«Καίριο πλήγμα στα κυκλώματα διακίνησης λαθραίων και νοθευμένων καυσίμων» θεωρείται, σύμφωνα με τον επικεφαλής του «ελληνικού FBI», υποστράτηγο Φώτη Ντουΐτση, η εξάρθρωση διεθνούς εγκληματικής οργάνωσης· συνελήφθησαν 22 άτομα, ενώ η δικογραφία περιλαμβάνει ακόμα οκτώ.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης αστυνομικής επιχείρησης κατασχέθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά, οχήματα, ποσότητες καυσίμων και ειδικά λογισμικά που χρησιμοποιούνταν για την αλλοίωση των αντλιών και των συστημάτων παρακολούθησης.
Τα 8 πρατήρια που σφραγίστηκαν καθώς εκεί κατέληγαν τα νοθευμένα καύσιμα βρίσκονται σε περιοχές της Αττικής (Άνω Λιόσια, Καματερό, Άγιοι Ανάργυροι, Παλαιό Φάληρο), των Τρικάλων, της Ηπείρου και της Λακωνίας.
Η «μαφία των καυσίμων» δρούσε τουλάχιστον από τις αρχές του έτους – αρχηγός ένας 39χρονος που συνελήφθη και ο οποίος είχε δημιουργήσει δύο κύριες υποομάδες. Η εγκληματική οργάνωση είχε συστηματική και διαρκή δράση, και ιεραρχική δομή.
Στην πρώτη υποομάδα αρχηγός ήταν ένας 50χρονος. Ρόλος της η εισαγωγή και η μεταφορά στην Ελλάδα μεγάλων ποσοτήτων χημικών διαλυτών, μέσω βυτιοφόρων, για τη νόθευση των καυσίμων. Χρησιμοποιούσαν μια εικονική εταιρεία μεταφορών στη Θεσσαλονίκη και μια δήθεν προμηθεύτρια εταιρεία στη Βουλγαρία. Οι διαλύτες αποθηκεύονταν προσωρινά στις δεξαμενές ενός παλιού πρατηρίου υγρών καυσίμων σε περιοχή των Τρικάλων.
Στη συνέχεια βυτιοφόρα που διαχειριζόταν ο 39χρονος αρχηγός μετέφεραν τους χημικούς διαλύτες στα πρατήρια όπου γινόταν η νόθευση των καυσίμων.
Ωστόσο, από τα μέσα Αυγούστου, οπότε και σταμάτησε τη λειτουργία η «εγκατάσταση» στην περιοχή των Τρικάλων, οι διαλύτες φορτώνονταν απευθείας σε βυτία σε περιοχή κοντά στη Λάρισα.
Η δεύτερη υποομάδα της εγκληματικής οργάνωσης είχε αναλάβει τη συστηματική διάθεση μεγάλων ποσοτήτων αμόλυβδης βενζίνης που προέρχονταν από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Η δράση της βασιζόταν σε ένα σύνθετο σχήμα εικονικών εξαγωγών προς την Αλβανία, με παραποιημένα τελωνειακά έγγραφα και ψευδείς δηλώσεις. Ειδικότερα, στις τελωνειακές αρχές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας δηλωνόταν ότι τα φορτία προορίζονταν για αλβανική εταιρεία, όμως στην πράξη η βενζίνη παρέμενε στην Ελλάδα για παράνομη διάθεση και οι εξαγωγές εμφανίζονταν τυπικά ως ολοκληρωμένες.
Επιπλέον, υπό τις οδηγίες του αρχηγού της υποομάδας το κύκλωμα προμηθευόταν από την Ιταλία ποσότητες ελαίων πετρελαίου, τα οποία ήταν διαφορετικής δασμοφορολογικής κλάσης και είδους από το δηλωμένο στην εκάστοτε διασάφηση εξαγωγής φορτίο. Τα προϊόντα αυτά, τα οποία δεν υπάγονται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, δηλώνονταν προσχηματικά ότι προορίζονταν για ελληνική εταιρεία, με τόπο παράδοσης περιοχή της Θεσσαλονίκης, δήθεν έδρα ανύπαρκτης νομικής οντότητας, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν για να «κλείνουν» οι εκκρεμείς διασαφήσεις εξαγωγής βενζίνης προς την Αλβανία.
Έτσι, στα τελωνεία τα βυτιοφόρα παρουσίαζαν διαφορετικό φορτίο από το δηλωθέν, και συγκεκριμένα το ιταλικό φορτίο αντί της βενζίνης, δίνοντας την εντύπωση ότι είχαν πράγματι εξαχθεί ποσότητες αμόλυβδης από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, ενώ στην ουσία η πραγματική βενζίνη είχε ήδη διοχετευθεί στην ελληνική αγορά, χωρίς την καταβολή των προβλεπόμενων φόρων και τελωνειακών επιβαρύνσεων.
