Από τα μέσα του 19ου αιώνα η γοητευτική μπουρζουαζία της Τραπεζούντας είχε… όνομα ελληνικό. Ίσως να μην μπορούσε να γίνει διαφορετικά σε αυτή την «περικαλλή και ένδοξο πόλις, την βασιλίδα των πόλεων του Ευξείνου Πόντου», την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Πόντου στα μέσα του 19ου αιώνα και έδρα του ομώνυμου βιλαετίου.
Η Τραπεζούντα ήταν η κατάληξη του δρόμου των καραβανιών που έφταναν στην Περσία, γεγονός που την ανέδειξε για δεύτερη φορά (από την εποχή των Κομνηνών) σε διαμετακομιστικό κέντρο διεθνούς ενδιαφέροντος και εμβέλειας.
Η έντονη δραστηριοποίηση των Ευρωπαίων δημιούργησε ευκαιρίες και προοπτικές για το ελληνικό στοιχείο, καθώς, μαζί με το αρμενικό, αποτελούσαν το βασικό στήριγμα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ένα από τα κομμάτια του παζλ αυτής της αστικής τάξης ήταν η Φιλαρμονική Τραπεζούντας. Ιδρύθηκε το 1902 από μια ομάδα νέων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μαθητές του Γυμνασίου. Η διεύθυνσή της αρχικά ανατέθηκε στον Γερμανό Ρόενταλ, αριστούχο του κονσερβατουάρ του Βερολίνου, ο οποίος συγχρόνως δίδασκε θεωρητική μουσική και ωδική στις ανώτερες τάξεις του Γυμνασίου, αλλά παρέδιδε και μαθήματα κατ’ οίκον.
Το 1904 τον διαδέχθηκε ο Ανδρέας Ξύνδας. Ο άλλοτε διευθυντής των φιλαρμονικών Χίου, Μυτιλήνης και Κωνσταντινούπολης παρέμεινε για αρκετά χρόνια στη θέση του αρχιμουσικού προετοιμάζοντας τη φιλαρμονική, η οποία άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορες εκδηλώσεις στην πόλη, όπως τελετές σχολείων, συναυλίες, τα Θεοφάνια, θεατρικές παραστάσεις, κοινοτικούς χορούς.
Τον Ιανουάριο του 1938 ο Ν. Κατακουζηνός έγραφε στο περιοδικό Ποντιακά Φύλλα:
«Η μουσική κίνησις εν Τραπεζούντι κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας του ΙΘ’ αιώνος και τας αρχάς του Κ’ ήτο υποτυπώδης, αν μη ανύπαρκτος. Οι χρόνοι εκείνοι εις τας απομεμακρυσμένας γωνίας της Ανατολής δεν ήσαν πρόσφοροι διά την ανάπτυξιν μουσικής κινήσεως. Με την αρχήν όμως του Κ’ (20ού) αιώνος και ιδία μετά την ίδρυσιν του νέου Φροντιστηρίου (1902), η έφεσις προς τας μουσικάς σπουδάς εσημείωσεν αισθητήν αύξησιν και διά πρώτην φοράν (1900) ερρίφθη η ιδέα της καταρτίσεως ορχήστρας διά την οργάνωσιν συναυλιών, μουσικών επιδείξεων κτλ., ιδέα η οποία ταχέως εκαρποφόρησεν.
»Εκ των σπουδαιοτέρων εισηγητών και συντελεστών της πραγματοποιήσεως της λαμπράς αυτής ιδέας υπήρξαν οι εκ των εγκρίτων μελών της Κοινότητος Κωνστ. Α. Θεοφύλακτος, ο οποίος και κατέβαλε κατά το πλείστον την αξίαν των εξ Ιταλίας και Γερμανίας παραγγελθέντων μουσικών οργάνων, και Ν. Βελισσαρίδης, ο οποίος εχρημάτισε και πρώτος πρόεδρος της Φιλαρμονικής Εταιρείας, επί σειράν ετών δραστηρίως εργασθείς διά την πρόοδον αυτής, και ο Γκεόργκ Ρίχαρντ, καθηγητής των Γαλλικών εν τω Φροντιστηρίω, εγκρατής δε της ευρωπαϊκής μουσικής».
Για το τέλος της Φιλαρμονικής της Τραπεζούντας ο ίδιος σημειώνει: «Ο βίος της Φιλαρμονικής υπήρξε βραχύτατος. Ο παγκόσμιος πόλεμος με την διαλυτικήν του πνοήν εσάρωσε και τον όμιλον αυτόν της Φιλαρμονικής, εις τον οποίον τόσας μουσικάς ελπίδας εστήριξεν η φιλοπρόοδος Κοινότης Τραπεζούντος».
Στο ταχυδρομικό δελτάριο που διασώζεται –περιλαμβάνεται στο αρχείο της Άννας Θεοφυλάκτου– στην πρώτη σειρά από αριστερά διακρίνονται οι: Σάββας Σιδηρόπουλος, Δ. Τουμπούλης, Θρασύβουλος Πετσόπουλος, Σοφοκλής Αποστολίδης, Ανδρέας Ξύνδας, Παναγιώτης Παπάζογλου, Δημ. Τουμπούλης, Βασ. Λεβεντίδης, Βελισάριος Βελίσσαρίδης. Στη δεύτερη σειρά όρθιοι οι: Θεόδωρος Γεωργιάδης, Μιχαήλ ΜΙχαηλίδης, Κωνσταντίνος Κοχλιάδης Παναγιώτης Τερζόπουλος, Χαράλαμπος Κοχλιάδης, Ιωσήφ Κτενίδης, Κωνσταντίνος Καλλιφατίδης, Αθανάσιος Παρχαρίδης, Ιωάννης Σιμωνίδης, άγνωστος, Σάββας Κυριαζής.