Παιδί προσφύγων από τον Πόντο – όπως πολλά από τα παιδιά που γεννήθηκαν εκείνα τα χρόνια στη βόρεια Ελλάδα. Ήρθε στη ζωή το 1925, γιος του Σάββα Μπαλτζόγλου και της Δέσποινας (Δεσπίκ’) Λαφτσίδου, στο χωριό Αρετή (τότε Τσερνίκ) του Λαγκαδά.
Όσο σίγουρο είναι ότι η μητέρα του, η Δέσποινα, ήταν κόρη ιερέα από το Ερικλί (Ηράκλεια) της Πάφρας, τόσο παραμένει «μυστήριο» η καταγωγή του Σάββα – αλλά αυτό θα το δούμε παρακάτω.
Ο λόγος για τον Χρήστο Μπαλτζίδη, τον Πόντιο που σύστησε στους Αυστραλούς το ούτι, που έπαιξε με μεγάλα ονόματα της ελληνικής και της έθνικ μουσικής, που είχε συμμετάσχει σε διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές, που αγαπήθηκε στη Μελβούρνη αλλά και στην Κρήτη, που σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του (στις 24 Ιουνίου 2017, σε ηλικία 92 ετών), συμμετείχε σε συναυλίες, ακούραστος βιρτουόζος.
Η τελευταία καταγεγραμμένη δημόσια εμφάνισή του ήταν στις 20 Αυγούστου 2016, στα 91 του, στο 1ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου της Μελβούρνης, όπου παρουσίασε ένα πρόγραμμα 40′ με τίτλο «Christos Baltzidis – Master of the Oud».
Υπάρχει όμως και αυτή η σύντομη καταγραφή από τις 24 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, ακριβώς έναν χρόνο πριν από το θάνατό του:
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μιλώντας για τον πατέρα του, ο Χρήστος Μπαλτζίδης έλεγε ότι ήταν Μικρασιάτης και είχε πολεμήσει οκτώ χρόνια αντάρτης στα βουνά «για τη θρησκεία του». Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πληθωρική συνέντευξή του στο Creta Channel (πρόκειται για την εκπομπή «Η Κρήτη μας» που παρουσίαζε ο καθηγητής βυζαντινής μουσικής και ιεροψάλτης Γιάννης Δαμαρλάκης, γόνος προσφύγων και αυτός, από την Κωνσταντινούπολη), είχε πει:
Του ζήτησαν να τον απογράψουν ως Μπαλτζίδη και όχι Μπαλτζόγλου, που ήταν μέχρι τότε το κανονικό επίθετό του, κι εκείνος τους απάντησε «Κάντε ό,τι θέλετε, από τη στιγμή που βρίσκομαι στην Ελλάδα, δεν με πειράζει τίποτα»!
Οι πληροφορίες όμως που έφτασαν σ’ εμάς μέσω του ερευνητή του μικρασιατικού πολιτισμού Δημήτρη Θωμαδάκη (ο οποίος όχι μόνο μας σύστησε τον Μπαλτζίδη, αλλά επικοινώνησε με συγγενείς και συντοπίτες του προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν πιο πλήρες αυτό το αφιέρωμα), λένε ότι και ο Σάββας ήταν Παφραίος, και μάλιστα από ένα κοντινό χωριό (ίσως το Ταφλάνκιοϊ) – η δε κόρη του, η Δέσποινα, με την οποία επικοινωνήσαμε, μας επιβεβαίωσε ότι και οι δύο γονείς του ήταν από την ίδια περιοχή του Πόντου.
Το γιατί ο Μπαλτζίδης κάνει τη διάκριση «Πόντια μητέρα και Μικρασιάτης πατέρας», θα παραμείνει άλυτο μυστήριο.
Η ιστορική συνέντευξη του Χρήστου Μπαλτζίδη στον Γιάννη Δαμαρλάκη, που αξίζει να παρακολουθήσετε.*
Ο Πόντιος ομογενής μουσικός συστήνεται ως «δυο φορές Έλληνας» και μιλά για την τέχνη του και τη ζωή του. Η εκπομπή προβλήθηκε το 2001
Τα χρόνια της Αρετής και του Λαγκαδά
Σε ηλικία 14 ετών έπιασε ο Χρήστος Μπαλτζίδης για πρώτη φορά στα χέρια του το μουσικό όργανο που έμελλε να τον κάνει διάσημο.
Τα πρώτα βήματα τα έκανε δίπλα σε έναν ξάδελφό του, τον Γιάγκο Τσαπανίδη, ο οποίος ήταν επίσης σπουδαίος οργανοπαίχτης.
Σε ηλικία 22 ετών, το 1947, φεύγει από την Αρετή και εγκαθίσταται στον Λαγκαδά. Εκεί κατατάσσεται στη Χωροφυλακή και νυμφεύεται τη Μαγδαληνή –την αγαπημένη του Μαγδάλω, όπως την αποκαλούσε όταν έρχονταν στην Ελλάδα– από το Κολχικό.
