Πάνω σε μια καταστροφή θεμελιώθηκε η Νέα Αγχίαλος, η κωμόπολη στο μυχό του Παγασητικού – όπως και πολλές άλλες πόλεις στην Ελλάδα που υποδέχθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Μικρασία και την Ανατολική Ρωμυλία.
Η καταστροφή αυτή δεν ήταν άλλη από την πυρπόληση της Αγχιάλου από τους Βούλγαρους, στις 30 Ιουλίου 1906.
Στο σημερινό Πομόριε, όπως και γενικότερα στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι Έλληνες είχαν συνεχή παρουσία από τον 5ο αι. π.Χ. Όμως το καλοκαίρι του 1906 οι ανθελληνικοί διωγμοί πήραν μεγάλες διαστάσεις. Εκδηλώθηκαν με την καταστροφή ελληνικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και κορυφώθηκαν με την καταστροφή της Αγχιάλου.
Οι κάτοικοι ξεριζωμένοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην αρχή ζούσαν συγκεντρωμένοι στην Αθήνα – έπρεπε όμως να διαλέξουν τι θα αποκαλούν πατρίδα. Η άποψη που τελικά επικράτησε ήταν να μην διασκορπιστούν, αλλά να δημιουργηθεί ένας συνοικισμός προκειμένου να μην σβήσει το όνομα της Αγχιάλου.
Το χώρο εγκατάστασης στη Μαγνησία τον υπέδειξε ο γεωπόνος Σπύρος Χασιώτης, ο οποίος υπήρξε διευθυντής της Κασσαβετείου Σχολής του Αϊδινίου, της επαρχίας Αλμυρού. Η επιτροπή που είχε συγκροτηθεί τον έκρινε πράγματι κατάλληλο, καθώς ήταν πάνω σε κεντρικό δρόμο και παραθαλάσσιος, όπως η Αγχίαλος. Το πρόβλημα ήταν ότι αποτελούσε κτήμα ιδιοκτησίας του τσιφλικά Παναγή Τοπάλη που τότε διέμενε στο Γαλάζιο της Ρουμανίας.
Αφότου η κυβέρνηση Θεοτόκη ενέκρινε την αγορά, η επιτροπή πήγε στη Ρουμανία για να βρει τον τσιφλικά, η μητέρα του οποίου ήταν από την Αγχίαλο. Δέχτηκε να πουλήσει την έκταση για 2 εκατ. χρυσές δραχμές – μέρος του ποσού (ή και ολόκληρο, δεν είναι βέβαιο) το κατέβαλε το κράτος και οι οικιστές το εξόφλησαν κατόπιν, μέσω του Γεωργικού Θεσσαλικού Ταμείου
Στο κτήμα αυτό υπήρχαν ήδη κάτοικοι, οι κολίγοι και παρακεντέδες του Καραμπασίου και των Μικροθηβών, οι οποίοι μετά από τη συμφωνία έπρεπε να εγκατασταθούν μαζί με τους Αγχιαλίτες.
Ο θεμέλιος λίθος μπήκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1907 σε πανηγυρικό κλίμα. Ήταν άλλωστε και «μια ευκαιρία για την κυβέρνηση Θεοτόκη να δείξει στο λαό της περιοχής, ο οποίος είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα κατά τον πόλεμο του 1897 με την προέλαση των Τούρκων, ότι το μεγαλείο του Βασιλείου της Ελλάδος βρισκόταν και πάλι στις δόξες του» όπως είχε αναφέρει ο Γεώργιος Διονυσίου στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Δήμος Νέας Αγχιάλου το καλοκαίρι του 2006.
Ο οικισμός οικοδομήθηκε στη θέση Καινούργιο, αμφιθεατρικά, στους πρόποδες ενός χαμηλού βουνού που εμποδίζει τους βόρειους ανέμους. Νότια δροσίζεται από τον Παγασητικό, ενώ νοτιοδυτικά υπήρχαν βάλτοι. Ανατολικά και δυτικά εκτείνονται τα ελαιοπερίβολα, τα αμπέλια και τα χωράφια.
Το μεράκι των Αγχιαλιτών ήταν τα αμπέλια. Κυνηγημένοι καθώς ήταν, έφεραν στην Ελλάδα κλήματα κρυφά στον κόρφο τους, για να κάνουν πάλι αυτή την καλλιέργεια.
Το 1908 ολοκληρώθηκαν τα πρώτα 960 λιθόκτιστα διώροφα και μονώροφα σπίτια – έναν χρόνο νωρίτερα είναι αποπερατωθεί ο Άγιος Γεώργιος στο κέντρο του οικισμού, σε ανάμνηση του ομώνυμου ναού της παλαιάς πατρίδας.
Οι γεωργοί πήραν 80 στρέμματα και διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος, στους επαγγελματίες δόθηκαν 10 στρέμματα και μονώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος, και οι καλλιεργητές με 40 στρέμματα κλήρο πήραν και διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος.
Τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Η ελονοσία και η αιματουρία αποδεκάτισαν τους πρόσφυγες. Σε συνδυασμό με την ανέχεια και την πείνα, πολλοί πήραν την απόφαση να επιστρέψουν στη Βουλγαρία, άλλοι να μετακινηθούν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μετά το 1913 που απελευθερώθηκε η Μακεδονία.
Για να σωθεί ο πληθυσμός που παρέμεινε εστάλη ειδικός γιατρός, ο Ιωάννης Καρδαμάτης από τη Σωζόπολη, ενώ το κράτος διέθετε δωρεάν την κινίνη. Για την καταπολέμηση των κουνουπιών, το 1932 η Ελλάδα εισήγαγε από την Ιταλία μικρά ψάρια που ρίχτηκαν στο λιμανάκι και στα λιμνάζοντα νερά, ενώ στις προσπάθειες συμμετείχε από το 1920 και το Ινστιτούτο Ροκφέλερ. Η αρρώστια εξαλείφθηκε οριστικά τη δεκαετία του 1950.
Ακόμα, για να έχει καθαρό νερό ο οικισμός, το 1909 με εθελοντική εργασία των κατοίκων ανοίχτηκε το υδραγωγείο της αρχαίας πόλης της Πυράσου και κατασκευάστηκε νέα δεξαμενή.
Το 1910 οικοδομήθηκε εξατάξιο σχολείο από το κληροδότημα του Έλληνα τραπεζίτη, πολιτικού και εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού. στο οποίο ενεγράφησαν 320 μαθητές και 160 μαθήτριες με τρεις δασκάλους και δύο δασκάλες. Οι μαθητές καλλιεργούσαν ένα φυτώριο 12 στρεμμάτων από το οποίο προσπορίζονταν αρκετά έσοδα, υπό τη διεύθυνση του δασκάλου Αδαμάντιου Καλιαντζόγλου Με τα δενδρύλλια αυτά του φυτωρίου αναδασώθηκε όλη η αστική περιοχή.
Το 1918 ιδρύθηκε ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου «Αγροτική Λαϊκή Τράπεζα Νέας Αγχιάλου – Η Δήμητρα», η οποία μετονομάστηκε αργότερα σε «Παραγωγικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου – Η Δήμητρα». Πρώτος πρόεδρος τον Ράλλη Αλεξ. Ράλλη, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της κοινότητας.
Ο συνεταιρισμός –μεταξύ άλλων– ίδρυσε ελαιοτριβείο με διυλιστήριο που το 1947 είχε αξία 250 εκατ. δραχμές, όπως και αλευρόμυλο και οινοποιείο.
Επίσης, οι Αγχιαλίτες για να αποκτήσουν αυτονομία συγκρότησαν επιτροπή που προμηθεύτηκε από το Λονδίνο αλωνιστική μηχανή τύπου Μάρσαλ· αγοράστηκε έναντι 20.000 χρυσών δραχμών, εξοφλήθηκε σε τέσσερις ετήσιες δόσεις και χρησιμοποιούνταν έως το 1956.
Η μαρτυρία
Τον Οκτώβριο του 1908 στην εφημερίδα Η Βιοπάλη δημοσιεύθηκε το εξής για τον νέο οικισμό:
»Εις τον επισκεπτόμενον την Ν. Αγχίαλον η πρώτη εντύπωσις είνε η… ωχρότης των κατοίκων της. Όλοι άνευ ουδεμιάς σχεδόν εξαιρέσεως υποφέρουν από πυρετούς […]. Τα δε αίτια της καταστάσεως ταύτης ανάγονται εις τα εξής τρία:
1ον) Λόγω της γειτνιάσεως του έλους.
2ον) Λόγω της ελλείψεως ύδατος και δη ποτίμου τοιούτου.
3ον) Διότι αι οικίαι ωκοδομήθησαν σχεδόν εναντίον παντός στοιχειώδους όρου υγιεινής.
»Τα τρία αυτά αίτια επέφερον την αληθή αυτήν θεομηνίαν, ήτις σήμερον μαστίζει την πόλιν της Ν. Αγχιάλου, εις ην εύρον άσυλον τόσαι ανθρώπιναι υπάρξεις, αίτινες εζήτησαν καταφύγιον και κυριολεκτικά δικαίωμα υπάρξεως εις την πραγματικήν των μητέρα Ελλάδα. […]
»Εις τον εκ 1526 στρεμμάτων αποτελούμενον συνοικισμόν ευρίσκονται ωκοδομημέναι περί τας 835 περίπου οικίας, αίτινες από μακράν έχουν μελαγχολικήν την όψιν καθώς είναι μονώροφοι και αχρωμάτιστοι μικροκατοικίαι. […] Φρονώ δε –λυπούμαι να το είπω– ότι αι οικίαι αυταί, ως είνε ωκοδομημέναι, δεν θα μακροημερεύσουν, αλλά θ’ αρχίσουν να καταρρέουν δίκην χαρτίνων πύργων προ των συνήθως εκείσε επισυμβαινόντων αφθόνων του φθινοπώρου βροχών».