Ο Σάββας Αντωνιάδης γεννήθηκε στον οικισμό Κοσμά, κτισμένο σε μικρή απόσταση από τον δημόσιο δρόμο Τραπεζούντας–Αργυρούπολης και βρισκόταν 5,5 χλμ βορειοανατολικά του Τζεβιζλίκ. Εκκλησιαστικά άνηκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Τραπεζούντας.
Πριν από το 1914 ο πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν σε περίπου 410 Έλληνες κατοίκους, που μιλούσαν ποντιακά.
Είχαν εγκατασταθεί στους τρεις μαχαλάδες της περιοχής, Κατωχώρι, Ρακάν και Μανδράνοϊ. Διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και Δημοτικό Σχολείο. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στην κτηνοτροφία, και σε σπάνιες περιπτώσεις οι κάτοικοι του Κοσμά διέθεταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα τους στην αγορά της Τραπεζούντας. Η κακή συγκοινωνία της περιοχής δυσχέραινε την εμπορική δραστηριότητα, και για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, οι περισσότεροι κάτοικοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς.
Η μαρτυρία του Σαββα Αντωνιάδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Την εποχή του Κεμάλ, μας εξόρισαν από δεκαπέντε έως εξήντα πέντε χρονώ. Μας κατέβασαν στο Τζεβιζλούκ. Μας συγκέντρωσαν εκεί. Τάχα από δεκαπέντε ως εξήνα πέντε χρονώ, αλλά μαζέψανε και πολύ μεγαλύτερους και πολύ μικρότερους. Ήμασταν εφτακόσιες πενήντα ψυχές. Ξεκινήσαμε. Στο δρόμο έμειναν καμιά εβδομηνταριά από το ξύλο και τις ταλαιπωρίες. Ένα παιδί το έσπρωξαν στο ποτάμι και το έπνιξαν. Άλλοι, στο ποτάμι της Παϊπούρτης, απ’ τη γέφυρα έπεσαν και πνίγηκαν. Κοιμηθήκαμε έξω από την Παϊπούρτη, σ’ ένα χάνι. Το πρωί μάς έβαλαν να νιφτούμε.
Ένας γέρος εγλοίαξεν* και έπεσε στο νερό. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Αυτό το βιολί συνεχιζόταν ώσπου να φτάσουμε στο Ερζερούμ.
Σ’ ένα χάνι πέρα απ’ το Ερζερούμ, ένα βράδυ έφυγαν εφτά νομάτοι. Το πρωί μάς έβγαλαν έξω και μας μέτρησαν. Είδαν ότι λείπουν. Έριξαν και πυροβόλησαν. Τότε έναν άντρας μπήκε μπροστά και λέει:
— Αν είναι να μας σκοτώσετε, σκοτώστε μας! Μη μας βασανίζετε.
Έτσι έγινε κάπως καλύτερα. Αλλά μέχρι να πάμε στο Ερζερούμ, μας έφαγε η ψείρα. Και το δεύτερο σεφκιάτ, που ήρθε μετά από μας, τα ίδια έπαθε. Στο Ερζερούμ χώρισαν τους νέους και τους έκαναν στρατιώτες. Τους ηλικιωμένους και τα παιδιά τούς άφησαν μεμφήδες, δηλαδή ελεύθερους μέσα στην πόλη. Κάθε μέρα, όμως, έπρεπε να δίνουν «παρών». Όσοι είχαν λεφτά, κάθονταν. Όσοι δεν είχαμε, δουλεύαμε και ζούσαμε. Για το φαγητό μόνο δουλεύαμε. Για ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνη την εποχή οι Άγγλοι ήταν στο Καρς και στο Σαρίκαμις.
Στο Ερζερούμ μείναμε άλλοι ενάμιση χρόνο, άλλοι δύο χρόνια. Εμείς φύγαμε μετά από δύο χρόνια. Δόθηκε άδεια να κατεβούμε στην Τραπεζούντα […].
Όταν γυρίσαμε οι άντρες από την εξορία, μείναμε στην Τραπεζούντα. Δε μας άφησαν να πάμε στα χωριά μας. Οι δικοί μας, όμως, μόλις το έμαθαν, άφησαν τα σπίτια τους και ήρθαν και μας βρήκαν στην Τραπεζούντα. Εγώ, όμως, έφυγα αμέσως, γιατί ήμουν φυγόστρατος. Μπήκα στο βαπόρι, στο τούρκικο βαπόρι «Γκιουλλιχάρ» και πήγα στην Πόλη. Η οικογένειά μου ήρθε ύστερα από τρεις μήνες και την έκλεισαν στους στρατώνες του Σελιμιέ. Εγώ δούλευα έξω από την Πόλη και τους πήγαινα να φάνε. Έγινε όμως, μεγάλο κακό στο Σελιμιέ. Έπιασε επιδημία και πέθαναν πάρα πολλοί. Από τους δικούς μας πέθανε ένα αγοράκι μου και η πεθερά μου.
Κάθισα οχτώ μήνες στην Πόλη και τον Αύγουστο του 1923 ήρθα με την οικογένειά μου στην Ελλάδα. Μπήκα στο βαπόρι στην Πόλη μόνο ήταν είδα να μπαίνει και η οικογένειά μου στο βαπόρι.
Το καράβι ήρθε στην Κεραμωτή της Καβάλας. Βγήκαμε στην ξηρά. Πήγαμε πρώτα στο Κάτω Κιοσελέρ [Κατωχώρι] και στα 1925 ήρθαμε στον Κεχρόκαμπο, όπου και εγκατασταθήκαμε και μένομε από τότε.