Στις αρχές του 1953 παραιτείται από τη Χωροφυλακή και η οικογένεια ακολουθεί το δρόμο που είχαν πάρει πολλοί Έλληνες εκείνη τη δύσκολη εποχή: το δρόμο της ξενιτιάς. Ήδη κάποιοι συγγενείς τους, όπως ο Γιάγκος Τσαπανίδης, είχαν φύγει για την Αμερική, αλλά η δική τους μοίρα τους οδήγησε στους Αντίποδες. Ήταν το πρώτο (δειλό ακόμα) κύμα μετανάστευσης προς τη μακρινή χώρα.
Στιγμιότυπα των πρώτων χρόνων στην ξενιτιά
Οι μετανάστες που έφταναν στην Αυστραλία εκείνη την εποχή περνούσαν αναγκαστικά από την Μπονεγκίλα – μια οργανωμένη «πολιτεία» που υποδέχτηκε 35.000 Έλληνες, εκ των οποίων άλλοι την έζησαν σαν κέντρο φιλοξενίας και άλλοι σαν στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Έως το 1971, οπότε έκλεισε, από εκεί πέρασαν 320.000 πρόσφυγες και μετανάστες κάθε εθνικότητας.
Όπως λέει ο ίδιος ο Μπαλτζίδης στη συνέντευξή του στον Γιάννη Δαμαρλάκη, η Αυστραλία εκείνα τα χρόνια δεν ήξερε το ούτι· εκείνος το παρουσίασε πρώτη φορά. Ο Ζαχαρίας Βογιατζόπουλος στο βιβλίο του Η ζωή στην Μπονεγκίλλα – Ένας μετανάστης θυμάται (Μελβούρνη 2006· υπάρχει ελεύθερο στο διαδίκτυο από το Πανεπιστήμιο Πατρών), γράφει στις σελ. 77-78:
Το δεύτερο στιγμιότυπο είναι από την Πρωτοχρονιά του 1955. Η λεζάντα θα μπορούσε να είναι «Παρέα νεαρών μεταναστών γιορτάζουν την πρώτη τους Πρωτοχρονιά κάτω από “ξένους ουρανούς”», όπως γράφει ο χρήστης του facebook που την έχει αναρτήσει.
Εικονίζονται ο Αθανάσιος Μάρκος (πρώτος στο χορό) μαζί με τον Ανδρέα Βαϊνά, ο Χρήστος Μπαλτζίδης με το ούτι του και ο Κώστας Φάκος με το κλαρίνο.
Η Αυστραλία έγινε δεύτερη πατρίδα για τον Πόντιο μουσικό. Ρίζωσε εκεί, και με το σπουδαίο ταλέντο του διέπρεψε. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αναφορές που βρίσκουμε γι’ αυτόν, είναι παρόμοιες με του Ζαχαρία Βογιατζόπουλου: «το ούτι του που σε μάγευε».
Το «καλό αφεντικό»
Για μια δεκαετία περίπου, όπως λέει στη συνέντευξή του, διατηρούσε ελληνικό κέντρο διασκέδασης στο οποίο προσκαλούσε παραδοσιακούς (και όχι μόνο) μουσικούς από την Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, το μαγαζί του ήταν πάντα γεμάτο από Έλληνες μετανάστες που ήθελαν να ακούσουν και να νιώσουν «πατρίδα».
Και οι καλλιτέχνες όμως ήταν πάντοτε ευχαριστημένοι, γιατί μέλημα του Μπαλτζίδη ήταν να είναι «καλό αφεντικό». Έτσι, όχι μόνο τους πλήρωνε για τις εμφανίσεις τους, αλλά τους χάριζε κι από μια ηλεκτρική κουβέρτα – είδος πολυτελείας για την εποχή!
Την Ελλάδα την επισκεπτόταν τακτικά, είτε για να δει τους συγγενείς του είτε για να παραδώσει μαθήματα. Μια από αυτές τις επισκέψεις ήταν στην Κρήτη, και μάλιστα κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Αγάπησε τους Κρητικούς και τον αγάπησαν, και κάπως έτσι έγινε και συμμετέσχε αφιλοκερδώς στο CD Μνήμες Ρεθυμνίων Μικρασιατών, μια εξαιρετική έκδοση του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών σε επιμέλεια του καθηγητή βυζαντινής μουσικής Ανδρέα Γιακουμάκη.
Η συμβολή του στην ηχογράφηση των τραγουδιών υπήρξε καθοριστική. Με τα ταξίμια του ομόρφυνε ακόμα περισσότερο τα μικρασιατικά τραγούδια, τα οποία υπάρχουν στο YouTube επιμελημένα από τον Δημήτρη Θωμαδάκη, ντυμένα με αρχειακό φωτογραφικό υλικό και πλούσια στοιχεία στα συνοδευτικά σημειώματα.
