Η Σοφία Μεταλλείδου ή Μαdενλόγλου γεννήθηκε στο Ουλαγάτς, 93 χλμ. νοτιοδυτικά της Καισάρειας και 16 χλμ. βορειοδυτικά της Νίγδης. Οι κάτοικοί του την περίοδο της Ανταλλαγής ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (146 οικογένειες, 398 άτομα) και περίπου 250 Τούρκοι.
Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη του Ικονίου. είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς, μερικοί από τους οποίους βρίσκονταν έξω από τα σύνορα της Καππαδοκίας.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Αρχή του Αυγούστου στα 1924 έφυγε το Σεμέντερε και το Κίτσαγατς. Κι εμείς το ξέραμε πως θα φύγουμε. Γιατί άργησε το δικό μας χωριό κι έφυγε τελευταίο δεν ξέρω.
Έβγαινε ο Αύγουστος, μέρα Παρασκευή ήτανε, που μπήκαμε στους αραμπάδες και όλο το χωριό άδειασε από τους χριστιανούς.
Λίγα πράματα πήραμε μαζί μας. Κάτι ρούχα, κανένα χαλί, λίγα μπακιρικά⋅ στρώματα και τέτοια. Μπόγους τα κάναμε.
Χρήματα δεν άφηναν να πάρεις. Φλουριά όμως όσα είχαμε τα πήραμε. Τ’ άλλα τα δώσαμε για ένα κομμάτι ψωμί στους Τούρκους.
Εκείνοι, και μάλιστα οι Τουρκάλες, πολύ λυπήθηκαν που φεύγαμε. Έκλαιγαν μαζί μας και ως τους αραμπάδες που ανεβαίναμε έρχονταν από πίσω μας και μας αγκαλιάζανε και μας φιλούσανε. «Να ξανάρθετε», λέγανε. «Εμείς άλλους δεν θέλουμε. Εσείς είστε δικοί μας».
Στους αραμπάδες μέσα φορτώσανε κάσες μεγάλες μ’ όλα τα πράματα της εκκλησίας, εικόνες, καντήλια, ευαγγέλια.
Βγήκαμε στο Ουλούκισλα, μπήκαμε οι πιο πολλοί πρώτη φορά μας σε τρένο, περάσαμε απ’ το Γένιτζε κι ύστερα τραβήξαμε ίσια όλο με το τρένο για τη Μερσίνα.
Εκεί είδαμε για πρώτη φορά τη θάλασσα. Γέροι άνθρωποι και δεν ξέρανε τι είναι θάλασσα. Τα παιδιά σαστίζανε που τη βλέπανε και κλαίγανε.
Εκεί ήτανε όλα γεμάτα. Θέση να κοιμηθείς δεν είχε. Όλοι περιμένανε να μπούνε σε βαπόρι να φύγουνε για την Ελλάδα. Μας βάλανε να κοιμηθούμε σε μια εκκλησία μέσα. Παλιά εκκλησία ήτανε. Στους τοίχους οι εικόνες ήτανε μουτζουρωμένες. «Αλά κλισεσί» τη λέγανε. Δεκαπέντε μέρες μείναμε εκεί μέσα και ύστερα ήρθε ελληνικό βαπόρι, το «Μαίανδρος», και μας βάλανε μέσα. Εισιτήριο δε βγάλαμε. Δωρεάν ήτανε. Μέσα στο βαπόρι είχε και Χασακοϊλήδες και Μιστιλήδες και απ’ το Σουβερμέζ. Σαν σαρδέλες ήμασταν, πολλοί είχαν αρρώστια και δυο πεθάνανε στο δρόμο και τους πετάξανε στη θάλασσα.
Βγήκαμε στον Πειραιά και όλους μαζί μας πήρανε και μας πήγανε στον Αϊ-Γιώργη, στο Κερατσίνι. Είπανε έχουμε αρρώστια και θα μείνουμε καραντίνα. Πρώτο πρώτο μάς κούρεψαν τα μαλλιά μας, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλους. Αυτό πολύ μας κόστισε. Άσκημο πράμα μόλις πατήσαμε στην Ελλάδα να μας δεχτούνε έτσι! Και στον Άι-Γιώργη πολύ υποφέραμε. Και πείνα είχαμε, το φαΐ λίγο κι άσκημο κι αρρώστια πολλή. Κάθε μέρα πεθαίνανε άνθρωποι.
Κλαίγαμε νύχτα μέρα κι όλο μπροστά μας είχαμε τον τόπο μας και τα σπίτια μας που αφήσαμε. Καλύτερος είναι ο Τούρκος, λέγαμε.
Ενάμισο μήνα μείναμε και ύστερα μας ανεβάσανε σε φορτηγό τρένο και μας πήγανε στη Μακεδονία.
Εγώ ήμουνα με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, άρρωστες και τις δύο. Μαζί μ’ άλλους δικούς μας πατριώτες μάς πήγανε κοντά σ’ ένα μικρό μέρος, επάνω στη θάλασσα, τις Ελευθερές. Εκεί μας έβαλαν και μείναμε μέσα σε παράγκες. Τα σανίδια αραιά αραιά ήταν κι έμπαινε η βροχή και το κρύο μέσα. Νοέμβριος μήνας ήτανε κι έβρεχε συνέχεια. Δώδεκα μέρες μείναμε και μας πήγανε με κάρα στο Πράβι. Εκεί μας έβαλαν σε σχολεία μέσα να μείνουμε. Δύο χρόνια μείναμε στο Πράβι. Στο τέλος του δεύτερου χρόνου ήρθανε επιτροπές και μας γράψανε και μας στείλανε στην Ποδογώριανη. Εκεί μας δώσανε σπίτι και κατοικήσαμε και μικρό κλήρο για να καλλιεργήσουμε.
Εγώ είχα άρρωστη μητέρα και άρρωστη αδελφή μαζί μου. Πού να τα βγάλω πέρα. Τότε γράψαμε και ήρθε ο μεγαλύτερος αδελφός μου απ’ την Πόλη.
Αυτός εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, στο συνοικισμό 500, και μας πήρε κι εμάς κοντά του. Η μητέρα μου και η αδελφή μου μέσα σ’ ένα χρόνο πέθαναν.
Εγώ παντρεύτηκα τον Νικόλα Μαdενλόγλου ή Μεταλλείδη κι έμενα πια στα 500. Κάναμε κόρη, την παντρέψαμε, κάναμε εγγόνια και η δυστυχία από πάνω μας δεν έφυγε.