Με μνημεία που φωνάζουν… Έλληνες, και που περήφανα τα προμοτάρουν ως «ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά» οι Τούρκοι πανηγυρίζουν για την αύξηση της τουριστικής κίνησης στην Τραπεζούντα τους πρώτους πέντε μήνες του 2025. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τοπικών αξιωματούχων, η αύξηση είναι της τάξης του 24% σε σχέση με πέρσι.
Η πόλη του Εύξεινου Πόντου διαφημίζεται για τη φυσική της ομορφιά –«συνδυάζει το πράσινο με το γαλάζιο»–, τα μνημεία της και τη γαστρονομία της.
Ο Τάμερ Ερντογάν, επικεφαλής της Διεύθυνσης Πολιτισμού και Τουρισμού της επαρχίας, δήλωσε στο Πρακτορείο Anadolu ότι η φετινή τουριστική σεζόν αναμένεται να είναι πολύ επιτυχημένη. Είπε ακόμα ότι οι πληρότητες στα ξενοδοχεία στο κέντρο της Τραπεζούντας και στο Σαράχο δεν πέφτουν κάτω από το 90%.
«Αυτό είναι πολύ ικανοποιητικό. Από πλευράς ποικιλομορφίας τουρισμού, βλέπουμε επισκέπτες σχεδόν από κάθε χώρα του κόσμου» πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι ιδιαιτέρως αυξημένες είναι οι κρατήσεις από τις χώρες του Κόλπου, ενώ σημαντική ώθηση έδωσαν και οι απευθείας πτήσεις από το Ουζμπεκιστάν.
Παναγία Σουμελά
Το ιστορικό μοναστήρι των Ελλήνων του Πόντου θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα θρησκευτικού τουρισμού στην Τουρκία.
Στην καρδιά του Πόντου, στην περιοχή της Ματσούκας, μετά και την ολοκλήρωση του τρίτου σταδίου των αναστηλωτικών εργασιών, το πλήρες άνοιγμα του μνημείου την 1η Ιουλίου 2021 συνοδεύθηκε από διαδοχικά ρεκόρ επισκέψεων.
Είναι πλέον σαφές ότι το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας «επενδύει» στη Μονή Σουμελά, παρά τις… παραφωνίες σαν αυτή με την άδεια που δόθηκε για το «πάρτι» με την ηλεκτρονική μουσική, και τις άδειες για την Πατριαρχική Θεία Λειτουργία. Τον Αύγουστο του 2024 οι χριστιανοί δεν επέστρεψαν τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά στα Εννιάμερα της Παναγίας.
Το ιστορικό μοναστήρι των Ελλήνων έκλεισε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2015· το πρώτο στάδιο των εργασιών περιλάμβανε τη στερέωση των επικίνδυνων βράχων. Μερικώς για το κοινό άνοιξε στις 28 Ιουλίου 2020, οπότε και παράλληλα ήταν σε εξέλιξη η δεύτερη φάση των εργασιών, μέχρι να φτάσουμε στο πλήρες άνοιγμα.
Συντηρητές εργάζονται στις τοιχογραφίες που υπάρχουν στο εξωτερικό του μοναστικού συγκροτήματος (φωτ.: Anadolu)
Την τελευταία φορά, τον Ιούλιο του 2024, πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των πολύτιμων τοιχογραφιών-αγιογραφιών, με στόχο την επαναφορά (όσο το δυνατό) της αρχικής τους ομορφιάς. Οι φθορές που υπάρχουν δεν οφείλονται μόνο στο χρόνο, αλλά και σε βάνδαλους που έχουν χαράξει ονόματα και φράσεις, ή έχουν προσπαθήσει να «σβήσουν» τα πρόσωπα των αγίων που απεικονίζονται.
Αγία Σοφία Τραπεζούντας
Μπορεί η Αγια-Σοφιά της Κωνσταντινούπολης να ήταν το μνημείο που προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις όταν… έχασε τον μουσειακό του χαρακτήρα, ωστόσο από το 2013 μια άλλη Αγία Σοφία, ο βυζαντινός ναός-μονή στην πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων.
Η Αγία Σοφία Τραπεζούντας τον Ιούλιο του 2020 άνοιξε ξανά μετά από διετείς εκτεταμένες εργασίες αναστήλωσης. Αν και τέμενος, συνεχίζει να λειτουργεί και ως μουσειακός χώρος.
