«Χαρούμενοι Αγώνες». Ως τέτοιοι διαφημίστηκαν οι Ολυμπιακοί του 1972. Τελικά έμειναν στην Ιστορία ως «Η σφαγή του Μονάχου».
Τη δεκαετία του 1970 η επιλογή του Μονάχου για την κορυφαία αθλητική διοργάνωση ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολική, καθώς για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ολυμπιάδα θα πραγματοποιούνταν στη (Δυτική) Γερμανία, και μάλιστα στην πόλη όπου «γεννήθηκε» το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Ναζί.
Με σκοπό να διαγραφούν οι μνήμες των Ολυμπιακών του 1936, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο και χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο προπαγάνδας από τον Χίλτερ, οι διοργανωτές στο Μόναχο θέλησαν να δημιουργήσουν μια φιλική ατμόσφαιρα στο Ολυμπιακό Χωριό. Παρά τις δημόσιες ανησυχίες –κυρίως από τον επικεφαλής της ισραηλινής αποστολής Σμουέλ Λάλκιν– τα μέτρα ήταν σκοπίμως χαλαρά, ώστε τίποτα να μην παραπέμπει σε μια στρατοκρατική εικόνα.
Η απόφαση αυτή ελήφθη παρόλο που τον Μάιο εκείνης της χρονιάς οι επιθέσεις της οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» είχαν προκαλέσει αναταραχή, ο Πόλεμος του Βιετνάμ ήταν σε εξέλιξη, και η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ παλαιστινιακών ομάδων και του Ισραήλ στο αποκορύφωμά της.
Εντούτοις, όπως αναφέρεται και στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ One Day in September, πολλές φορές οι αθλητές και οι αθλήτριες δεν χρειάζονταν καν διαπιστεύσεις για το Ολυμπιακό Χωριό, με αποτέλεσμα συχνά να παρακάμπτουν τα σημεία ελέγχου.
Για το σχεδιασμό των μέτρων ασφαλείας είχε ζητηθεί από τον Δυτικογερμανό ψυχολόγο Τζορτζ Σίμπερ να φτιάξει 26 σενάρια τρομοκρατίας· το 21ο προέβλεπε την εισβολή ένοπλων Παλαιστινίων στα καταλύματα των Ισραηλινών. Βρίσκονταν σε ένα σχετικά απομονωμένο τμήμα του Ολυμπιακού Χωριού, σε ένα μικρό κτήριο κοντά στην πύλη. Και οι γερμανικές Αρχές είχαν διαβεβαιώσει την αποστολή, που ανησυχούσε για την απουσία ενόπλων, ότι θα παρείχαν επιπλέον ασφάλεια.
Ξημερώματα 5ης Σεπτεμβρίου
Είχε συμπληρωθεί η πρώτη εβδομάδα των Ολυμπιακών του Μονάχου όταν τα ξημερώματα της 5ης Σεπτεμβρίου μια ομάδα οκτώ Παλαιστινίων (που είχαν μεταμφιεστεί σε αθλητές) εισέβαλε στις εγκαταστάσεις χρησιμοποιώντας κλεμμένα κλειδιά. Δύο αθλητές δολοφονήθηκαν και άλλοι εννέα αιχμαλωτίστηκαν.
Το σχέδιο ανήκε στην εξτρεμιστική οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» και αίτημα ήταν η απελευθέρωση περισσότερων από 200 Παλαιστινίων που κρατούνταν σε ισραηλινές φυλακές, η αποφυλάκιση του Αντρέας Μπάαντερ και της Ουλρίκε Μάινχοφ, τα μέλη της οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) που κρατούνταν στις γερμανικές φυλακές, και η παραχώρηση αεροπλάνου με προορισμό ένα ασφαλές μέρος στη Μέση Ανατολή.
Ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» είχε ιδρυθεί δύο χρόνια νωρίτερα, το 1970, στον απόηχο του θανάτου και της απέλασης χιλιάδων Παλαιστίνιων μαχητών από την Ιορδανία. Ξεκίνησε ως μια μικρή ομάδα ανδρών της Φατάχ, αποφασισμένων να εκδικηθούν τον βασιλιά Χουσεΐν και τις ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις.
Μέχρι σήμερα υπάρχει διαφωνία μεταξύ ιστορικών, δημοσιογράφων και πρωτογενών πηγών σχετικά με τη φύση της οργάνωσης και το βαθμό στον οποίο ήταν υπό την επιρροή της Φατάχ, της φατρίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) που ελεγχόταν εκείνη την εποχή από τον Γιάσερ Αραφάτ.
Το αιματηρό φιάσκο
Επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες για τα μέτρα ασφαλείας, οι Αρχές της Δυτικής Γερμανίας εκτός ότι πιάστηκαν εντελώς απροετοίμαστες, αποδείχθηκαν ανίκανες να διαχειριστούν την κατάσταση. Μάλιστα, ενόσω ήταν σε εξέλιξη η κατάσταση ομηρείας, οι Αγώνες συνεχίζονταν κανονικά – διακόπηκαν το απόγευμα και για μία μόνο μέρα.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μια σχεδιασμένη απόπειρα διάσωσης των ομήρων ακυρώθηκε όταν έγινε αντιληπτό ότι οι κινήσεις της Αστυνομίας προβάλλονταν σε απευθείας μετάδοση σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθώς και στις τηλεοράσεις που βρίσκονταν μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό.
Τελικά, πιστεύοντας ότι είχαν έρθει σε συμφωνία με τις Αρχές, οι τρομοκράτες του «Μαύρου Σεπτέμβρη» οδήγησαν τους ομήρους σε λεωφορεία και έπειτα σε ελικόπτερα που τους μετέφεραν στην Αεροπορική Βάση Φέρστενφελντμπρουκ.
Εκεί, η δυτικογερμανική αστυνομία είχε στήσει ενέδρα, αλλά η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης των αστυνομικών (βάσει νόμου απαγορευόταν η εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων σε επιχειρήσεις της πολιτικής αστυνομίας), η χρήση ακατάλληλου εξοπλισμού, η απουσία αποτελεσματικής συνεννόησης και ο κακός σχεδιασμός, οδήγησαν σε ολέθρια αποτελέσματα.
Μετά από πολύωρη συμπλοκή με τους τρομοκράτες, οκτώ από τους εννέα Ισραηλινούς αθλητές έχασαν τη ζωή τους. Επίσης, σκοτώθηκαν πέντε μέλη του «Μαύρου Σεπτέμβρη» και ένας Δυτικογερμανός αστυνομικός.
Οι τρεις εναπομείναντες τρομοκράτες συνελήφθησαν, αλλά έμελλε να απελευθερωθούν τον επόμενο μήνα κατά την ανταλλαγή ομήρων που ακολούθησε μετά την αεροπειρατεία στην πτήση 615 της Lufthansa: μέλη του «Μαύρου Σεπτέμβρη» μαζί με τους πλέον ελεύθερους τρομοκράτες που ευθύνονταν για τη σφαγή του Μονάχου κατέφυγαν στη Λιβύη όπου τους υποδέχθηκε ο Μουαμάρ Καντάφι ως ήρωες.
Στο μεταξύ βέβαια, η κυβέρνηση του Ισραήλ υπό την πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ είχε ήδη σχεδιάσει και εγκρίνει την «Επιχείρηση Οργή του Θεού», που στόχευε στην εξόντωση όλων των μελών του «Μαύρου Σεπτέμβρη» που εμπλέκονταν με οποιονδήποτε τρόπο στην επίθεση στο Μόναχο.
Η σφοδρότητα της αντίδρασης του Ισραήλ οδήγησε στη διάλυση της τρομοκρατικής οργάνωσης γύρω στο 1974.