Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που κάνουν ακόμα και τα χειρότερα (δημοσιογραφικά και μη) κλισέ να ωχριούν. Στιγμές στις οποίες φράσεις όπως «δεν το χωρά ανθρώπου νους» χάνουν κάθε ίχνος υπερβολής και γίνονται, αντίθετα, ο μόνος τρόπος να τις περιγράψεις.
Ένα τέτοιο γεγονός των αρχών του 21ου αιώνα ήταν αυτό που έβαλε στο χάρτη την έως τότε άγνωστη πόλη Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας – η μαζικότερη δολοφονική ενέργεια εναντίον σχολείου στην ανθρώπινη ιστορία.
Όλα άρχισαν την 1η Σεπτεμβρίου 2004. Στο 1ο Σχολείο του Μπεσλάν, όπως και σε όλα τα σχολεία της ρωσικής επικράτειας έως τότε, μαθητές και δάσκαλοι προσέρχονταν για την πρώτη μέρα του σχολικού έτους. Το πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε στο προαύλιο μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, έμελλε να αλλάξει μέσα σε μόλις πέντε λεπτά.
Από την οδό Κομιτέρνα εισβάλλουν στην αυλή του σχολείου δεκάδες ένοπλοι τρομοκράτες – ανάμεσά τους και γυναίκες ζωσμένες με εκρηκτικά. Μια ομάδα τρομοκρατών πηγαίνει στο πίσω μέρος του σχολείου ώστε να μην μπορέσει να δραπετεύσει κανείς, και άλλοι εισβάλλουν στο κτήριο.
Πυροβολώντας στον αέρα και στο έδαφος, αναγκάζουν περίπου 1.100 άτομα να μπουν στο σχολείο και κυρίως στο γυμναστήριο· ανάμεσά τους πάνω από 700 παιδιά, δεκάδες δάσκαλοι και αρκετοί γονείς και συγγενείς που συνόδευαν τους μαθητές.
Στον πανικό που δημιουργήθηκε, κάποιοι σκοτώθηκαν και μερικές δεκάδες κατάφεραν να ξεφύγουν. Οι υπόλοιποι, εγκλωβισμένοι σε ένα κτήριο ζωσμένο με εκρηκτικά και υπό την επιτήρηση των στυγνών Τσετσένων αυτονομιστών, θα περνούσαν 52 φριχτές ώρες χωρίς νερό και τροφή – μόνο τρόμο και αγωνία.
Στις 3 Σεπτεμβρίου, και ενώ η ομηρία είναι σε εξέλιξη, βαριά οπλισμένες ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποιούν έφοδο. Το κτήριο συνταράσσεται από ισχυρές εκρήξεις και ακολουθούν πραγματικές μάχες με τους τρομοκράτες.
Ο τραγικός απολογισμός είναι πάνω από 330 νεκροί, εκ των οποίων 186 μικρά παιδιά· οι υπόλοιποι ήταν γονείς και δάσκαλοι, και όλοι οι τρομοκράτες πλην ενός, που συνελήφθη και δικάστηκε.
Κυρίαρχη μορφή σε αυτό το αποτρόπαιο σκηνικό, ο 74χρονος Πόντιος γυμναστής Γιάννης (Ιβάν) Κανίδης.
Την πρώτη μέρα της ομηρίας ο Κανίδης (γενν. 1/1/1930) υπέστη έμφραγμα αλλά δεν το έβαλε κάτω. Όταν οι τρομοκράτες επέτρεψαν σε κάποιους να φύγουν, εκείνος αρνήθηκε, θέλοντας να βοηθήσει τους μαθητές του. Ήδη από τα πρώτα λεπτά είχε καταφέρει να κλειδώσει κάποιους σε μια αίθουσα, από όπου κατάφεραν να διαφύγουν σώοι.
Μέλημά του ήταν να εμψυχώνει τα παιδιά, αλλά και να τα σώσει από τη δίψα στην οποία τα είχαν καταδικάσει οι Τσετσένοι. Τον χτύπησαν βίαια όταν διεκδίκησε από τους τρομοκράτες να τους δώσουν έστω λίγο νερό, εκείνος όμως αντί να πτοηθεί, συνέχισε τις προσπάθειες και κατάφερε να πάρει την άδεια να βρέχει τις σαλιάρες και να υγραίνει με αυτές τα χείλη των πιο μικρών, που έσβηναν από τη ζέστη και τη δίψα.
Όπως γράφει στο άρθρο της «Ιβάν Κανίδης: Ο δάσκαλος που θυσίασε τη ζωή του σώζοντας παιδιά στο σχολείο του Μπεσλάν» η Χριστίνα Χαφουσίδου, «Όταν άρχισε η επιχείρηση απελευθέρωσης του σχολείου και στο γυμναστήριο ακούστηκαν εκρήξεις, ο Ιβάν Κανίδης ρίχτηκε πάνω στον τρομοκράτη Ιμπραήμ Ντζόρτοβ που ετοιμαζόταν να ανοίξει πυρ ενάντια στους μαθητές.
»Μόλις που πρόλαβε να πιάσει το πυροβόλο του δράστη, ώστε η πρώτη σειρά των πυροβολισμών να κατευθυνθεί όχι στα παιδιά, αλλά στο ταβάνι.
»Παρά την άνιση μάχη, ο δάσκαλος κέρδισε μερικά δευτερόλεπτα δίνοντας τη δυνατότητα στα παιδιά να πηδούν από τα παράθυρα του τυλιγμένου ήδη στις φλόγες σχολείου. Λέγεται πως ο Κανίδης δεν άφησε ποτέ το στόμιο του πυροβόλου που κρατούσε ο τρομοκράτης, απομακρύνοντάς το συνεχώς από τα παιδιά.
»Μην καταφέρνοντας να υπερισχύσει του ανθρώπου που προφανώς ήταν κατά πολύ μεγαλύτερός του στην ηλικία, ο τρομοκράτης έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε επανειλημμένα τον Κανίδη».
Ωστόσο, εξίσου τραγικές ήταν και οι εικόνες που εκτυλίσσονταν έξω από το σχολείο: Εκατοντάδες συγγενείς των ομήρων περίμεναν με κομμένη την ανάσα την εξέλιξη των γεγονότων, φοβούμενοι τα χειρότερα.
Όταν άρχισαν να βγαίνουν κάποιοι όμηροι, ο τρόμος που ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια τους μαρτυρούσε τα όσα συνέβαιναν και προέλεγε τα όσα επρόκειτο να συμβούν.
Η 3η Σεπτεμβρίου δεν ήταν καλύτερη: Οι εκατοντάδες σοροί έπρεπε να αναγνωριστούν, έργο βαρύ από μόνο του, πόσο μάλλον για μια μάνα που ψάχνει το νεκρό παιδί της.
Οι στιγμές αγωνίας και θρήνου που αποτυπώθηκαν από τα φωτογραφικά/ειδησεογραφικά πρακτορεία έκαναν το γύρο όλου του κόσμου μεταφέροντας αυτό που κυριολεκτικά «δεν το χωράει ανθρώπου νους».
Και το «μετά» όμως έκρυβε κάτι εξίσου δραματικό. Το νεκροταφείο της μικρής πόλης δεν χωρούσε τόσο πόνο, τόση τραγωδία. Για να ταφούν όλες αυτές οι σοροί έπρεπε να δημιουργηθεί ένα νέο κοιμητήριο, το οποίο πήρε την ονομασία «Η πόλη των αγγέλων».