Οι ποσότητες της βενζίνης που δεν εξάγονταν αποθηκεύονταν προσωρινά σε εγκαταστάσεις σε περιοχή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια με τη χρήση εικονικών παραστατικών μεταφέρονταν σε χώρους της δυτικής Αττικής. Εκεί, διοχετεύονταν σε πρατήρια καυσίμων, τα οποία συνδέονταν με τον κεντρικό πυρήνα της οργάνωσης.
Για την κάλυψη της δράσης τους, τα μέλη της δεύτερης υποομάδας:
• εφοδίαζαν τους οδηγούς των βυτιοφόρων με εικονικά παραστατικά (τιμολόγια και φορτωτικές που εμφάνιζαν νόμιμες εταιρείες ως προμηθευτές και πρατήρια ως τόπους παράδοσης), προκειμένου να παραπλανούν τις ελεγκτικές Αρχές σε τυχόν ελέγχους,
• εγκαθιστούσαν παράνομα λογισμικά στις αντλίες και στα συστήματα εισροών-εκροών πρατηρίων καυσίμων, προκαλώντας ελλειμματικές παραδόσεις έως και 25% σε βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι χρεώνονταν κανονικά για ποσότητες καυσίμων που δεν παραλάμβαναν και
• εφάρμοζαν προγράμματα και εφαρμογές παραποίησης δεδομένων, ώστε να μην καταγράφονται οι πραγματικές ποσότητες βενζίνης και να αποφεύγεται η διαβίβαση στοιχείων στην ΑΑΔΕ, καθώς και προγράμματα που παρήγαγαν ψευδείς αναφορές πωλήσεων, με αποτέλεσμα να αποκρύπτεται σημαντικό μέρος των συναλλαγών.
Μέσω της πρακτικής αυτής, τα πρατήρια της οργάνωσης πωλούσαν νοθευμένα καύσιμα, εξαπατώντας τους καταναλωτές και παράλληλα αποκομίζοντας υπερκέρδη.
Η «μαφία των καυσίμων» ξέπλενε τα κέρδη της μέσω εικονικών εταιρειών και με επενδύσεις σε νέα πρατήρια καυσίμων, επιχειρήσεις εστίασης και άλλες εμπορικές δραστηριότητες.
Όπως έγινε γνωστό από την ΕΛΑΣ, από τις αρχές του 2025 έως και την εξάρθρωση της οργάνωσης, έχουν καταγραφεί 38 περιπτώσεις προμήθειας, με τη συνολική ποσότητα που έχει διακινηθεί στην Ελλάδα να υπερβαίνει τα 1,3 εκατομμύρια λίτρα βενζίνης, προκαλώντας τεράστια οικονομική ζημία στο ελληνικό Δημόσιο.
Παράλληλα, κατά την έρευνα της υπόθεσης προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι, αξιοποιώντας την υποδομή που είχαν δημιουργήσει, λειτουργούσαν και εκτός των πλαισίων της εγκληματικής οργάνωσης. Ειδικότερα, προμηθεύονταν ποσότητες ναυτιλιακού πετρελαίου, χωρίς παραστατικά αγοράς και εν συνεχεία το διέθεταν με βυτιοφόρα οχήματα, σε οικίες πελατών σε διάφορες περιοχές της Αττικής, χωρίς φορολογικά στοιχεία σε χαμηλή τιμή, κατόπιν παραγγελιών που λάμβαναν για εφοδιασμό με πετρέλαιο θέρμανσης. Ενδεικτικά, σε διάστημα ενός μήνα έλαβαν 29 παραγγελίες για το εν λόγω προϊόν.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αρμόδιου Τελωνείου, οι συνολικές δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στις ποσότητες λαθραίας και νοθευμένης αμόλυβδης βενζίνης και του πετρελαίου θέρμανσης και ναυτιλίας που διακίνησαν τα μέλη της οργάνωσης ανέρχονται συνολικά σε 1.560.020 ευρώ, χωρίς τις χημικές ουσίες-διαλύτες, ενώ εκτιμάται ότι από τις αρχές του 2025 τα μέλη της οργάνωσης αποκόμισαν τουλάχιστον 3 εκατ. ευρώ.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή και παραπέμφθηκαν σε ανάκριση, ενώ έχει ήδη αναπτυχθεί συνεργασία με Αρχές της Ρουμανίας, της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας για την ταυτοποίηση και των λοιπών μελών της εγκληματικής οργάνωσης.