Η Μαρία Μπιρμπίλη γεννήθηκε στο Γιατζηλάρι, χωριό το οποίο βρισκόταν 10 χλμ. νοτιοδυτικά των Βουρλών. Αριθμούσε 1.000 κατοίκους, μόνο Έλληνες και ήταν χωροθετημένο στη χερσόνησο της Ερυθραίας.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Από τον Ιούλιο-Ιούλιο άρχισαν τα στρατεύματα κι υποχωρούσαν⋅ αυτά τ’ ακούαμε, δε διαβάζαμε εφημερίδα. Τον Αύγουστο που απλώναμε τη σταφίδα, μας λέγανε πως θα φύγουν οι Έλληνες⋅ φέρνανε τα νέα από τα Βουρλά, δε βλέπαμε, όμως, τίποτα και δεν πιστεύαμε.
Μετά τις 15 Αυγούστου, πέρναε όλο το στρατό από το χωριό μας. Θυμάμαι έσφαζα κότες και τους μαγείρευα, φουρνίζαμε συνέχεια, δε τους προλαβαίναμε και βγάζαμε το ψωμί μισοψημένο⋅ ήτανε πεινασμένο το στρατό.
Στις 25 Αυγούστου ακούαμε το κανόνι που έριχνε συνέχεια. Ανεβήκαμε στον τεπέ του χωριού και βλέπαμε τις λάμψεις πέρα στη Σμύρνη, στο Δυο Αδέλφια1.
Ο άντρας μου, σαν είδε πως χειροτερεύανε τα πράματα, μου λέει: «Να σας πάω στο Ντεμερτζιλί2, να βρούμε καΐκι να φύγουμε».
Πάει, παίρνει τη μαμά μου, τις αδελφές μου και κάτι πράματα μ’ ένα ζώο και πήγανε στη θάλασσα. Εμένα με το παιδί θα ‘ρχότανε μετά να μας πάρει. Είχα τότε την κόρη μου μωρό, έξι μηνών.
Στο Ντεμερτζιλί που πήγανε, καθίσανε τρία μερόνυχτα. Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε. Την παραμονή τ’ Άη Γιαννιού του Νηστευτή γυρίσανε.
Εκείνη την ημέρα, στο Κάτω Πηγάδι, στ’ αμπέλι μας, σφάξανε ένα βόδι οι στρατιώτες και φέρανε τη συκωταριά να τους την ψήσω. Ένας αξιωματικός που ήτανε μαζί τους λέει στον άντρα μου: «Να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγεις, θα σας κόψουνε σαν τα κατσίκια οι Τούρκοι».
Τ’ απόγευμα, κατά τις δύο, γυρίσανε από το Βουρλά ο παπάς κι ο μουχτάρης και μας λένε: «Να φύγετε, οι Τούρκοι βάλανε στο Βουρλά σφαγή».
Όπως ήτανε ο καθένας τα μάζεψε κι έφυγε⋅ μερικοί δεν προλάβανε. Πλακώσανε οι Τούρκοι απ’ τα γύρω τουρκοχώρια, το Κουσουλάρ και το Σαλάπταλαρ κι έγινε μεγάλο κακό3. Σφάξανε τη γυναίκα του μουχτάρη και τα πέντε της παιδιά⋅ ο μουχτάρης γλίτωσε. Την κόρη του παπά την ατιμάσανε μπροστά στα μάτια του και μετά την πήρανε, δε μάθαμε τι έγινε. Την παπαδιά με τ’ άλλα της παιδιά τους σκοτώσανε⋅ ο παπάς γλίτωσε με δεκατέσσερις μαχαιριές.
Ένα θείο του αντρός μου τον σφάξανε κι εκείνον. Ο κουνιάδος μου είχε πάει στο πηγάδι. Ένας Τούρκος αξιωματικός που ήτανε εκεί του λέει: «Φύγε, καημένε, γιατί θα σε σκοτώσουν». Έφυγε αμέσως. Τ’ αγοράκι του και η γυναίκα του μείνανε στο χωριό και τους σκοτώσανε.
Ο Πλαστήρας είχε απέναντι στο βουνό το κανόνι. Είδανε από κει τσι Τούρκοι κι αρχίσανε και ρίχνανε, γκρεμιστήκανε πολλά σπίτια.
Όταν φύγαμε, οι περισσότεροι χωριανοί πήγαμε στον Κόρακα4, από κει κάνανε σινιάλο με τσι φωτιές και πήγανε καΐκια στη Βρωμολιμιώνα5 και τσι πήρανε. Εμείς, επειδής από κείνο το μέρος δεν είχε νερό, φοβηθήκαμε να πάμε⋅ πήγαμε στο Γκιούλμπαξε6. Μείναμε μια βραδιά. Όλη τη νύχτα ακούγαμε το κανόνι και το κακό που έπεφτε. Εκεί ήρθε κι ένας από το Βουρλά.
