Με χαρά, και φορτωμένοι με πεσκέσια, έφθαναν στο Ασαρτζίκ της Σαμψούντας λίγες μέρες πριν ή και ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, από κάθε γωνιά του Πόντου, για να προσκυνήσουν στην Παναγία του Αγιαχλάλαν.
Χριστιανοί και Τούρκοι πρόσφεραν κρέας, αυγά, κοκόρια, ό,τι υπήρχε στο σπιτικό τους, για να μαγειρευτούν και να φάει ο κόσμος. Από παντού ακούγονταν μουσικές. Οι πιστοί αφού προσκηνούσαν διασκέδαζαν με την καρδιά τους στους γύρω από την πετρόκτιστη εκκλησία χώρους.
Η εκκλησία της Παναγίας στο Ασαρτζίκ ήταν ξακουστή όσο η Σουμελά στην Τραπεζούντα αλλά και η Παναγία στην Τήνο, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Κελεκίδη, συγγραφέα του βιβλίου Το αντάρτικο του Πόντου.
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι μιλούσαν για τα θαύματα της Παναγίας του Αγιαχλάλαν, σύμφωνα με μαρτυρία του Αναστάσιου Ορφανίδη –φιλοξενείται στο βιβλίο Η Έξοδος, τόμ. Ε’ του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
«Στο χωριό ζούσαν 50 οικογένειες των 10-15 νοματαίων σε κάθε σπίτι. Βουνά κοντά στο χωριό δεν είχε. Είχε πυκνά δάση, μεγάλα. Από τη Σαμψούντα απείχε 7-8 ώρες με το πόδι, βορειοανατολικά από εμάς ήτανε. Η δική μας εκκλησία ήτανε ξακουστή. Ήταν η εκκλησία η Παναγία του Αγιαχλάλαν. Τούρκοι και Χριστιανοί ξέραν το μεγάλο θαύμα. Στην γιορτή, τον Δεκαπενταύγουστο έρχονταν από πολλά χριστιανικά χωριά. Κάναμε μεγάλο πανηγύρι», είχε πει μεταξύ άλλων ο Ορφανίδης που από τον Πόντο έφυγε σε ηλικία 32 ετών.
≈
Η Παναγία του Αγιαχλάλαν
Ήταν σαν την Τήνο, είχε μεγάλη χάρη. Στην περιφέρεια, γύρω στα χίλια χωριά, Πάφρα, Έρπαγα, Αμισός, δεν υπήρχε άλλη εκκλησία, που να συγκέντρωνε τόσο κόσμο, όσο η Αγία Αχλάρα [σ.σ.: δεν γνωρίζουμε εάν είναι σωστό το όνομα], δηλαδή στο πανηγύρι της. Σ’ όλο τον Πόντο καμμιά δεν υπήρχε εκκλησία, που να συγκεντρώνει τόσο κόσμο.
Το ίδιο ήταν κι η εκκλησιά της Σουμελά, στην Τραπεζούντα. Κάναν χάρες, όπως κι η Τήνος. Και πραγματικώς στα καλά χρόνια, επήγα κι είδα την κίνηση με τη μάνα μου.
Είναι μια μεγάλη εκκλησία, μέσα στον αυλόγυρο, το περιτριγυρίζουν πανύψηλα δέντρα, δηλαδή οι πυκνές φυλλωσιές τους σκιάζανε τη γη, που ο ήλιος δεν μπορούσε να πέσει κάτω στη γη. Και γύρω γύρω είχε τα δυο πατώματα, κελιά από ξύλο και σανίδια. Από πάνω, η σκεπή ήταν με γιογγάδες, με φύλλα τετραγωνισμένα.
Τα κελιά δεν είχαν πόρτα, ήσαν ανοιχτά και ήσαν ίσαμε ένα μικρό δωμάτιο. Και πολλοί πηγαίνανε πριν ένα μήνα, πηγαίναν κι αράζανε εκεί.
Απ’ όλα τα μέρη μαζεύονταν εκεί δεκάδες χιλιάδες κόσμος, κάναν ό,τι είχαν τάξει. Σφάζαν βόδια, κάναν τάματα, ό,τι είχαν τάξει εκεί, μέσα στο χρόνο.
Έρχονταν και πολλοί έμποροι και πουλούσαν λογής λογής εμπορεύματα, αγκράφες, πιστόλια, κουδούνια.
Ανάμεσα στους πολίτες ήταν κι ένας Τσαρτσαμπαλής, ένας πελώριος άνθρωπος, ανάμεσα στα εμπορεύματά του, λαχώρια, είχε κι ένα φωνογράφο, ποιος ξέρει για να προσελκύει τον κόσμο, ή για να τον πουλήσει. Οι Παβρενοί, που ήταν καθυστερημένοι, θα το θεωρούσαν διαβολικό πράγμα, ένα σίδερο να βγάζει φωνή! Σαν καλός καλός, στρώθηκε σ’ ένα κορμό δέντρου, άπλωσε κάτω ένα πανί, ως ένα δωμάτιο, 3-4 μέτρα, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι μικροέμποροι κι άπλωσε τα πράγματά του εκεί, σ’ αυτό το σεντόνι κι έβαλε και το φωνογράφο δίπλα του. Πέρασαν πενήντα χρόνια κι ακόμα γελάω! Έβαλε εμπρός το φωνογράφο, εγώ σε μεγάλα καφενεία τον είχα δει, αλλά οι Παβρενοί, που δεν είχαν έρθει σε κόσμο και δεν είχαν πάει πουθενά, σε πολιτείες, κι άκουγαν το γραμμόφωνο να τραγουδεί, τόση ήταν η περιέργειά τους, που δεν περιγράφεται.
Στην αρχή το φοβόντουσαν και μετά πήγαιναν μ’ επιφύλαξη κοντά να δούνε.
Και στην αφηρημάδα τους πατούσαν του ανθρώπου τα διάφορα πράγματα, είχε βρει τον μπελά του! Στην αρχή έκανε μεγάλη χαρά γιατί συγκέντρωνε όλο τον κόσμο, ύστερα όμως του βγήκε ξυνή! Εγώ ανέβηκα επάνω στο δέντρο και ξεκαρδιζόμουν στα γέλια! Τέτοια γέλια δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου! Από την άλλη μεριά, όχι δεν αγόραζαν τίποτα, αλλά πατούσαν τα πράγματά του και του τα κατάστρεφαν.
Ο ένας ήθελε να το πιάσει, ο άλλος ήθελε να το σκοτώσει το διαβολεμένο πράμα, βουνίσιοι Παβρενοί!
Στην αρχή τους έδιωχνε, κι αυτοί δε φεύγανε. Αυτός ο ρωμαλέος άνθρωπος, εκεί που τον τραβούσαν, πέφτανε τα πασλίκια του, τα μαλλιά του φούντωναν και ήταν σαν αστείο θερίο, σαν δράκος.
Την άλλη μέρα, αναγκάστηκε να πάρει ένα ξύλο, ένα ρόπαλο και να τους κυνηγήσει μ’ αυτό. Μόλις ήρθαν, ήταν οργισμένος, που του κατάστρεψαν τα εμπορεύματά του, κι ο κόσμος που ερχόταν να εκκλησιαστεί, απορούσε! Οι Παβρενοί, το έδειχναν από μακριά το διαβολικό πράμα. Αυτή ήταν η εικόνα της Παναγίας του Αγιαχλάλαν.
Δημοσθένης Κελεκίδης