Η αγωνιώδης κραυγή «Έρχεται! Έρχεται!» που γέμισε τους δρόμους της Σμύρνης το πρωί του Σαββάτου [27 Αυγούστου 1922], όταν πρωτοφάνηκε το τούρκικο ιππικό, βρήκε το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτη στη μεγάλη αίθουσα της Μητροπόλεως, μαζύ με το Μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου.
— Αδελφέ, τι θα κάνουμε; τον ρωτά ο Εφέσου.
— Προσπάθησε να σωθείς εσύ, του απαντά ο Σμύρνης· κι’ εγώ έχω το σχέδιό μου. Πήγαινε εσύ, του προσθέτει, στον τόνο τον βιαστικό που συνηθίζει να μιλά. Κι’ έδωκε διαταγή να του μαζέψουν τ’ άμφια και τα έγγραφά του σε βαλίτζες.
Σε λίγο έμεινε μόνος στην αίθουσα. Γύρισε τα θολά του μάτια στους τοίχους, όπου κρέμονταν οι φωτογραφίες των φίλων του αξιωματικών, – μια σωστή πινακοθήκη ηρώων. Πόσα δεν του θύμιζαν οι φωτογραφίες αυτές!
Έξω από τη Μητρόπολι κυριαρχούσε πάντα η αγωνιώδης κραυγή:
— Έρχεται! Έρχεται!
Ο Χρυσόστομος γύρισε κι’ είδε τον πελώριο πίνακα του Πουλάκου, που παρίστανε το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου πάνω στο Στάδιο της Σμύρνης. Κι’ εγονάτισε. Όταν σηκώθηκεν είχε πια πάρει την απόφασί του. Θ’ ακολουθούσε τον Άγιο Πολύκαρπο στο μαρτύριό του.
— Δεσπότη, τι κάνεις; Του έλεγαν οι οικείοι του. Έλα, έλα να σωθής.
Ο Χρυσόστομος δεν απήντησε. Τα μάτια του καρφώθηκαν στη μεγάλη ελαιογραφία που παρίστανε τον Εθνομάρτυρα του 21, τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ με το χέρι υψωμένο προς το Θεό.
Και τότε άκουσαν οι τριγύρω του τα λόγια αυτά:
— Τον ξέρω το δρόμο…
Ο νους του ίσως έτρεχε σε περασμένες ευτυχισμένες μέρες, όταν ευλογούσε τον ελευθερωτή στρατό μας.
Και πια δεν τους μίλησε… Και πρόσμενε…
Στις 3½ το απόγευμα ήλθεν ο Τούρκος Αρχιαστυνόμος με ένα χωροφύλακα.
— Σε ζητά ο Φρούραρχος Σαλήχ Ζακή Εφέντης, του είπε.
Και τον πήγαν στο Φρουραρχείο με ένα κλειστό αυτοκίνητο. Ο Φρούραρχος του έδωκε την προκήρυξι του Στρατιωτικού νόμου και του είπε να την ανακοινώση στους κατοίκους. Και με το ίδιο αυτοκίνητο τον έφεραν πίσω στη Μητρόπολι.
Η προκήρυξις διέταζε την απαγόρευση της κυκλοφορίας ύστερα από τις 7 το βράδυ, την παράδοση των όπλων σε 48 ώρες και το παρουσίασμα των κρυμμένων στρατιωτικών και των εντοπίων στρατευσίμων στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Όσοι παρακούσουν θα τουφεκισθούν.
Στις 7½ το βράδυ ξανάρχεται στη Μητρόπολι, ο ίδιος Αρχιαστυνόμος με δύο στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη και ζήτησε να πάρη το Μητροπολίτη με μερικούς προκρίτους που τους θέλει ο Νουρεδίν Πασάς.
— Δεν βρίσκεται κανένας πρόκριτος στη Μητρόπολι, απαντά ο Δεσπότης.
Πήρε τότε ο Αρχιαστυνόμος τον κλητήρα της Μητροπόλεως Θωμά και τους στρατιώτες με τ’ αυτοκίνητο. Πήγαν να βρουν στα σπίτια τους τους Δημογέροντας Ν. Τσουρουκτσόγλου, Κλιμάνογλου και Παντελή Κασσάπογλου – ο τελευταίος είχε φύγει για την Αθήνα. Και στις 8 γύρισε στη Μητρόπολι ο Αρχιαστυνόμος με τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου, πήρε και τον Μητροπολίτη και τράβηξαν για το Διοικητήριον. Πήγε μαζύ και ο κλητήρας Θωμάς, που σώθηκεν ύστερα και βρίσκεται σήμερα στην Αθήνα.
Ο στρατηγός Νουρεδίν Πασάς δεν γνωρίζονταν για πρώτη φορά με τον Άγιο Σμύρνης. Είχαν ιδωθή πολλές φορές, όταν ο απαίσιος αυτός Πασάς ήτανε Βαλής Σμύρνης, τους στερνούς μήνες του 1918 και τους πρώτους του 1919. Την εποχή εκείνη, πρόδρομος ο Νουρεδίν του Μουσταφά Κεμάλ, ωργάνωσε στο νομό Αϊδινίου το περίφημο Σωματείο της Εθνικής Οθωμανικής Αμύνης (Μουσταφά-ι Χουκούκ Οσμανιέ Τζεμετί), του οποίου οι πρώτες εκδηλώσεις εσημειώθηκαν σε φόνους χριστιανών στο Βουτζά, στη συνοικία του Αη-Τρύφωνα μέσα στη Σμύρνη, στη Μαγνησία, στο Καϊσλάρ και σ’ όλη την ύπαιθρο χώρα.