– Τι είδες, Μάρκο, στα Βουρλά;
– Τι να δω, φωτιά και μαχαίρι.
Το πρωί παίρνομε το δρόμο για τ’ Αλάτσατα7. Εγώ είχα την κόρη κρεμασμένη στην πλάτη κι ένα μποξά στο χέρι⋅ η συγχωρεμένη η μαμά μου κουβαλούσε μια στάμνα νερό για τα παιδιά.
Το βράδυ μείναμε στ’ Αλάτσατα, σ’ ένα συγγενή μας. Όλη νύχτα κι εκεί το κανόνι δε σταμάτησε. Το πρωί περνούσανε στρατιώτες, μας είπανε πως οι Τούρκοι φθάσανε στο Πυργί. Τα μαζέψαμε κι από τ’ Αλάτσατα και πήγαμε στα Λίτζια8, του Βίτελ τα λουτρά⋅ εκεί είχε καΐκια πολλά.
Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε.
Μια μέρα ο άντρας μου μου λέει: «Μαρία να σηκωθούμε να φύγουμε, βλέπω τους αξιωματικούς χωρίς εξαρτήσεις, φοβάμαι μη γίνει κανένα κίνημα».
Νύχτα μας εσήκωσε. Παίρνομε πάλι το έχοντά μας στον ώμο, και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δε φύγαμε. «Κερατά», του λέει ο άντρας μου, «εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;». Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Πιάνε ένα απόγεμα βροχή, δεν είχαμε πώς να προφυλαχτούμε. Πήγαμε σ΄ ένα σπίτι, κάτω από τα σκαλοπάτια. Το πρωί, ανοίγει ο νοικοκύρης την πόρτα, μας βλέπει, την ξανακλείνει. Σε λιγάκι ξαναβγαίνει, κρατούσε τρεις φέτες ψωμί και τυρί για τα παιδιά. «Εμείς», του είπαμε, «ήρθαμε για να προφυλαχτούμε, δεν ήρθαμε για ελεημοσύνη».
Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή.
Μετά σπάσαμε μιαν αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε. Από κει δα ξεκινήσαμε και φύγαμε. Πρώτη του Σεπτέμβρη πήγαμε στη Χίο, δύο του Οκτώβρη ήμαστε στην Κρήτη, στα Χανιά. Εκεί ήρθε ένας και μας πήρε να μαζέψομε ελιές στην Παλιοχώρα. Ένα μερόνυχτο και μια μέρα κάναμε για να φθάσομε. Ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια πορπατούσαμε.
Σαν φτάσαμε στο χωριό, ήθελε να μας βάλει σ’ ένα κουμάσι να κοιμηθούμε. «Εγώ» του λέω «δε μπαίνω μέσα, άμα ήθελα να μείνω αιχμάλωτη έμενα και στη Μικρασία». Ήρθε μετά ο πρόεδρος της κοινότητας και μας έβαλε σ’ ένα κελί. Εκεί ήτανε τα μεγάλα, ούτε στρώμα όμως, ούτε πάπλωμα είχαμε να πλαγιάσομε. Μαζεύτηκε ο κόσμος και μας κοίταζε περίεργα, σα να είμαστε άλλη φυλή.
– Ξέρετε ελληνικά; μας ρωτούσανε⋅ είχατε εκκλησίες στον τόπο σας;
– Ευρωπαϊκά είναι ντυμένοι, λέγανε.
Μετά από ένα χρόνο σηκωθήκαμε και φύγαμε, πήγανε στα Χανιά. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα μετόχι τούρκικο. Ένας Τούρκος το είχε άλλοτε αυτό και το μοιράσανε σε εξήντα οικογένειες, σκέψου τι πήραμε!
Το ’50 φύγανε τα δυο παιδιά μου από την Κρήτη κι ήρθανε στην Αθήνα⋅ σιγά-σιγά μαζευτήκαμε όλοι εδώ.
1. Βουνό της Σμύρνης
2. Χωριό της περιοχής των Βουρλών
3. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, όλοι Τούρκοι, ήταν πολύ φανατισμένοι και είχαν πολύ άγρια συμπεριφορά
4. Βουνό της περιοχής
5. Πιθανότατα το Πόρτο-Βρώμο, λιμανάκι στη νότια ακτή της χερσονήσου της Ερυθραίας
6. Χωριό 10 χλμ ΒΔ των Βουρλών και 45 χλμ. ΝΔ της Σμύρνης
7. Κωμόπολη 35 χλμ ΒΑ των Βουρλών και 69 χλμ. ΝΔ της Σμύρνης
8. Παραθαλάσσιο χωριό 10 χλμ ΒΑ των Αλατσάτων
Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμος Α’, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας. Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».
Διαβάστε περισσότερες μαρτυρίες στην ενότητα «Γενοκτονία» του pontosnews.gr