Η Μαρούλλα και ο Μήτρος παντρεύτηκαν στις 14 Ιουλίου του 1974, δηλαδή μια μέρα πριν από το πραξικόπημα. Ο γάμος τους ήταν ο τελευταίος στην Άσσια, ενός από τα μεγάλα χωριά της κεντρικής Μεσαορίας, στην επαρχία Αμμοχώστου.
Η Μαρούλλα Κούππα διηγήθηκε τη συγκλονιστική προσωπική της ιστορία σε podcast που περιλαμβάνεται στην «Έκθεση Κύπρος 1974, η μνήμη είναι η μόνη πατρίδα των ανθρώπων».
Τις συνεντεύξεις έκανε η Βαλεντίνη Σταύρου, την έρευνα η Ιλιάνα Κουλαφέτη και στην κοινή νεοελληνική απέδωσε η Στέλλα Σοφοκλέους. Τη Μαρούλλα και τον Μήτρο φωτογράφισε ο Ανδρέας Κίσσας.
Ο τελευταίος γάμος της Άσσιας (Μέρος Β’)
Δυσκολεύκουμαι να το σκεφτώ το σπίτι. Πάρα πολλά δυσκολεύκουμαι. Ονειρεύκουμουν τούτο το σπίτι, έκαμνα όνειρο να το κάμω το τάδε το τάδε και στο τέλος εν τόση πολλή μέσα η λύπη μου που εν μπορώ να το σκεφτώ. Θέλετε να σας πω πώς ήταν; Να σκεφτώ τώρα να σας πω;
Πριν παντρευτούμε με τον Μήτρο, ο μπαμπάς μου μου έκτισε ένα μεγάλο σπίτι, πολύ ωραίο. Ήταν με στιασσιές, με ξυλεία, κυπριακά τα περισσότερα, ήταν τα υπνοδωμάτια όχι ισόγειο, αλλά δίπλα από το σαλόνι και όταν έμπαινες φαίνονταν όλα τα υπνοδωμάτια. Ήταν οι πόρτες με παρμακούθκια, αν ξέρετε τι εν το παρμακούθκια, κυπριακό στυλ. Οι καρέκλες έκαμα τες τόνενες μέσα στο χολ, οι άλλες ήταν πολλά μοντέρνες, εκέντησα καρέκλες, ντιβάνι, οι κρεβατοκάμαρες πάνω ήταν … η μια η κρεβατοκάμαρη που έκαμνεν εντύπωση του κόσμου ήταν γεμάτη κούκλες, που τον τζιαιρό που ήμουν μικρή τζιαι έκαμεν μου ράφι ο πελεκάνος τζι έβαλα τα πάνω ούλλα, που μωρό που είχα κούκλες, εγέμωσα τες κούκλες. Όταν ήρτεν ο κόσμος τζι έβλεπέν τες, ερωτούσαν «μα που τες ήβρες τούν’ τες κούκλες». Επειδή εφύλαά τες τζι έβαλά τες που ήταν να παντρευτώ.
Ό,τι τζι αν ήταν το σπίτι μου αγαπούσα το, ονειρεύκουμουν το ασπούμε, ότι έξω άρεσκέν μου πολλά οι στιασιές που ήταν έτσι ξύλενες. Ο κόσμος που έρκετουν τζι έβλεπέν το θυμούμαι που ελέαν ασπούμε ούλλοι μα τι ωραίο σπίτι, μα τι ωραίο σπίτι! Έλεα από μέσα μου, ας πούμε σαν να ένιωθα τούν’ το πράμα, ότι εν θα το χαρώ τούν’ το σπίτι, ένιωθα το τούν’ το πράμα.
Ήταν κάτι διαφορετικό που τα άλλα.
Εν το χαρήκαμε το σπίτι, εν πειράζει. Φτάνει που γλιτώσαμε που τους Τούρκους στρατιώτες, φτάνει που γλίτωσεν ο άντρας μου, ο αδελφός μου, οι συγγενείς μου τζιαι μακάρι να γλιτώναν τζιαι οι άλλοι, μακάρι, οι συγγενείς μου, μακάρι.
Τζι ας μεν είχα τίποτε.
Μετά έγινην ο πόλεμος. Ήμουν στη μάμα μου τσείν’ την ημέρα, πρώτη εισβολή. Ήρτεν ένας εξάδελφος μου «σήκου σήκου, ετζοιμούμαστιν έξω στη βεράντα τζι εγίνην πόλεμος». Απαναΐα μου εκοπήκαν τα πόθκια μου. Ήμουν χαμένη, χαμένη. Ύστερα άρκεψεν οι φωθκιές τζιαι τα τραύματα του πολέμου.
Ο Μήτρος ήταν στρατιώτης, ο αρφός μου επήεν στρατιώτης, οι εξάδελφοι μου ήταν στρατιώτες. Εζούσαμεν ένα μεγάλο πόνο. Ούλλοι τζιαι μιαν αγωνία. Εν εξέραμεν ότι σε λίές μέρες εν να ρτει τζιαι σε εμάς. Έρκουνταν πρόσφυγες στην Άσσια για να γλυτώσουν. Τζι εδιούσαμεν του τα σπίθκια ο κόσμος, εβοήθαν τους ο κόσμος.
Μετά αρκέψαν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίζουν, να μας σύρνουν πόμπες, να καταρρέουμε. Είσσεν ένα σπίτι δίπλα στον παπά μου, του γιου του Κκάσιαλου, υπόγειο, τζι εκρυφούμαστιν τζει μέσα, όταν τες 14 Αυγούστου που σας λέω, που αρκέψαν τα πάλε βοβμαρδίζαν μας τα αεροπλάνα. Τζιαι εμείναμεν που κάτω σε τσείντο υπόγειο που το πρωί που επήαμεν εκεί, εσυνεχίζαν τα αεροπλάνα, εσυνεχίζαν οι πόμπες. Κάμποσες ώρες, μετά ήρταν οι Αφαντίτες τζιαι λέουν του παπά μου «κύριε Θεωρή να φύετε τζι ήρταν τανκς. Ήρταν οι Τούρτζοι στην Αφάνεια. Να φύετε τωρά κύριε Θεωρή». Ώστι να πουν του παπά μου έτσι, έφκηκα τζι έξω τζι εθώρουν τα τανκς που έρκουνταν πάνω μας, τζι ερίχναν μας ριπές.
Εφώναζα της ανηψιάς μου «Δέσπω Δέσπω», η Δέσπω επήαμεν στο σπίτι της να βρει τους δικούς της, εγύρευκά την. «Παπά γλίτωσ’ μας, παπά γλίτωσ’ μας».
[…]
Εν δύσκολες μέρες τούτες. Ούλλα θυμούμαι τα: τζιαι την Άσσια, τζιαι το σπίτι, τζιαι τον γάμο, τζιαι τη ζωή μας.
Αλλά σκέφτουμαι θετικά. Διότι αν εσκοτώνουνταν τα αδέλφια μου μη κακό; Αν έχανα δικούς μου;
Σκέφτουμαι θετικά. Εν σκέφτομαι αρνητικά να… τζιαι σκέφτομαι τζιαι λαλώ δόξασοι ο Θεός.
Τζιαι ελπίζω να μεν γίνει άλλος πόλεμος, όπως έγινε. Εισβολή άλλη.
Μαρούλλα Κούππα