρέσυρε και την σκότωσε μπροστά στα μάτια μου. Ο πατέρας μου έριχνε τα βάρη για το θάνατο της αδερφής μου στη μαμά μου, με αποτέλεσμα εκείνη να αγανακτήσει, να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγουμε μαζί από τα Μέγαρα για την Αθήνα», είχε αφηγηθεί.
Το 1958 λοιπόν γνωρίζει τον Δαδήρα. Εκείνος είχε επιβάλει, σε μικρότερες εταιρείες, την Τζένη Καρέζη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ειδικά με την εθνική μας σταρ, οι φήμες της εποχής έκαναν λόγο για τρελό έρωτα. Όμως η Αλίκη ζήτησε ένα εξωφρενικό ποσό για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Το τρελοκόριτσο. Ο Δαδήρας αρνήθηκε και ο ρόλος πήγε στην Τζένη Καρέζη. Ο δε έρωτας Δαδήρα-Βουγιουκλάκη, τελείωσε.
Ο Δαδήρας λοιπόν και οι κινηματογραφικοί παραγωγοί, έψαχναν την νέα Αλίκη ή την αντίπαλό της.
Ξαναγυρνάμε στην Γκιζέλα –που ακόμα ήταν Αδαμαντία– και τον σκηνοθέτη. Μόλις την είδε, της είπε: «Εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλη σταρ και να σαρώνεις στο πέρασμά σου». Εκείνη γοητεύτηκε και συμφώνησε.
«Συνάψαμε δεσμό. Όμως δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα σαν εραστή, αλλά περισσότερο σαν πατέρα μου και εκείνος σαν κόρη του», είχε εξομολογηθεί. «Εν μια νυκτί με αντικατέστησε με την… Γκιζέλα Ντάλι. Μου μάκρυνε τα μαλλιά, με έμαθε να βάφομαι ως εκρηκτική ντίβα και μαζί του για πρώτη φορά φόρεσα ντεκολτέ. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1959 παντρευόμαστε. Έχουμε κάνει ήδη την πρώτη μου ταινία, το Ραντεβού στη Βενετία.
»Έναν χρόνο μετά τον γάμο μας μένω έγκυος. Όμως ο Ντίμης με ανάγκασε να αποβάλω. Αυτό έγινε πολλές φορές. Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα ένα παιδί. Όμως, για να μη “χαλάσει” η εικόνα της Γκιζέλας, έπρεπε να κάνω εκτρώσεις. Πόνεσα πολύ για τόσες ζωές που σκότωσα και που ποτέ δεν ολοκληρώθηκα στη γυναικεία φύση μου».
Η ξεχωριστή περίπτωση
Για περίπου 15 χρόνια η Ντάλι αλώνιζε στον κινηματογράφο. Πάντα σε μικρές ή μεσαίες εταιρείες παραγωγής, όμως έκοβε εισιτήρια, κυρίως στα συνοικιακά σινεμά και της περιφέρειας. Και ναι μεν μικρές εταιρείες, μικρό μπάτζετ, αλλά τόλμησε και έκανε κάποια διαφορετικά φιλμ από την πεπατημένη της εποχής. Όπως τις ηθογραφίες Ου κλέψεις ή Ο παρθένος.
Στο τελευταίο ήταν ζευγάρι με τον Άλκη Γιαννακά – κάτι που συνέβη και στην αληθινή ζωή τους.
Και εδώ είχαμε πάθος αλλά και άλλη μια έκτρωση, καθώς σύμφωνα με την ίδια εκείνος δεν φαινόταν να το πήγαινε πιο σοβαρά τη σχέση τους. «Ερωτευτήκαμε παράφορα και αρραβωνιαστήκαμε. Όμως ήμασταν και οι δύο τόσο δυναμικοί χαρακτήρες, που κάθε βράδυ παίζαμε ξύλο και το πρωί σηκωνόμασταν με μαυρισμένα μάτια», έχει αφηγηθεί η Ντάλι.