Χαρακτηριστική είναι η εισαγωγή του Μπαλτζίδη στο τραγούδι «Υποψία» (ή «Από τα μπεντένια πέφτω»), από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας:
Αλλά και στον «Βασιλικό» από τα Βουρλά:
Στην Ελλάδα ο Μπαλτζίδης ήταν γνωστός κυρίως σε μυημένους, και μια ένδειξη γι’ αυτό είναι η ανάρτηση στο YouTube ενός ταξιμιού από το CD που κυκλοφόρησε το 1998 με τον τίτλο Christos Baltzidis – Master of the Oud – όπως και ο τίτλος της εμφάνισής του στο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου της Μελβούρνης.
H ανάρτηση έγινε το 2022, και μέχρι χθες είχε μόλις 32 προβολές και ούτε ένα «like» (τώρα έχει ένα, το δικό μας).
Ίσως φταίει βέβαια ότι το ανέβασε (προς τιμήν του) ένα κανάλι που απευθύνεται σε διαφορετικό κοινό, το Mad Greekζ. Ίσως φταίει το γεγονός ότι αναρτήθηκε χωρίς «εικονογράφηση». Σε κάθε περίπτωση είναι ένα κομμάτι που αξίζει να ακουστεί, και για να διασκεδάσουμε τις εντυπώσεις, το «ντύσαμε» με το εξώφυλλο και τα περιεχόμενα του άλμπουμ:
Δισκογραφικά είχε συνεργαστεί και με τον Ψαρογιώργη (Γιώργο Ξυλούρη) σε δύο CD, το 1998 (Drakos) και το 2002 (Αντίποδες). Είχαν συνυπάρξει τόσο στην Κρήτη όσο και στην Αυστραλία, και σε συνέντευξή του στο neoskosmos.com, το 2018, ο Ξυλούρης είχε πει:
«[στην Αυστραλία] περιτριγυριζόμουν από μουσική και μουσικούς […] Ο μπαρμπα-Χρήστος ήταν ένας θρύλος, ένας αληθινός δάσκαλος, και το παίξιμό του με είχε επηρεάσει πολύ την περίοδο που ήμασταν φίλοι και εμφανιζόμασταν μαζί».
Δυστυχώς δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε οπτικό υλικό από αυτές τις εμφανίσεις, πέρα από τα εξώφυλλα των δύο άλμπουμ στα οποία συμμετείχε ο «μπαρμπα-Χρήστος».
Θα κλείσουμε με τις ευχαριστίες μας σε αυτούς που βοήθησαν στη συλλογή πληροφοριών γι’ αυτόν τον σπουδαίο Πόντιο (ειδικά σε ό,τι αφορά την καταγωγή του και τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα), με πρώτο φυσικά τον Δημήτρη Θωμαδάκη.
Η ενασχόλησή του με τον μικρασιατικό μουσικό πλούτο και η ιδιαίτερη αγάπη του για το CD Μνήμες Ρεθυμνίων Μικρασιατών οδήγησαν στην «ανακάλυψη» του Χρήστου Μπαλτζίδη εκ μέρους μας.
Σε δεύτερο χρόνο, όταν εκδηλώσαμε ως pontosnews.gr την επιθυμία να γράψουμε δυο λόγια παραπάνω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ήρθε σε επικοινωνία με άτομα που τον γνώριζαν και προθυμοποιήθηκαν να μοιραστούν μαζί μας πληροφορίες, όπως ο ανιψιός του Μπαλτζίδη Δημήτρης Προκοπίδης, και ο συντοπίτης του Χρήστος Κριτόπουλος. Τους ευχαριστούμε και αυτούς ολόψυχα!
Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τη Δέσποινα Μπαλτζίδη, η οποία, παρά το γεγονός ότι επικοινωνήσαμε μαζί της τελευταία στιγμή και τη διαφορά ώρας με τη Μελβούρνη, όπου ζει, μας βοήθησε με ιδιαίτερη θέρμη και προθυμία.
Παρά το γεγονός ότι λόγω πίεσης χρόνου δεν καταφέραμε να επικοινωνήσουμε, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τόσο τον Γιάννη Δαμαρλάκη που πήρε την ιστορική συνέντευξη το 2001, όσο και τον Γιάννη Ανδρουλάκη που την έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο, διατηρώντας τη μνήμη ζωντανή.
Για το τέλος κρατήσαμε την πιο ωραία φωτογραφία του Χρήστου Μπαλτζίδη.
Μας την παραχώρησε η κόρη του, με την περιγραφή «εδώ ο πατέρας μου αυτοσυγκεντρώνεται στο ούτι του, στη διάρκεια ενός φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής».
Χριστίνα Κωνσταντάκη