Από Παντολέων ονομάστηκε Παντελεήμων, διότι θεράπευε χωρίς αμοιβή τους φτωχούς – γι’ αυτό και άλλοι γιατροί τον κατήγγειλαν στις ρωμαϊκές Αρχές που τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν το 305.
«Ούμπαν κοτζοί κι ούμπαν στραβοί στον Αϊ-Παντελεήμονα» είναι η ποντιακή εκδοχή της παροιμίας «κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα».
Οι Πόντιοι θεωρούσαν ότι ο άγιος τους μπορούσε να γιατρέψει τα πάντα, και τα σωματικά ελαττώματα. Ένα μόνο δεν μπορούσε: τη γερασμένη καρδιά. «Οι άρρωστοι ολ’ χαίρουνταν, ελπίζ’ νε να λαρούνταν και μονάχον το γερασμένον η καρδά λαρωμονήν κι παίρει», δηλαδή: οι άρρωστοι όλοι χαίρονταν, έλπιζαν να θεραπευτούν και μόνο η γερασμένη η καρδιά θεραπεία δεν παίρνει.
Τη μέρα της γιορτής του, 27 Ιουλίου, υπήρχε αυστηρή αποχή από κάθε χειρωνακτική εργασία – γινόταν εξαίρεση μόνο για να βοηθηθούν οι χήρες, τα ορφανά και οι ανήμποροι.
Πολλές ελπίδες είχαν εναποτεθεί στον άγιο, με ταξίματα και με τάματα. «Τάζ’νε λαμπάδας σον Αέρ’, ελάδ’ σην Παναϊαν και τριπόπαδοι λουτρούεμαν σον Αε-Παντελεήμων», λένε οι στίχοι του άσματος από το Σταυρίν. Δηλαδή, τάζουν λαμπάδες στον Άγιο Γεώργιο, λάδι στην Παναγία και λειτουργία από τρεις παπάδες στον Άγιο Παντελεήμονα.
Ο θρύλος από το Καρς
Για τον Άγιο Παντελεήμονα υπάρχει ένας θρύλος από την περιοχή του Καρς. Τον κατέγραψε ο Σάββας Πορφυρίου Παπαδόπουλος* στην ποντιακή διάλεκτο.
Σύμφωνα με τη δοξασία, ο Άγιος που ζούσε σε ένα ερημικό μοναστήρι δέχθηκε «επίσκεψη» από τον Εωσφόρο, για να τον ενοχλήσει. Εκείνος, αφού πρώτα τον «έδεσε» (τον έκανε ανίκανο με ευχή, εξορκισμό), μετά του άνοιξε την πόρτα. Μέγας ο φόβος του Εωσφόρου, ο οποίος παρακάλεσε τον Άγιο, να τον αφήσει να φύγει, όπως και έγινε.