Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου περιλαμβάνει το ρήμα τζιχνίζω, το οποίο στον αόριστο είναι ετζούχνιξα, ενώ η μετοχή είναι τζουχνισμένος. Όταν το ρήμα είναι μεταβατικό έχει τη σημασία του «αφαιρώ με φωτιά το χνούδι από ύφασμα ή το πτέρωμα πτηνού ή το τρίχωμα, μέχρι να υπάρξει οσμή καμένου».
Στην ουσία, δηλαδή, σημαίνει «καψαλίζω» (τζουχνίζω την κοσάραν, είναι η φράση στην ποντιακή διάλεκτο).
Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται και για τον καθαρισμό ψαριών, αλλά και με την έννοια του «τηγανίζω».
Όταν το ρήμα είναι αμετάβατο σημαίνει ότι το νερό εξατμίστηκε και το φαγητό κόλλησε στην κατσαρόλα, ενώ στην παθητική φωνή χρησιμοποιείται για το κρέας που ψήνεται (τσίκνισμα).
Η αντίστοιχη παροιμία στην ποντιακή διάλεκτο λέει:
Οπέρτς ετζούχνιεν κι οφέτος εξέβεν η μύρ’ αθε
[πέρσι τσίκνισε, φέτος μύρισε]
Η φράση είναι κατάλληλη για την ανακίνηση θεμάτων που έχουν περάσει και είναι εν πολλοίς ασήμαντα.