Η κύρια εκκλησία της μονής σε σχήμα τετράγωνου σταυρού, με τρεις αψίδες και ανάλογα κλίτη, είναι έργο του Μανουήλ Β΄ Μεγάλου Κομνηνού (ή του άμεσου διαδόχου του, αν χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ενταφιασμού του), ενώ ο πύργος υπήρξε κτίσμα του Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού – ορισμένοι διατείνονται ότι ήταν το παρατηρητήριο μιας τοπικής σχολής αστρονόμων.
Στον περίβολο του μνημείου, που πλέον είναι σαν υπαίθριο μουσείο, εντοπίζονται υπολείμματα παλαιών κτηρίων, ενώ εκτίθενται διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο, η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας που είχε προκαλέσει το θαυμασμό των περιηγητών και των ερευνητών, χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη και αργότερα ως νοσοκομείο, ενώ μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων και τον ξεριζωμό μετατράπηκε σε τέμενος.
Από το 1958 έως το 1962 εργάστηκαν για την αποκατάσταση του μνημείου επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, οι οποίοι έφεραν στο φως τις τοιχογραφίες με θέματα από την Καινή Διαθήκη που χρονολογούνται στο τέλος του 13ου αιώνα. Το 1964 άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο.
Το 2012 ξεκίνησε μια δικαστική περιπέτεια, καθώς η τοπική Διεύθυνση Βακουφίων κατέθεσε μήνυση κατά του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας ισχυριζόμενη ότι υπάρχει παράνομη «κατάληψη» του μνημείου. Η θετική δικαστική απόφαση άνοιξε το δρόμο για την πρώτη μουσουλμανική προσευχή, στις 5 Ιουλίου 2013.
Ακολούθησε μία ακόμα δικαστική μάχη, κατόπιν μήνυσης της Ένωσης Αρχιτεκτόνων Τραπεζούντας, αλλά παρά την απόφαση του δικαστηρίου για επαναφορά του μουσειακού χαρακτήρα του μνημείου, ουσιαστικά τίποτα δεν άλλαξε.
Κατά τις αναστηλωτικές εργασίες που ολοκληρώθηκαν το 2020 πάνω από το μωσαϊκό τοποθετήθηκε γυάλινο δάπεδο για την προστασία του –καλύπτεται με χαλιά κατά τη διάρκεια της προσευχής–, ενώ στον τρούλο μπήκε αναδιπλούμενη ψευδοροφή.
Βίλα Καπαγιαννίδη
Ένα από τα αξιοθέατα της σημερινής Τραπεζούντας είναι η Βίλα Καπαγιαννίδη για τους Έλληνες, Αρχοντικό του Κεμάλ για τους Τούρκους.
Πρόκειται για τη θερινή κατοικία του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη. Χτίστηκε το 1906 στο λόφο Σοούκ-Σου (Soğuk Su), δηλαδή στο Κρυονέρι, 8 χλμ από το κέντρο της πόλης. Η περιοχή αποτέλεσε θέρετρο των πιο πλούσιων ανάμεσα στους πλούσιους Έλληνες της πόλης.
Το οίκημα παραχωρήθηκε στον Μουσταφά Κεμάλ ως δώρο το 1937, γι’ αυτό κι ονομάστηκε Atatürk Köşkü.
Στην πρώτη του επίσκεψη στην Τραπεζούντα, το 1924, ο Κεμάλ πήγε στο αρχοντικό αλλά δεν φιλοξενήθηκε, όπως έγινε τον Νοέμβριο του 1937 και τον Ιούνιο του 1937, για δύο νύχτες. Το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1937, όταν αποφάσισε να χαρίσει όλη την περιουσία του στο τουρκικό έθνος, από τη συγκεκριμένη έπαυλη ετοίμασε μια λίστα με τα περιουσιακά του στοιχεία, την οποία απέστειλε στον πρωθυπουργό.
(Φωτ.: Facebook / Ali Rıza Akyüz)
Το κτήριο φέρει τις επιρροές της ευρωπαϊκής και Δυτικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και χρησιμοποιεί επιδεικτικά ευρωπαϊκά σύμβολα. Στο ισόγειο είναι το σαλόνι, μια αίθουσα αναψυχής, η τραπεζαρία και ο ξενώνας. Στον πρώτο όροφο υπάρχει ένα γραφείο, ένα master υπνοδωμάτιο, μια αίθουσα αναμονής και μια αίθουσα συσκέψεων. Στον δεύτερο όροφο βρίσκονται δύο μικρά δωμάτια.
Επίσης, στο εσωτερικό της έπαυλης εκτίθενται τα έπιπλα και ο εξοπλισμός της παλιάς κατοικίας, αλλά και προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες και ντοκουμέντα του Μουσταφά Κεμάλ.