Ο Αρχιαστυνόμος παρουσίασε το Μητροπολίτη στο Νουρεδίν Πασά.
— Δεν πίστευες βέβαια να ξαναϊδωθούμε, του λέγει ο Νουρεδίν. Το χέρι που μου δίνεις δεν το πιάνω, γιατί δε θέλω να λερώσω το χέρι μου. Έχω εδώ τις αποδείξεις της ατιμίας σου. Εγώ δε σε δικάζω. Θα σε δικάση το πλήθος, που σε περιμένει κάτω και θα σε τιμωρήση όπως σου αξίζει.
Με τέτοια γλώσσα μιλούσε στο Χρυσόστομο και ο απαίσιος Στεργιάδης.
Και τον έδιωξε μαζί με τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου.
Κάτω ο τουρκικός όχλος εμαίνετο, προσμένοντας το Χρυσόστομο, που γαλήνιος κατέβηκε τις σκάλες, τις ίδιες σκάλες που τις κατέβηκε τόσες φορές διωγμένος από το Στεργιάδη, γαλήνιος σαν άνθρωπος που επήρε πια την απόφαση να θυσιαστή.
Εδώ υπάρχει κάποιο σκοτεινό σημείο. Ο κ. Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του Ο θάνατος της Σμύρνης γράφει πως την ίδιαν ώρα τον άρπαξε το πλήθος και τον τυράννησε. Αυτό δεν είνε ακριβές. Φαίνεται πως ο Νουρεδίν ήθελε το μαρτύριο του Χρυσοστόμου να γίνη μέρα, να το απολαύση όλος ο Τουρκόκοσμος και να το πονέση όλος ο Ελληνόκοσμος. Και τον κράτησε σε κάποιο δωμάτιο του Φρουραρχείου, τη νύχτα αυτή του Σαββάτου. Αυτό εξακριβώνεται και από το γεγονός ότι στις 10 της νύχτας αυτής, ήρθε κάποιος τουρκοκρητικός στη Μητρόπολι κι έφερε μια κάρτα του Χρυσόστομου στον αδελφό του Ευγένιο –που κρέμασαν ύστερα οι Τούρκοι στο Νύμφαιον– που του ’γραφε: «Μη με περιμένετε πια».
Την άλλη μέρα, Κυριακή, 28 Αυγούστου το απόγευμα, ήρθε στη Μητρόπολιν ο καβάσης της Τραπέζης Αθηνών Νταΐπης κι’ είπε πως το Δεσπότη «τον χάλασαν».
Λίγο πριν το μεσημέρι της Κυριακής, έβγαλαν το Μητροπολίτη από το Φρουραρχείο.
— Νά οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι), του είπεν ο Φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακή Εφέντης.
Και τον παράδωσε στο μαινόμενον όχλο που αποβραδύς ξημερώθηκε εκεί –βαλμένος από το Νουρεδίν– να τον προσμένη.
Κι αρχινά το μαρτύριο.
Ο δρόμος απ’ την Πλατεία του Διοικητηρίου ως την Πλατεία του Ικί Τσεσμέ –Τούρκικη συνοικία της Σμύρνης– αγρίεψεν από το μαρτύριο του καινούργιου αυτού Εθνομάρτυρα.
Του έβγαλαν με ξιφολόγχη τα μάτια, του έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα. Τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά. Γύρω απ’ το σώμα του έστησεν η απάνθρωπη, η αφάνταστα βάρβαρη τούρκικη μανία τον πιο φριχτό χορό.
Δεν άφησαν τίποτε το σκληρό και το εξευτελιστικό που να μην το κάμουν στο αφανισμένο και μισοσκοτωμένο κορμί του Χρυσόστομου.
Κι’ εσύρθηκεν έτσι, ως τους Ικί-Τσεσμέ, ο γέρων Μητροπολίτης Σμύρνης, κατακομματιασμένος. Από το κορμί του, εκεί, το μεθυσμένο από κτηνωδία πλήθος πήρε από ένα κομμάτι της σάρκας του Χρυσοστόμου για φυλαχτό ματωμένο. Το κεφάλι του με τα βγαλμένα τα μάτια, κομμένα τα αυτιά και τη γλώσσα, με τα γένεια ξερριζωμένα και μαύρο από το ξύλο, αιματοστάλαχτο το έμπηξαν στην πατερίτσα του και η πομπή μαινομένη από βλαστήμιες και σαρκασμό, το περιέφερε στους Τουρκομαχαλάδες.
Την ίδιαν ώρα ο Τσουρουκτσόγλου και ο Κλιμάνογλου μαρτυρούσαν, δεμένοι από τα πόδια, πίσω από ένα αυτοκίνητο που ακολουθούσε τον όχλο που τυραννούσε τον Μητροπολίτη.