Ιδιαιτέρως αγαπητή σε Πόντιους, Μικρασιάτες και Κύπριους είναι η Αγία Κυριακή· στον Πόντο και τη Θράκη ο Ιούλιος είναι ο Αϊ-Κεριακίτης, από τη γιορτή της στις 5 Ιουλίου, όπως μαρτυρεί ο Δημήτριος Λουκάτος.
Ιδίως για τους Πόντιους η αγία που γεννήθηκε στη Νικομήδεια και μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, την εποχή των μεγάλων διωγμών (3ος αι.) συνδέεται με τη φωτιά. «Μα τ’ Αε-Κερεκής τ’ άψιμον» έλεγαν στον σχετικό όρκο, χωρίς να γνωρίζουμε από πού προέκυψε – ενδεχομένως, λέει ο Λουκάτος, επειδή η ημέρα της γιορτής συνέπιπτε με τις μεγάλες ζέστες.
Με τη φωτιά της αγίας χαρακτήριζαν και ένα παιδί πολύ ζωηρό και άτακτο, και παράλληλα ευφυές, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των Δημητρίου Κ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη) και Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Στον Πόντο ένας από τους πιο γνωστούς ναούς που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Κυριακή είναι αυτός στη Σάντα, στην ενορία Ισχανάντων – η σφραγίδα της δημογεροντίας της κώμης απεικονίζει την Αγία Κυριακή.
Στη βόρεια πλευρά του ναού υπήρχε το δημοτικό εφτατάξιο σχολείο, ενώ το ανεξάρτητο καμπαναριό ήταν τριώροφο, κατασκευασμένο από αργολιθοδομή στο εσωτερικό και λαξευτή πέτρα στο εξωτερικό. Σήμερα απομένει η βάση του πύργου, ο οποίος καταστράφηκε με δυναμίτη το 1921, πιθανότατα από τον οθωμανικό στρατό.
Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Κυριακής, μια τρίκλιτη βασιλική ερειπωμένη πλέον, με κατεστραμμένη στέγη, είχε κατασκευαστεί από τοπική μαλακή γκρίζα πέτρα και ψαμμίτη, σε διαστάσεις 10,2 μ. επί 12,5 μ.
Στο εξωτερικό αέτωμα της αψίδας που χρησιμοποιούνταν ως κύρια είσοδος (στα νότια) ήταν σκαλισμένοι δύο φτερωτοί γρύπες και ένας σταυρός. Στην αψίδα στην ανατολική πρόσοψη είχε τρία παράθυρα με πολεμίστρες και κόγχη. Ένα παράθυρο είχε ανοιχτεί στα κελιά του παστοφορίου, τα οποία έχουν πλάτος 2,10 μ. και βάθος 2 μ. εκατέρωθεν της αψίδας.
Οι δοκοί, οι καμάρες και οι γωνιαίοι λίθοι των θυρών-παραθύρων είναι από λαξευτή πέτρα, ενώ οι κύριοι τοίχοι είναι από αργολιθοδομή, πάχους 0,85 μ. Δεν διασώζονται οι εσωτερικοί κίονες και το δάπεδο.
Το «Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον» της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, με τα ασημένια και επιχρυσωμένα εξώφυλλα, που είχε τυπωθεί το 1889 στη Βενετία, στο ελληνικό τυπογραφείο «Ο Φοίνιξ», μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον Νικολάκη Τοπαλίδη. Του το εμπιστεύθηκε το 1923 ο καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης. Εκείνος, μετά από μετά δωδεκάωρη πορεία και ύστερα από διάφορες περιπέτειες, παρέδωσε το ευαγγέλιο στον Κωνσταντίνο Γραμματικόπουλο, ο οποίος με τη σειρά του το παρέδωσε στους Σανταίους που εγκαταστάθηκαν στο Δασωτό Δράμας.