Παράλληλα δραστηριοποιείται και στο χώρο του τραγουδιού, έχοντας καλή φωνή. Και το 1974, ενώ βρίσκεται στις ΗΠΑ για δουλειά, διαγιγνώσκεται με καρκίνο. Προσπαθεί να βρει απεγνωσμένα γιατρειά. Προστρέχει ακόμα και στον διαβόητο Καματερό, ο οποίος την χρησιμοποιεί ως διαφημιστικό τρικ για να πουλήσει τότε το δήθεν «θαυματουργό νερό» του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της: «Έφτασα μέχρι το μακρινό Θιβέτ. Εκεί κάθισα περίπου έναν χρόνο, γιατί πίστευα ότι με την πειθαρχία και την προσευχή θα υπάρξει αποτέλεσμα. Και τελικά, υπήρξε».
Όταν επιστρέφει, σχεδόν μουγκή, διαπιστώνει πως το άστρο της έχει οριστικά βασιλέψει. Οι πόρτες είναι κλειστές και μόνο ως πρωταγωνίστρια σε σοφτ πορνό βρίσκει δουλειά.
Η Γκιζέλα Ντάλι ταυτίστηκε με αυτά τα φιλμ, με επιστέγασμα τη μυθική πια Σπηλιά της αμαρτίας του 1976, που ένα σαββατιάτικο βράδυ του 1989 προβλήθηκε στο δορυφορικό RTL κάνοντας όλη την Ελλάδα να ξενυχτήσει.
Το μεγάλο αντίο
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος τελείωσε και η Γκιζέλα Ντάλι πήρε την απόφαση να τα αφήσει όλα και να φύγει. Μαζί με τη μητέρα της πήγαν σε ένα μικρό σπιτάκι που είχαν στο φαράγγι Λιώνας Νάξου. Όχι ότι όλα ήταν καλά εκεί.
«Οι άντρες της Νάξου με έβλεπαν ως την Γκιζέλα το σύμβολο του σεξ, και ορισμένοι τα βράδια έρχονταν έξω από το σπίτι να με πειράξουν. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Μέχρι που αναγκάστηκα μια Κυριακή να πάω στην πόλη, εκεί όπου σύχναζαν οι άντρες. Μάζεψα λοιπόν τις γυναίκες τους σε ένα καφενείο και ανέβηκα πάνω σε ένα τραπέζι με ένα μαχαίρι στα χέρια και τους είπα: “Γυναίκες, όλα αυτά τα βράδια οι σύζυγοί σας έρχονταν και με πείραζαν πετώντας μου πέτρες στο σπίτι που έχω μέσα στο φαράγγι. Πείτε τους πως αν ξανάρθουν, θα τους κόψω τα γεννητικά τους όργανα και θα τους βάλω να τα φάνε”», περιέγραφε αργότερα. Και έτσι άλλαξαν όλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος αποφάσισε να μεταφέρει στο σινεμά το best seller της Γιοβάννας Άντε γεια. Και ήθελε για πρωταγωνίστρια την Γκιζέλα Ντάλι. Ο μεγάλος ρόλος που ζητούσε μια ζωή ήταν εκεί.
Όμως η ίδια είχε αλλάξει και δεν γύριζε πίσω για κανέναν ρόλο.
Στο νησί τα πράγματα δεν ήταν εύκολα – κυρίως το χειμώνα. Πάλεψε δε με τον καιρό και με μια καταστροφική πλημύρα, όπου έχασε σχεδόν τα πάντα. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Πολέμησε τον καρκίνο και γνωστοποίησε την κατάστασή της. Παράλληλα καλλιεργούσε τη γη, ενώ διάβαζε πολύ.
Ποτέ δεν έχανε το χιούμορ της, αστειευόταν με το θάνατο που ολοένα την πλησίαζε, και γι’ αυτό της ανήκει επάξια ο χαρακτηρισμός της «μαχήτριας της ζωής». Μάλιστα είχε τοποθετήσει ταμπέλα έξω απ’ το κτήμα της που έλεγε να μην πηγαίνει κανείς γιατί ήταν άρρωστη. Και το 2005, ως αποχαιρετισμό παίζει έναν ρόλο στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου Τεστοστερόνη.
Σαν σήμερα, 2010. Η γυναίκα που ξεσήκωνε τους άντρες, κλείνει για πάντα τα μάτια της. Περήφανη, δυνατή και ξεχωριστή. Όπως είχε πει: «Οι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου! Η κόψη μου ήταν η βλάχα από τα Μέγαρα, στουρνάρι στο κεφάλι! Τώρα που βλέπω τις ταινίες μου, μ’ αρέσει αυτή η κοπέλα, η Γκιζέλα, αλλά σήμερα δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της».
Σπύρος Δευτεραίος