Μαθημένοι στις δύσκολες γεωργικές εργασίες ήταν οι Πόντιοι που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα· και τα καπνά είναι μια από τις πιο δύσκολες.
Πίσω στα καλοκαίρια των παιδικών και νεανικών του χρόνων, στην Άψαλο Αλμωπίας, μας πάει ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός και συγγραφέας, ποντιακής και μικρασιατικής καταγωγής, Κοσμάς Τσίναλης, στα αϊναλούκια.
«Ακόμα μια ανάμνηση των παιδικών και νεανικών χρόνων από τις γεωργικές εργασίες του καλοκαιριού είναι τ’ αϊναλούκια.
»Τ’ αϊναλούκια ήταν ειδικές ξύλινες κατασκευές πάνω στις οποίες κρεμούσαμε τα ράμματα με τα φύλλα του καπνού για να ξεραθούν.
»Τα τοποθετούσαμε πάντοτε απέναντι από τον ήλιο με το τσατάλ’ να τα στηρίζει από πίσω και τα μετακινούσαμε σύμφωνα με τη φορά του.
»Η λέξη αϊναλούκια προέρχεται από την τούρκικη λέξη αϊνά που σημαίνει καθρέφτης, γιατί οι κατασκευές αυτές καθρεφτίζονταν πάντοτε στον ήλιο.
»Θυμάμαι ακόμα, όταν ξέσπαγε ξαφνικά βροχή, τον πανικό που μας έπιανε για να προλάβουμε να τα μεταφέρουμε κάτω από το υπόστεγο για να μην βραχούν! Η βροχή χαλούσε την ποιότητα του καπνού και το χρώμα του, το οποίο έπρεπε να είναι χρυσαφί όταν ξεραινόταν.
»Τη δεκαετία του ’80, ίσως και πιο νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους τα τεσγέγα, οι μακρόστενες ξύλινες και αργότερα μεταλλικές κατασκευές, σκεπασμένες με τα νάιλον, οπότε η αποξήρανση των φύλλων του καπνού γινόταν πιο γρήγορα και με ασφάλεια».